Η συνάντηση στη Νέα Υόρκη – μία ευκαιρία για την Κύπρο;

Η προγραμματισμένη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δεν συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των προηγουμένων συναντήσεων κορυφής. Η διαπίστωση αυτή ίσως είναι η καλύτερη απόδειξη της εμπεδώσεως της υφέσεως στις διμερείς σχέσεις. Οπως ήταν αναμενόμενο, η θερινή περίοδος πέρασε χωρίς σοβαρές αναταράξεις, αν και η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία και τη Γάζα συνέβαλε στην αύξηση της περιφερειακής ασταθείας. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί και η επαναπροσέγγιση Αιγύπτου και Τουρκίας, η οποία μπορεί να επαναπροσδιορίσει μια σειρά διεθνών και περιφερειακών διενέξεων οι οποίες άπτονται και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ενώ η συνάντηση αναμένεται να επιβεβαιώσει τη σύγκληση του Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας τον προσεχή Δεκέμβριο στην Αγκυρα, υπάρχει μια σειρά κρισίμων ζητημάτων στα οποία η συνάντηση μπορεί να χρησιμεύσει.

Το πρώτο είναι το Μεταναστευτικό, ένα πρόβλημα που έχει εξελιχθεί σε χαίνουσα πληγή στο εσωτερικό μέτωπο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Ο ρόλος του Μεταναστευτικού στην εξασθένηση της δημοτικότητος του προέδρου της Τουρκίας αλλά και του κυβερνητικού συνασπισμού δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί στην Ελλάδα, όπως επίσης και οι ανησυχίες ότι η εξαγγελθείσα σκλήρυνση της πολιτικής του Ιράν έναντι των εκατομμυρίων μεταναστών που εγκαταβιούν εκεί μπορεί να οδηγήσει σε δραματική αύξηση των αφίξεων σε τουρκικό έδαφος. Η καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης αλλά και συνεργασίας σε επιτελικό επίπεδο μπορεί να απαλύνει ένα πρόβλημα η διαχείριση του οποίου θα απασχολεί για καιρό και τις δύο χώρες.

Το δεύτερο είναι το Κυπριακό. Ο ορισμός της ειδικής απεσταλμένης του γενικού γραμματέως του ΟΗΕ Μαρία Ανχελα Ολγκιν Κουεγιάρ είχε σκοπό τη διερεύνηση της πιθανότητος επανενάρξεως των συνομιλιών που διεκόπησαν τον Ιούλιο του 2017. Ενώ τα αποτελέσματα υπήρξαν μάλλον πενιχρά, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητος για την επανέναρξη των συνομιλιών παραμένει ισχυρό. Η εμπειρία της Ουκρανίας αλλά και της Γάζας διδάσκει ότι η αμεριμνησία έναντι διεθνών διενέξεων, στις οποίες το στάτους κβο δείχνει σταθερό και προβλέψιμο, είναι πολύ επικίνδυνη. Μπορεί η τουρκοκυπριακή ηγεσία υπό τον Ερσίν Τατάρ να έχει υψώσει τον πήχυ της αδιαλλαξίας σε πρωτοφανή επίπεδα, ωστόσο είναι τοις πάσιν γνωστόν ότι το πολιτικό βεληνεκές του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων δεν του επιτρέπει να αποτρέψει ή και να αντιδράσει σε μια τουρκική πρωτοβουλία επανενάρξεως των συνομιλιών. Από τη μία η πρόθεση της Τουρκίας να αναπτύξει στενότερες σχέσεις με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών λόγω της σαφώς πιο επικριτικής στάσεως του ΟΗΕ προς το Ισραήλ σε σχέση με την πλειονότητα των δυτικών κρατών προσφέρει μάλλον ασυνήθιστη διαπραγματευτική ισχύ στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.

Από την άλλη η επαναπροσέγγιση Αιγύπτου και Τουρκίας προσφέρει την ευκαιρία επανεξετάσεως διμερών και περιφερειακών διαφορών στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες επηρεάζουν εμμέσως ή αμέσως και το Κυπριακό. Η μείωση του στρατηγικού περιφερειακού κινδύνου αυξάνει την πιθανότητα υλοποιήσεως περιφερειακών έργων τα οποία συνδέουν τις χώρες της περιοχής επ’ αμοιβαία ωφελεία. Για αυτό και η επίλυση του Κυπριακού αποκτά μεγαλύτερη σημασία τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Τουρκία.

Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ