Ανάκαμψη ή στασιμότητα; Η παγκόσμια αγορά τέχνης στην εποχή μετά την πανδημία

Προβληματισμός επικρατεί στην παγκόσμια αγορά τέχνης, καθώς τα αποτέλεσμα της εξαμηνιαίας έκθεσης με την υπογραφή της εταιρείας έρευνας και ανάλυσης του συγκεκριμένου οικονομικού κλάδου Art Tactic, επιβεβαιώνουν με στοιχεία την αίσθηση που υπήρχε διάχυτη: ότι οι πωλήσεις εξακολουθούν να μην έχουν φτάσει στα προ πανδημίας επίπεδα. Και παρά μια τάση σταθεροποίησης που φαίνεται να διαμορφώνεται, ύστερα από δύο χρόνια πτώσης, οι προκλήσεις παραμένουν.

Τα στοιχεία, βάσει της μελέτης που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη, οι πωλήσεις στις δημοπρασίες μειώθηκαν κατά 6% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, φτάνοντας τα 4 δισ. δολάρια. Πιο συγκεκριμένα οι πωλήσεις στον βασικό τομέα της τέχνης μειώθηκαν κατά 10%, από 3,2 δισ. δολάρια το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε 2,9 δισ. φέτος – σχεδόν το μισό από το αντίστοιχο ποσό του 2022 που ήταν 5,7 δισ. δολάρια.

Ο οίκος Christie’ s είχε το υψηλότερο μερίδιο αγοράς και εμφάνισε το πιο σταθερό σύνολο (2 δισ. έναντι 2,1 δισ. δολάρια πέρυσι), γεγονός που οφείλεται στις πωλήσεις κοσμημάτων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 25% σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα 262 εκατ. δολάρια. Αν και δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ότι και στον τομέα της τέχνης είχε καλές επιδόσεις, αφού πούλησε επίσης το ακριβότερο έργο της περιόδου – ένα χαρακτηριστικό, μινιμαλιστικό έργο του Πιέτ Μοντριάν, έναντι 47,6 εκατ. δολαρίων.

Οι Sotheby’ s, είδαν τις πωλήσεις τους να μειώνονται κατά 9% στα 1,65 δισ. δολάρια, με την κατηγορία αθλητικών αναμνηστικών να αυξάνεται κατακόρυφα – κατά 189% (σύνολο 28 εκατ. δολάρια).

Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφηκε στον οίκο Phillips, όπου οι συνολικές πωλήσεις μειώθηκαν κατά 14%. Περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των 318 εκατ. δολαρίων προήλθε από ρολόγια, τομέας στον οποίο ο οίκος δημοπρασιών παραμένει ηγέτιδα δύναμη διατηρώντας το 35,5% της αγοράς.

Ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την έκθεση είναι η αύξηση που σημειώθηκε στην αγορά έργων των Μεγάλων Δασκάλων, που είχε παραμείνει στάσιμη για καιρό. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 η πορεία ήταν ανοδική με την αύξηση να φτάνει το 36%.

Η Νέα Υόρκη διατηρεί το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς με 62%, αν και οι πωλήσεις εντός της συγκεκριμένης πολιτείας μειώθηκαν κατά 31%. Το Λονδίνο αύξησε το μερίδιό του στο 21%, ενώ το Παρίσι παρουσίασε αύξηση 12,2% στις πωλήσεις.

Ανάλογα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα για την υπόλοιπη αγορά, όπως οι γκαλερί, αλλά οι ανεπίσημες ενδείξεις δείχνουν ότι η ευρύτερη βιομηχανία αναθεωρεί τις προσεγγίσεις της σε δύσκολους καιρούς. Δεν είναι τυχαίο ότι εκθέσεις, όπως η επιμελημένη λονδρέζικη φουάρ Eye of the Collector, αναβάλλονται και ότι μεγάλες αίθουσες τέχνης κατεβάζουν ρολά, με χαρακτηριστικότερη την απόφαση του Τιμ Μπλουμ – οι γκαλερί του οποίου σε Λος Αντζελες και Τόκιο εκπροσωπούσαν καλλιτέχνες όπως ο Τακάσι Μουρακάμι και ο Γιοσιμότο Νάρα – να κλείσει την επιχείρησή του ύστερα από 30 χρόνια, θεωρώντας πως δεν είναι πλέον βιώσιμο το συγκεκριμένο μοντέλο.

«Βιομοριακό προφίλ» κατά της πλαστογραφίας

Ενα νέο όπλο στη μάχη κατά της πλαστογραφίας ρίχνει η επιστήμη επιχειρώντας με τον τρόπο αυτό να βάλει τέλος στην αμφιβολία σχετικά με τη γνησιότητα των έργων τέχνης: εκείνο των βιολογικών αποτυπωμάτων. Επιστήμονες που συνεργάζονται με το μη κερδοσκοπικό Leonardo da Vinci DNA Project αναπτύσσουν μεθόδους μη επεμβατικής ανάλυσης των έργων τέχνης με στόχο τη δημιουργία ενός «βιομοριακού προφίλ» που να ταυτοποιεί τον καλλιτέχνη. Το προφίλ αυτό περιλαμβάνει βιολογικά κατάλοιπα οργανισμών που μπορούν να εντοπισθούν σε σχεδόν οποιοδήποτε αντικείμενο αφήνοντας μια χαρακτηριστική «υπογραφή». Σε ένα έργο τέχνης, τέτοια βιολογικά στοιχεία μπορεί να προέρχονται από ανθρώπους που το κρατούσαν ή βρίσκονταν κοντά του, καθώς και από ζώα, έντομα, βακτήρια και άλλους οργανισμούς που υπήρχαν στον ίδιο χώρο που βρίσκεται το έργο. Μπορεί να ανιχνεύσει κάποιος και αποτυπώματα DNA του ίδιου του καλλιτέχνη. Εάν ο καλλιτέχνης είναι εν ζωή (ή οι συγγενείς του), μπορούν να παρέχουν δείγματα DNA. Για τους καλλιτέχνες που δεν ζουν, απαιτείται ανάλυση πολλών έργων και άλλων αντικειμένων που τους ανήκαν έως ότου διαπιστωθεί αντιστοιχία. Δεν είναι όμως πάντα εφικτό να φτάσουν σε ένα ασφαλές αποτέλεσμα διότι παλιά έργα που πέρασαν από πολλά χέρια, εκτέθηκαν σε στοιχεία της φύσης ή καθαρίστηκαν εξονυχιστικά μπορεί να μην παρέχουν επαρκή δείγματα DNA. Αντίστροφα λειτουργεί η διαδικασία για τον εντοπισμό έργων πλαστογράφων. Δημιουργείται μια βάση δεδομένων με «βιομοριακά» προφίλ γνωστών πλαστογράφων, ώστε να εντοπίζονται με ασφάλεια τα πλαστά. Η νέα αυτή μέθοδος σε συνδυασμό με τις ήδη υπάρχουσες, όπως η εξέταση της προέλευσης, δηλαδή της ιστορίας ιδιοκτησίας του έργου και της οπτικής ανάλυσης από ειδικούς, που μπορούν να εξετάσουν τις πινελιές και το στυλ, μπορούν να δώσουν σαφώς πολύ πιο ασφαλή αποτελέσματα. Αν δε σε αυτές προστεθούν οι επιστημονικές αναλύσεις των χρωστικών ουσιών και η χρονολόγηση με άνθρακα των χρωμάτων και του καμβά (ή χρονολόγηση του ξύλου) μπορεί να δώσουν επιπλέον ενδείξεις για την αυθεντικότητα ή την έλλειψή της. Πιο πρόσφατα, χρησιμοποιούνται και οι δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης η οποία επεξεργάζεται τεράστια ποσά δεδομένων για να αναλύει τα έργα τέχνης, αναζητώντας την αλήθεια στις λεπτομέρειες.