Η πρόσκληση από τη Νέα Υόρκη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Ταγίπ Ερντογάν προκειμένου Ελλάδα και Τουρκία να προσπαθήσουν να βρουν λύση για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα οδηγεί τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε μια νέα καμπή; Η μακρά πλέον νηνεμία στη σχέση Ελλάδας και Τουρκίας θα μπορούσε να μεταφραστεί σε αποφασιστική πορεία προς την επίλυση των διαφορών μας – ή ακόμα μια φορά το εγχείρημα της συνεννόησης θα ναυαγήσει;
Θα ήταν σημαντικό, προφανώς, για τον έλληνα Πρωθυπουργό, να πετύχει ό,τι δεν κατάφεραν να φέρουν εις πέρας οι τρεις Κωνσταντίνοι – Καραμανλής, Μητσοτάκης και Σημίτης. Ο Ερντογάν δεν έχει λόγο να μην επιθυμεί το ίδιο. Μπορούν όμως οι δύο χώρες να συναντηθούν και να συζητήσουν το πλήρες πακέτο των προβλημάτων χωρίς ταμπού και χωρίς φόβο;
Το μόνο χειροπιαστό που, με σιγουριά, επιβεβαίωσε η συνάντηση της Νέας Υόρκης είναι η δέσμευση των δύο χωρών για την παράταση του καλού κλίματος και μια επιπλέον συνεργασία των δύο χωρών για τον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης. Καθόλου άσχημα. Ο πολιτικός διάλογος που έχει ξεκινήσει φαίνεται ότι μπορεί να αποδώσει σε θέματα χαμηλής πολιτικής – και θα είναι κέρδος αν καταρχάς οδηγήσει στη δυνατότητα επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Το θέμα όμως είναι αν ο διάλογος αυτός μπορεί να οδηγήσει σε βαθύτερη συνεννόηση που θα άπτεται των βαθύτερων σχέσεων των δύο χωρών, αν δηλαδή μπορεί να οδηγήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα, εντός των τριών χρόνων κυβερνητικής θητείας που απομένουν στον Μητσοτάκη, σε επίλυση των διμερών διαφορών.
Και μπορεί η ελληνική πολιτική ηγεσία να αποφεύγει να το πει αλλά το βασικό θέμα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία είναι η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης των δύο χωρών. Μπορεί να μοιάζει ταμπού για την ελληνική κοινή γνώμη μια τέτοια συνεννόηση, αλλά είναι μονόδρομος. Δεν θα γίνει, φυσικά, μια τέτοια συζήτηση ποτέ αποδεκτή από δυνάμεις και πολιτικούς που επενδύουν σε διάφορες μορφές υπερπατριωτισμού – όπως, π.χ., από τον Νίκο Δένδια, που έσπευσε τις προάλλες να αναφερθεί εκ νέου στη δυνατότητα της χώρας μας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.
Αν όμως κάποιος έλληνας ηγέτης μονομερώς, όπως δικαιούται η χώρα, επέκτεινε τα χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ., εκτός του ότι αμέσως θα οδηγούσε σε όξυνση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα είχε απροσδόκητες συνέπειες για την Ελλάδα. Οπως επισημαίνει ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, «μια διεύρυνση της αιγιαλίτιδας στα ακραία ελληνικά νησιά θα έχει ως αποτέλεσμα να φέρει την τουρκική υφαλοκρηπίδα πλησιέστερα στις ακτές των Κυκλάδων και την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό θα συμβεί σε περίπτωση που η Ελλάδα επεκτείνει στα 12 ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της, κάτι το οποίο θα αφήσει μικρό χωρικό διάστημα για την Τουρκία να οριοθετήσει υφαλοκρηπίδα, και κάθε τέτοια οριοθέτηση θα φέρει πιο κοντά τα δικαιώματα της Τουρκίας στα ελληνικά παράλια» («Το Βήμα», 22/9/2024).
Ο Μητσοτάκης έχει τη δυνατότητα να επαναφέρει μια διαδικασία λύσης, ξαναβλέποντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις χωρίς ταμπού – θέτοντας τα ζητήματα όπως είναι και όχι όπως θα τα ήθελε μια υπερπατριωτική ρητορική. Θα έχει αποτέλεσμα; Δύσκολο. Θα υπονομευθεί αμέσως, πολλαπλά, στο εσωτερικό της χώρας. Δεν ξέρω αν υπάρχει πολιτικός που έχει το κουράγιο να τα βάλει με τις κυρίαρχες κοινοτοπίες που είναι ριζωμένες ως βεβαιότητα. Γι’ αυτό είμαι απαισιόδοξος.