Πολύς θόρυβος δημιουργήθηκε την περασμένη εβδομάδα με αφορμή μια ατάκα που είπε ο Πρωθυπουργός στη διάρκεια της συζήτησής του με τον Πασκάλ Μπρικνέρ για την «τυραννία της μειοψηφίας». Του αποδόθηκε συγκεκριμένα μια μεγαλοπρεπής κυβίστηση: όταν ήθελε να περάσει τον νόμο για τους γάμους των ομοφύλων μιλούσε για την «τυραννία της πλειοψηφίας» (συζήτηση με τον Γιώργο Καπουτζίδη, 13/3/2024), ενώ τώρα που στρέφεται προς τα δεξιά υπό την πίεση των «τραμπικών» της Νέας Δημοκρατίας λέει ακριβώς το αντίθετο. «Ο Πρωθυπουργός βρίσκεται σε πανικό», είπε ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Στην πραγματικότητα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπεσε θύμα μιας μεγάλης παρεξήγησης. Ισως φταίει ο τρόπος που εκφράστηκε. Ισως φταίει ο συνομιλητής του, που μιλούσε για ένα θέμα υπαρκτό στην Αμερική, αλλά ανύπαρκτο στην Ελλάδα, την περίφημη «woke κουλτούρα» και τις υπερβολές της. Ισως φταίει και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος που, όταν ρωτήθηκε πρόσφατα αν η νίκη του Τραμπ ήταν ήττα της woke ιδεολογίας, κατέφυγε σε έναν μυστηριώδη χρησμό, λέγοντας ότι «έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, το οποίο θύμωσε ένα μέρος του κόσμου».
Αλλά ο Πρωθυπουργός δεν είχε τέτοια πράγματα στο μυαλό του. Για τη θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφύλων είναι προφανώς υπερήφανος (πρόκειται άλλωστε για ένα από τα λίγα συγκεκριμένα επιτεύγματα της κυβέρνησής του) και, ως γνήσιος φιλελεύθερος, εξακολουθεί να πιστεύει ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπαίνουν σε δημοψηφισματικές πολιτικές». Oταν μίλησε για την «τυραννία της μειοψηφίας», εννοούσε ότι δεν θα ανεχθεί εκείνους που νομίζουν πως μπορούν να επιβάλουν με το έτσι θέλω τις οπισθοδρομικές και αντιδραστικές τους απόψεις είτε για κοινωνικά είτε, πολύ περισσότερο, για εθνικά ζητήματα.
Στον Σαμαρά αναφερόταν ο Μητσοτάκης, ελπίζοντας ότι έστω και την ύστατη ώρα θα έπαιρνε το μήνυμα. Δεν το πήρε ο αψύς Μεσσήνιος και δικαιολογημένα διεγράφη.