Συνάντηση συντήρησης (επισφαλών;) κεκτημένων

Η επικείμενη για πολλοστή φορά από την έναρξη της ελληνοτουρκικής προσέγγισης τον Φεβρουάριο 2023 συνάντηση του έλληνα Πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο στο περιθώριο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη δεν κρύβει εκπλήξεις. Δεν αποτελεί επίσης ούτε και «παράθυρο ευκαιρίας» – όπως διάφορα «επίσημα χείλη» επιμένουν να υποστηρίζουν – για επίλυση των υφιστάμενων διαφορών μεταξύ των δύο γειτόνων, η αντιπαράθεση των οποίων συμπληρώνει φέτος μισό αιώνα ζωής. Η διατήρηση του κλίματος ύφεσης και η εξασφάλιση ενός σταθερού περιβάλλοντος απαλλαγμένου από πιθανές κρίσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε θερμό επεισόδιο ή ακόμα και σε σύγκρουση στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο εξακολουθούν να αποτελούν κοινό βραχυπρόθεσμο στόχο και των δύο πλευρών.

Από την πλευρά της η Τουρκία ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει ότι η επίτευξη των μεγαλεπήβολων στόχων της που υπερβαίνουν τόσο θεματικά όσο και γεωγραφικά την αντιπαράθεσή της με την Ελλάδα και οι οποίοι ήδη περιορίζονται τόσο από εσωτερικά (οικονομικής και πολιτικής φύσης) προβλήματα όσο και από την όλο και μεγαλύτερη εξάρτησή της από τη Ρωσία, θα συμβεί χωρίς τις περισπάσεις που μπορεί να δημιουργήσουν οι – προσώρας ελεγχόμενες αλλά πάντα «δύσκολες» και για αυτό δυνητικά απρόβλεπτες – ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Παράλληλα η επίτευξη διαμεσολαβητικού ρόλου στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή επέβαλε την επαναπροσέγγισή της με συγκεκριμένες αραβικές χώρες καθώς και την πρόσφατη συμφωνία συνεργασίας της με την Αίγυπτο, χωρίς όμως η συμφωνία αυτή να διαταράξει την ελληνοτουρκική ύφεση. Οι εξελίξεις αυτές δεν απέτρεψαν βεβαίως τον τούρκο πρόεδρο από την επαναφορά κατά τους τελευταίους δέκα μήνες διαφόρων πάγιων μεν, παράνομων δε αιτιάσεων της Τουρκίας «ταλαιπωρώντας» έτσι την ούτως ή άλλως εύθραυστη «Διακήρυξη των Αθηνών». Στην ελληνική πλευρά, οι πιέσεις των διαφωνούντων εντός της κυβερνητικής παράταξης και οι προτροπές τους για εγκατάλειψη ή τροποποίηση των «προωθημένων» θέσεων που ο έλληνας Πρωθυπουργός έδειξε διατεθειμένος από την ελληνοτουρκική επαναπροσέγγιση και εντεύθεν να υιοθετήσει, φαίνεται να επιτυγχάνουν τον στόχο τους περιορίζοντας τις επιλογές της ελληνικής πλευράς στη διαδικασία συντήρησης του κεκτημένου – αν και με προβλήματα και παρεκκλίσεις – κλίματος ύφεσης. Συνακόλουθα, η όποια πρόοδος στις σχέσεις των δύο χωρών θα συνεχίσει να αφορά τη διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση δύο συγκεκριμένων θεσμικών διαδικασιών, δηλαδή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και της διμερούς Θετικής Ατζέντας, που μέχρι τώρα υποστηρίζουν και τα δύο μέρη. Καμία όμως πρόοδος ούτε έχει υπάρξει ούτε διαφαίνεται στον ορίζοντα σε σχέση με τη συμφωνημένη διαδικασία του Πολιτικού Διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αντικείμενο του οποίου παραμένουν τα ζητήματα «υψηλής πολιτικής» και οι μεγάλες διαφορές στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, για τις οποίες οι δύο χώρες εξακολουθούν να διαφωνούν τόσο όσον αφορά το περιεχόμενό τους όσο και την ακολουθητέα μέθοδο για την επίλυσή τους.

Η διαδικασία προσέγγισης με την Τουρκία είναι αναμφίβολα χρήσιμη. Εάν όμως καταστεί αυτοσκοπός για την Ελλάδα, δημιουργεί επισφαλή κεκτημένα που εύκολα ανατρέπονται. Και τούτο διότι οι διαφορές δεν μπορούν να «παγώσουν» στον χρόνο αλλά είναι βέβαιο ότι θα επανέλθουν κατά κανόνα από εκείνον που έχει αναθεωρητικές βλέψεις. Χρησιμότερος συνεπώς από τη χρήσιμη και προβλέψιμη συνάντηση στη Νέα Υόρκη ο σχεδιασμός και κυρίως οι αποφάσεις για το μετά τη συνάντηση λιγότερο προβλεπτό μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ