Η άτυπη συνωμοσία υπέρ του Καλού

Ο Κωστής υπήρξε μια διαρκής παρουσία στη ζωή μου, τόσο στην καθημερινή (γλέντια, συναντήσεις, κραιπάλες, εξομολογήσεις, τραγούδια) όσο και στην, τρόπον τινά, δημιουργική.

Γνωριστήκαμε, υπό συνθήκες μυθιστορηματικές, στο Aμα Λάχει στην Καλλιδρομίου, αρχές δεκαετίας του Ογδόντα (πώς κύλησαν οι μέρες, πώς πέρασαν τα χρόνια, σκόνη έγιναν τα δευτερόλεπτα, κ.λπ.), και θητεύσαμε στα λεγόμενα γράμματα ως μέλη μιας άτυπης συνωμοσίας υπέρ του Καλού, μιας αέναης μηχανορραφίας που σκοπούσε στην ιχνηλασία εκείνης της ναρκοθετημένης ζώνης που ήταν το μεταπολιτευτικό κουλουβάχατο.

Είχε τότε κατσαρό, βαθυκάστανο μαλλί και πλούσιο μουστάκι. Βλέμμα σαν βραχνό blues, αγέρωχα ηττημένο, αλλά ηττημένο όχι σε μάχη ή σε πόλεμο, ηττημένο από θέση, από τοποθέτηση, ύστερα από σοφή απόφαση, ηττημένο μπροστά στον πελώριο πλούτο και το συντριπτικό χάος του παρελθόντος της ανθρωπότητας. Αυτό το παρελθόν της ανθρωπότητας μοχθούσε αγρίως ο Κωστής να το γνωρίσει και να το κατανοήσει. Eνα τέτοιο εγχείρημα είναι απ’ την αρχή καταδικασμένο. Και καταδικαστικό. Σε τσακίζει. Αξίζει όμως να το τολμήσεις.

Hταν ο πιο τρυφερός ανάμεσά μας. Καμωνόταν τον κυνικό, αλλά ήταν καρδούλα. Δεν μπλέχτηκε σε καμία από τις πάμπολλες ίντριγκες της Σόλωνος. Τρικλοποδιές δεν έβαλε, ποτέ και σε κανέναν. Υπήρξε, τουναντίον, γενναιόδωρος, χωρίς να το κάνει θέμα. Κάμποσοι συγγραφείς οφείλουν στον Κωστή το ότι εκδοθήκανε, και μάλιστα με επιτυχία. Κι ακόμα, και κυρίως, οφείλουμε στον Κωστή το ότι ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για το δοκίμιο, το δύσκολο είδος που διακόνησε δυνατά.

Η Παρέα των Eξι. Πες, λοιπόν, ότι έρχεται σήμερα από τους λειμώνες τ’ ουρανού να μας ξαναδεί, να περάσει μερικά σόλικα εικοσιτετράωρα με τη λεγόμενη Παρέα των Eξι (με αλφαβητική σειρά: Ευγένιος Αρανίτσης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Ηλίας Λάγιος, Γιώργος-Iκαρος Μπαμπασάκης, Κωστής Παπαγιώργης, Θάνος Σταθόπουλος), και μας καλεί να βρεθούμε στον Eνοικο, όπως το 1992, και να πιάσουμε να πίνουμε ουίσκια και τεκίλες και βότκες, και να μιλάμε για τον Σιοράν και τα μπουζούκια, για τον Θρυλικό Βουκόλο του Μέλανα Δρυμού και της καλύβας, για τις στρατηγικές κινήσεις του Μίμη Δομάζου και για την πανίσχυρη ελλειπτική ποίηση του Τσέλαν, για τότε που κάναμε μνημόσυνο για τον Βακαλόπουλο στους Κονιτοπουλαίους και έκαψα το καινούργιο παλτό του Κωστή κατά λάθος, καθώς αγόρευα παθιασμένα και χειρονομούσα κρατώντας το άφιλτρο σιγαρέτο μου, καθισμένος δίπλα του, και για τον Ντοστογιέφσκι θα μιλάγαμε που καταβυθίστηκε στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σωματοψυχής, και για τις θεϊκές γάμπες της Μοσχολιού επίσης θα μιλάγαμε.

Μπα, όχι, δεν θα πάρω, θ’ αρνιόμουν και σήμερα την πρόσκληση και δεν θα τον συνόδευα στην Ανατολή, στην οδό Eσλιν, στο σκυλάδικο όπου τα έκανε λίμπα ο πλακάς (αυτό το επιτήδευμα έλεγε επίτηδες ότι ασκούσε ο χωρατατζής φίλος μας), τα έσπαγε, αφηνίαζε, και του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Αιμοδότης, καθότι μες στην κόλαση της νύχτας κοβόταν ενίοτε απ’ τα σπασμένα πιατικά στην υποτυπώδη πίστα κι έρεε το αίμα του εκεί.

Ω όχι, απεναντίας θα πάσχιζα να τον πείσω να μου διηγηθεί τι ένιωθε όταν είχε στρωθεί και είχε αντιγράψει με το χέρι του ολόκληρο το Eγκλημα και Τιμωρία για να το εμπεδώσει, για να μπει μέσα σ’ όλα του τα κύτταρα, και θα του έλεγα ότι κάτι μέγκλα επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το διανοητικό έργο το υποστηρίζουν και άλλοι τρεις τύποι κυττάρων, με σημαντικές ιδιότητες που μέχρι πρόσφατα μας ήταν άγνωστες: τα μικρογλοία, τα αστροκύτταρα και οι ολιγοδενδρίτες. Και θα του θύμιζα ότι το ίδιο είχε κάνει κι ο μέγας Νικολό Μακιαβέλλι με το De rerum natura. Και θα τον ενημέρωνα ότι κι η ταπεινή αφεντιά μου άρχισε να κάνει το ίδιο με το Infinite Jest.

Θα τον παρακαλούσα θερμότατα να μου ιστορήσει λεπτομερέστατα το πώς είχε επιδοθεί στο πραγματικά τιτάνιο εγχείρημα να διαβάσει – άκου, υπομονετικέ μου αναγνώστη – σαράντα εφτά (47!) φορές την Κριτική του Καθαρού Λόγου, ένα αδιανόητο ρεκόρ και μια ανυπέρβλητη άσκηση βουλήσεως.

Στη «Στάνη» για καφέ και ανθόγαλο. Θα σουλατσάραμε στο λατρεμένο του κέντρο των Αθηνών, όπου πεζοπορούσε καθημερινά για λόγους υγείας (έπρεπε να βαδίζει πέντε χιλιόμετρα ημερησίως), θα πηγαίναμε στη Στάνη για καφεδάκι και ανθόγαλο, δεν θα καπνίζαμε αρειμανίως, όπως τον παλιό καλό καιρό, ούτε θα πίναμε, αν μη τι άλλο, έτσι, για να τη σπάσουμε στους σπασίκλες που μας την έσπαγαν με τις σπαστικές τους νουθεσίες που πίστευαν ότι είμαστε χαρακτήρες αδύναμοι για να τις ασπαστούμε – ιδού, χλεχλέδες, σας ακούσαμε και μήτε φουμάρουμε μήτε γινόμαστε σκνίπα, οκέι; Τι κάνουμε; Τζιτζίκια πεταλώνουμε;

Θα μου έλεγε πάλι ο Κωστής, Μεγάλε, οι τρεις Μεγάλοι είναι οι Πάνου: Ακης Πάνου, Πόλυ Πάνου, Γιάννης Πάνου.

Θα το έλεγα, ναι, Μεγάλε, αλλά μην ξεχνάμε ότι οι άλλοι τρεις Μεγάλοι είναι οι κύριοι Κέιτζ, Κέιλ, Κέιβ, με σειρά εμφανίσεως.

Θα πιάναμε πάλι τον ποδαρόδρομο, και θα σφυρίζαμε όπως οι παλιοί, θα χαζεύαμε καμιά βιτρίνα στην Πατησίων, κάθε τόσο θα βγάζαμε την τσατσάρα απ’ το τσεπάκι και θα χτενιζόμασταν, θα κοιτάζαμε τα ωραία κορίτσια και θα μου εγκωμίαζε τη Ράνια και θα του εγκωμίαζα την Εύα, και θα κουτσομπολεύαμε με αγάπη τους καλούς μας φίλους, και θα πηγαίναμε, τέλος, στη Μυρτιά για σαλατούλα και γαβράκι.

Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης είναι ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας

(*) Το κείμενο βασίζεται σε προσωπική και απόλυτα υποκειμενική προσέγγιση και θεώρηση των πραγμάτων.