Bullying και συμμαχίες

Εχετε προσέξει ότι το «bullying» έχει μπει τα τελευταία χρόνια στο πολιτικό λεξιλόγιό μας; Αυτή τη βδομάδα δε, έχει καταστεί κεντρικό ζήτημα στη διάλυση ενός κόμματος που παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται καθημερινά, σε τηλεοπτική μετάδοση, σαν ένα βασανιστικά αργό σίριαλ που δεν έρχεται ποτέ σε κορύφωση για να τελειώσει, έστω, η αγωνία μας για το τι θα απογίνουν οι (μπόλικοι) χαρακτήρες του.

Αυτά τα μακρόσυρτα σίριαλ έχουν «plot lines», όπως το λένε οι Αμερικανοί που είναι κάπως πιο ειδικοί σε αυτά. Δηλαδή υποθέσεις που απασχολούν για κάποιο διάστημα και συνήθως τελειώνουν έπειτα από κάποια επεισόδια.

Τώρα, λοιπόν, το σίριαλ, άρα οι πρωταγωνιστές του, ασχολούνται με το bullying. Στα ελληνικά μάς δυσκολεύει η λέξη. Ενίοτε το λέμε «εκφοβισμό». Αλλες φορές το λέμε «κακοποίηση». Μπορεί να είναι και τα δύο. Οπότε υιοθετήσαμε τον αγγλικό όρο-ομπρέλα και ξεμπερδέψαμε (και κάπου εδώ διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για μια συγγνώμη στους «εθνικούς γλωσσολόγους»).

Το bullying, λοιπόν, δεν είναι όρος με νομικά κατοχυρωμένη περιγραφή. Οποιον ορισμό κι αν αναζητήσετε, από την έγκριτη Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, τις επιστημονικές έρευνες διαφόρων ειδικοτήτων ή τις κυβερνητικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με την καταπολέμησή του, θα παρατηρήσετε κάποιες κοινές παραδοχές για το τι συνιστά bullying. Η πρώτη είναι ότι αποτελεί μια εν πολλοίς «υποκειμενική εμπειρία», με την έννοια ότι είναι προσαρμοσμένη στις προσωπικότητες, τις συνθήκες, τα φυσικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά κ.λπ. του θύματος και του θύτη. Η δεύτερη είναι ότι πρόκειται κατά κανόνα για μια συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται. Η τρίτη είναι ότι βασίζεται ή/και καταλήγει σε μια ανισορροπία ισχύος, στη φυσική ρώμη, το κοινωνικό ή/και επαγγελματικό στάτους κ.ά.

Αρα, όταν η Κατερίνα Νοτοπούλου καταγγέλλει ότι υπέστη bullying από τον Στέφανο Κασσελάκη, σε ανθρώπινο επίπεδο καλό είναι να ακούσουμε τι έχει να πει. Μπορεί να το πιστεύει πραγματικά. Ή και όχι. Η δημόσια σφαίρα έχει, άλλωστε, την τάση να σκληραίνει τους ανθρώπους, είτε αυτούς που υφίστανται bullying είτε αυτούς που κρίνουν κάποιον που το καταγγέλλει. Οταν περιγράφει ότι της έστελνε sms που συνιστούσαν bullying μπορεί πραγματικά να ήταν έτσι. Ή και να μην την ενόχλησε καθόλου όλο αυτό και να το χρησιμοποιεί πολιτικά, όπως υπονοεί η αντίπαλη πλευρά. Μπορεί να μην είναι καν νομικά κολάσιμη η συμπεριφορά που γνησίως την τάραξε κι άρα να μην έχει νόημα να πάει στον εισαγγελέα, όπως της συνέστησε μέσω «κύκλων» ο έκπτωτος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Ας συμφωνήσουμε, άρα, ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν όλοι στις καταγγελίες της, ακόμη κι αν κάποτε δημοσιευτεί, προς τέρψιν απανταχού κουτσομπόληδων, κάθε επίμαχο μήνυμα, κάθε μαρτυρία επίδικης ή κοινωνικά ύποπτης συμπεριφοράς.

Κάθε φορά που μια τέτοια ιστορία βγαίνει στην αρένα, καταλήγει να είναι απλώς ένα λαϊκό δικαστήριο συμπάθειας και, ίσως, προσωπικής αξιοπιστίας. Για να το πούμε απλά, ο καθένας παίρνει το μέρος αυτού που γουστάρει περισσότερο, που του μοιάζει πιο πολύ, που η συμπεριφορά του ταιριάζει πιο πολύ ή που εκτιμά με υποκειμενικούς όρους ότι τα λέει πιο «πιστευτά».

Η Κατερίνα Νοτοπούλου ξέρει, ούτως ή άλλως, πώς λειτουργεί αυτό το «παιχνίδι». Η νεότατη πολιτικός πρωτοέγινε γνωστή στο πανελλήνιο το 2016, όταν διορίστηκε προϊσταμένη του γραφείου του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη όπου, δύο χρόνια αργότερα, αναβαθμίστηκε στο υπουργικό γραφείο του πιο όμορφου κτιρίου υπουργείου της χώρας, του Μακεδονίας – Θράκης. Δεν πέρασε καθόλου εύκολα τότε. Η δημοσιότητα την «έσκισε» για την ηλικία της και την προσωπική σχέση της με τον Τσίπρα (με τα γνωστά χυδαία υπονοούμενα που ακούνε γενικώς οι γυναίκες). Και, κυρίως, για την πληροφορία ότι είχε προσληφθεί το 2012 στον τομέα της καθαριότητας από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, χωρίς να έχει εργαστεί ποτέ ως καθαρίστρια. «Θα ήταν τιμή μου αν είχα εργαστεί ως καθαρίστρια», είχε απαντήσει τότε χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας πως εργάστηκε στο περίπτερο τουρισμού της Θεσσαλονίκης και πως έχει κάνει κι ένα σωρό άλλες δουλειές στο παρελθόν για να βιοποριστεί. Το θέμα «πέθανε» σχετικά γρήγορα τότε, καθώς πολλές δημοτικές Αρχές δεν θα μπορούσαν να πουλήσουν ηθικό προτέρημα για μια παράνομη πρακτική που έχουν κι άλλοι εφαρμόσει. Την ακολουθεί, βεβαίως, ως σήμερα.

Εκτοτε, όμως, ακόμη κι όσοι δεν κρύβουν την αντιπάθειά τους στο πρόσωπό της, ομολογούν πως η πολιτική εξέλιξή της είναι σημαντική. Εχει βελτιώσει τον πολιτικό λόγο της, είναι μια εργατική βουλευτής, διατηρεί συνεχή επαφή με τη Θεσσαλονίκη, διατηρώντας τη βάση της στην πόλη της. Μόνο αυτή μπορεί να πει αν έχει υψηλές φιλοδοξίες για το πολιτικό μέλλον της, πάντως μοιάζει σαν άνθρωπος που τις έχει. Κι αυτό στην πολιτική – αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι – δεν είναι κακό.

Η καταγγελία της για τη συμπεριφορά του Στέφανου Κασσελάκη ερμηνεύεται από την πλευρά των φίλων του έκπτωτου προέδρου ως αποτέλεσμα μιας συμμαχίας της με τη λεγόμενη «ομάδα των 87». Και, δεδομένου ότι πρόκειται για άνθρωπο και πολιτικό με απευθείας αναφορά στον Αλέξη Τσίπρα, ως μια καταγγελία που έρχεται να επιτείνει την πίεση από τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στον Κασσελάκη. Οι πολίτες, όμως, ούτε τους ντετέκτιβ μπορούν να κάνουν ούτε οι δίκες προθέσεων καταλήγουν ποτέ καλά. Οπότε όλη αυτή η υπόθεση θα καταλήξει εκεί που καταλήγουν όλα αυτά: στις κάλπες. Τις εσωκομματικές, εν προκειμένω, το αποτέλεσμα των οποίων θα λύσει αυτά τα μυστήρια (και θα ανοίξει μερικά καινούργια).