Τι μου έμαθε το φετινό καλοκαίρι

Τι νομίζετε; Ονειρο ήταν και πάει. Ενας μήνας απέμεινε πριν από τη φθινοπωρινή ισημερία. Που σημαίνει, αν υπολογίσουμε αντίστροφα, σαν να είμαστε στο τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου. Τότε που το φορούσαμε ακόμη το μαλλινάκι μας και προσδοκούσαμε την εκλαμπρότητα του καλοκαιριού, κάναμε σχέδια και μετρούσαμε τις μέρες που μας χώριζαν από τις διακοπές.

«Καλοκαίρι, στο χαμό του οδηγημένο και το ξέρει» όπως το τραγουδά ο Σαββόπουλος. Ο ήλιος δύει αισθητά πιο νωρίς, οι σκιές μακραίνουν, στον αέρα πλανιέται ήδη μια ανεπαίσθητη μυρωδιά φθινοπώρου, η εποχή της προσδοκίας που μένει πάντα προσδοκία, η εποχής της νοσταλγίας για καταστάσεις που μπορεί να μην έχουμε ζήσει αλλά έχουν καταγραφεί στο ημερολόγιο της καλοκαιρινής συλλογικής μας μνήμης αποσύρεται σιγά-σιγά. Τι θα απομείνει; Οι ανταμώσεις με φίλους που, ακόμη και αν ζούμε στην ίδια πόλη, βρισκόμαστε μόνο τα καλοκαίρια, κάποιες σέλφι, αρκετά βιβλία που δεν προλάβαμε να διαβάσουμε, η άμμος στις σελίδες αυτών που προλάβαμε να ψιλοξεφυλλίσουμε, ένα αντηλιακό που δεν έφτασε καν μέχρι τη μέση, αρκετή γκρίνια για τις τιμές και το σέρβις στους τόπους διακοπών, συζητήσεις άρες-μάρες για τον υπερτουρισμό, οι κόντρες μας, οι εμμονές μας. Και μια απόδειξη με ημερομηνία Αυγούστου από κάποιο μπαρ ή περίπτερο των διακοπών μας που θα βρούμε εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, ξεχασμένη σε κάποιο πορτοφόλι ή ντουλαπάκι αυτοκινήτου και θα μελαγχολήσουμε. Για εμάς τους μεγαλύτερους αυτά. Για όσους δηλαδή «γιορτάσαμε» τα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης. Διότι, ειδικά το καλοκαίρι, «…Οι γέροι χωριστά / οι νέοι άλλο πράγμα / όποιος τους θέλει αντάμα / πληρώνει ακριβά…» όπως επίσης τραγουδά ο Σαββόπουλος στους «Αχαρνής».

Να, για παράδειγμα, κάτι το οποίο παραδέχθηκα εφέτος το καλοκαίρι, κάτι που απωθούσα τα τελευταία χρόνια αλλά δεν με παίρνει πλέον. Ο χρόνος δεν συγκινείται από καλοκαιρινές αναμνήσεις. Σου θυμίζει ότι είναι εδώ, στο σώμα το δικό σου και των φίλων σου – τα κορμιά φθείρονται πλέον πιο γρήγορα από τα μαγιό – στις αντοχές σου, στις ανοχές σου, στις παραδοχές σου, στις ώρες του ύπνου σου, στις κραιπάλες που δεν μπορείς να κάνεις, στα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια που δεν μπορείς να κουμαντάρεις.

Κατά τα άλλα, βγάλαμε την εθνική μας κατάθλιψη σεργιάνι σε «…παραλίες σκουπιδότοπων» (πάλι Σαββόπουλος). «Παίζει» στο μάτι η αγωνία της ψυχαναγκαστικής καλοπέρασης, έναν ολόκληρο χειμώνα περιμέναμε αυτές τις δέκα μέρες, την εβδομάδα, το Σαββατοκύριακο, για να αισθανθούμε λιγουλάκι «πλούσιοι». Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει αυτό το δικαίωμα και αγωνιούμε να το υπερασπιστούμε ακόμη κι αν δεν απειλείται. Τσίτα τα νεύρα στα καράβια, «…και ποιος είσαι εσύ που θα χαλάσεις την ηρεμία μου», πιάνονται στα χέρια, ηχεία πετιούνται στη θάλασσα, «μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές» μεσοπέλαγα. Ανθρωποι στα κάγκελα, έτοιμοι να αρπαχτούν για το τίποτα.

Μετεξεταστέοι

Εφέτος το καλοκαίρι έμαθα επίσης ότι οι βόθροι άμα μεγαλώσουν γίνονται αφ’ εαυτού τους πισίνες (εκτός και αν το φαινόμενο είναι ενδημικό και παρατηρείται μόνο στις Σπέτσες). Οτι, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αν σκοτωθούν δύο παλικάρια που επέστρεφαν από εκδήλωση όπου ήταν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκείνος είναι ο ηθικός αυτουργός. Οτι μία αεροπορική εταιρεία της Ινδίας δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες να επιλέξουν, μέσω συστήματος, να μην καθίσουν δίπλα σε άνδρες επιβάτες – και δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση αν, με την προκατάληψη που διακινείται, αυτή η πρακτική γενικευτεί. Αφήστε που η ελληνίστρια Ντόνα Ζούκερμπεργκ, αδελφή του Μαρκ, βρίσκει τον Ευριπίδη πολύ ρατσιστή, σεξιστή και μισογύνη για τα γούστα της. Κατά τα άλλα, στα αθάνατα ελληνικά πανηγύρια το ζεϊμπέκικο χορεύεται σαν μπρέικ ντανς, ενώ το lap dance προσφέρεται δωρεάν. Δεν βαριέσαι, κεφάκια να υπάρχουν.

Αυτό που κυρίως διαπίστωσα όμως το φετινό καλοκαίρι είναι ότι οι πυρκαγιές προκαλούν μέγα ποιητικό οίστρο. Καιγόταν η Αττική και ο λυρισμός έβαζε φωτιά στα πληκτρολόγια. Και τι δεν γράφτηκε για δένδρα που κλαίνε, φλαμουριές που δακρύζουν, φτελιές που σπαράζουν, για τη χώρα που έγινε γκρίζα από την κάπνα και «…πάνω στη στάχτη τη φαιά γράψαμε τ’ όνομά της». Τόσο που υποπτεύομαι ότι κάποιοι περιμένουν τις φωτιές για να αφυπνιστεί εντός τους ο ποιητής Φανφάρας.