Το οδοιπορικό των μαύρων ποδοσφαιριστών στη Λατινική Αμερική είναι λίαν ενδιαφέρον και η παρουσία των εθνικών ομάδων Βραζιλίας ιδιαίτερα, με τη συμμετοχή Αφροαμερικανών στα Παγκόσμια Κύπελλα μια πρώτης τάξεως απάντηση στον ρατσισμό του τότε. Και στη Νότιο Αμερική, εκεί όπου «σπάσαν τα ωά», η συμπεριφορά των Ισπανών και Πορτογάλων ήταν ολότελα διαφορετική εκείνης των γάλλων και αγγλοσαξόνων αποικιοκρατών.
Tο 1916, στο πρώτο πρωτάθλημα της Νότιας Αμερικής, η Ουρουγουάη κέρδισε τη Χιλή 4-0. Την επομένη, η αντιπροσωπεία της Χιλής ζήτησε την ακύρωση του αγώνα, «γιατί η Ουρουγουάη είχε δυο αφρικανούς παίκτες». Επρόκειτο για τον Ισαμπελίνο Γραδίν και τον Χουάν Ντελγάδο. Ο Γραδίν είχε βάλει τα δυο από τα τέσσερα γκολ. O Γραδίν είχε γεννηθεί στο Μοντεβιδέο και οι προπάπποι του ήταν σκλάβοι. Ο κόσμος σηκωνόταν όρθιος όταν τον έβλεπε να ξεχύνεται με εκπληκτική ταχύτητα, ελέγχοντας την μπάλα λες και πήγαινε περίπατο και, ξεγλιστρώντας από τους αντιπάλους του, χωρίς να σταματήσει λεπτό, να φτάνει στο τέρμα. Είχε αθώο πρόσωπο, ήταν ένας τύπος σαν κι αυτούς που, ακόμα κι αν κάνουν τον κακό, δεν τους πιστεύει κανείς.
O Χουάν Ντελγάδο, επίσης δισέγγονος σκλάβων, είχε γεννηθεί στην πόλη Φλορίδα, στην ενδοχώρα της Ουρουγουάης. O Ντελγάδο είχε γίνει πασίγνωστος χορεύοντας με τη σκούπα στα καρναβάλια, και με την μπάλα στα γήπεδα. Την ώρα που έπαιζε, μιλούσε κι εκνεύριζε τους αντιπάλους του. Εκανε αστειάκια: «Πιάσε μου αυτό το τσαμπί» έλεγε, υψώνοντας την μπάλα. Ή στον τερματοφύλακα: «Κάνε εκτίναξη, η άμμος είναι μαλακιά».
Εκείνη την εποχή η Ουρουγουάη ήταν η μόνη χώρα στον κόσμο που είχε μαύρους παίκτες στην εθνική της ομάδα.
Ο Φρίντενραϊχ
Το 1919 η Βραζιλία κέρδισε την Ουρουγουάη με 1-0 και αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής. O κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους του Ρίο ντε Ζανέιρο. Λάβαρο, επικεφαλής της πομπής, ένα λασπωμένο ποδοσφαιρικό παπούτσι, με μια ταμπέλα που έλεγε: Ο glorioso pe de Friedenreich (το δοξασμένο πόδι του Φρίντενραϊχ). Την επομένη, εκείνο το παπούτσι που είχε βάλει το γκολ της νίκης βρέθηκε στη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου στο κέντρο της πόλης. O Αρτούρ Φρίντενραϊχ, γιος ενός Γερμανού και μιας μαύρης πλύστρας, έπαιξε στην πρώτη κατηγορία για είκοσι έξι χρόνια, χωρίς να πάρει ποτέ του δεκάρα. Κανείς δεν έβαλε περισσότερα γκολ από αυτόν στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Έβαλε παραπάνω γκολ και από τον άλλο μεγάλο κανονιέρη, επίσης Βραζιλιάνο, τον Πελέ, o οποίος θεωρείται o μεγαλύτερος σκόρερ του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ο Φρίντενραϊχ έβαλε 1.329 γκολ και ο Πελέ 1.279.
Αυτός ο μιγάς με τα πράσινα μάτια καθιέρωσε το βραζιλιάνικο στυλ ποδοσφαίρου. Αυτός, ή ο διάβολος που είχε χωθεί στα παπούτσια του, έσπασε όλους τους κανόνες του αγγλικού ποδοσφαίρου. Εφερε στο σοβαρό στάδιο των λευκών την αυθάδεια των παιδιών με το σκούρο δέρμα, που διασκέδαζαν στις φτωχογειτονιές κλωτσώντας μια μπάλα από κουρέλια. Ετσι γεννήθηκε ένα στυλ ανοιχτό στη φαντασία, που προτιμά την ευχαρίστηση από το αποτέλεσμα. Από τον Φρίντενραϊχ και μετά, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, το πραγματικά βραζιλιάνικο, δεν έχει ορθές γωνίες, όπως δεν έχουν και τα βουνά του Ρίο ντε Τζανέιρο ή τα κτίρια του Οσκαρ Νιμάγερ.
Από τον ακρωτηριασμό
στην ολοκλήρωση
Το 1921, το Κόπα Αμέρικα θα διεξαγόταν στο Μπουένος Αϊρες. O πρόεδρος της Βραζιλίας, o Επιτάσιο Πεσόα, εξέδωσε τότε ένα διάταγμα λευκότητας: απαγόρευσε να συμμετέχουν στην αποστολή έγχρωμοι παίκτες, για λόγους πατριωτικού κύρους. Από τα τρία ματς που έδωσε η ομάδα των λευκών, έχασε τα δύο. Στο πρωτάθλημα εκείνο δεν έπαιξε o Φρίντενραϊχ. Τότε, ήταν αδύνατον να είσαι μαύρος στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, κι αν ήσουν μιγάς, τα πράγματα ήταν πολύπλοκα: o Φρίντενραϊχ κατέφθανε πάντα καθυστερημένος στον αγωνιστικό χώρο, γιατί επί μισή ώρα σιδέρωνε τα μαλλιά του στα αποδυτήρια, και ο μοναδικός μιγάς της Φλουμινένσε, ο Κάρλος Αλμπέρτο, άσπριζε το πρόσωπό του με πούδρα ρυζιού.
Αργότερα, σε πείσμα των κατόχων της εξουσίας, και όχι χάρη σε αυτούς, τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Με τον καιρό, το παλιό ποδόσφαιρο, το ακρωτηριασμένο από τον ρατσισμό, μπόρεσε να ξεδιπλώσει όλο το μεγαλείο της πολυχρωμίας του. Υστερα από τόσα χρόνια, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές της Βραζιλίας υπήρξαν μαύροι ή μιγάδες, από τον Φρίντενραϊχ μέχρι τον Ρομάριο, περνώντας από τον Ντομίνγκος ντα Γκία, τον Λεόνιντας, τον Ζιζίνιο, τον Γκαρίντσα, τον Ντιντί και τον Πελέ. Ολοι τους ήταν παιδιά της φτώχειας, και ορισμένοι επέστρεψαν σ’ αυτήν. Αντίθετα, κανένας μαύρος ή μιγάς δεν διέπρεψε σε αυτοκινητιστικούς αγώνες, γιατί, όπως και το τένις, το σπορ της πίστας απαιτεί χρήμα.
Στην κοινωνική πυραμίδα του κόσμου, οι μαύροι είναι κάτω και οι λευκοί πάνω. Στη Βραζιλία το αποκαλούν φυλετική δημοκρατία, όμως η αλήθεια είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι από τους λίγους σχετικά δημοκρατικούς χώρους όπου οι άνθρωποι με σκούρα επιδερμίδα μπορούν να συναγωνιστούν επί ίσοις όροις. Μέχρις ενός σημείου, βέβαια, γιατί ακόμα και στο ποδόσφαιρο μερικοί είναι περισσότερο ή λιγότερο ίσοι από άλλους. Παρότι έχουν τα ίδια δικαιώματα, ποτέ δεν αγωνίζονται υπό τις ίδιες συνθήκες ένας πεινασμένος αθλητής και ένας χορτάτος. Τουλάχιστον όμως στο ποδόσφαιρο, το φτωχόπαιδο, συνήθως μαύρο ή μιγάς, που το μοναδικό του παιχνίδι είναι η μπάλα, έχει τη δυνατότητα να ανέβει κοινωνικά: η μπάλα είναι το μόνο μαγικό ραβδί στο οποίο μπορεί να πιστέψει.
Ισως του δώσει να φάει, ίσως τον κάνει ήρωα, γιατί όχι και θεό. Η μιζέρια τον εξασκεί για το ποδόσφαιρο ή για την παρανομία. Από τη μέρα που θα γεννηθεί, το παιδί αυτό θα πρέπει να μετατρέψει το φυσικό του μειονέκτημα σε όπλο, και γρήγορα μαθαίνει να υπερπηδά τους κανόνες της τάξης, που του αρνούνται μια θέση. Μαθαίνει v’ ανακαλύπτει τις παρεκκλίσεις κάθε διαδρομής και γίνεται άσος στην τέχνη της προσποίησης, του αιφνιδιασμού, της απρόοπτης εμφάνισης, της αντιμετώπισης του εχθρού μ’ ένα λύγισμα της μέσης, ή οποιασδήποτε άλλης μελωδίας από το εγχειρίδιο της παραπλάνησης.