Η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, με όρους απαισιοδοξίας συνήθως και, συχνά, απαξίωσης: Μπορεί να ξαναμπεί στο σωληνάριο η χυμένη οδοντόκρεμα; Μπορεί να αναστηθεί το ΠΑΣΟΚ που, από κυρίαρχο κόμμα της Μεταπολίτευσης, βρέθηκε κάποτε να δίνει μάχη κοινοβουλευτικής επιβίωσης και έγινε τίτλος σε πολιτικές αναλύσεις, όπου γης, περί παρακμής της Κεντροαριστεράς – «pasokification»; Μέχρι πρόσφατα, οι απαντήσεις ήταν, γενικά, αρνητικές. Θεωρώντας δεδομένο ότι ο μεγάλος δικομματισμός της Μεταπολίτευσης έχει αντικατασταθεί από έναν νέο, μικρό δικομματισμό, στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη θέση που είχε το ΠΑΣΟΚ στην προηγούμενη εποχή, οι περισσότερες αναλύσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, αν επιβιώσει, απομένει ένας ρόλος συμπληρωματικός. Στην καλύτερη περίπτωση, να γίνει αυτό που ήταν, για δεκαετίες, ο Γκένσερ στη Γερμανία – ο αναγκαίος εταίρος ενός από τους δύο μεγάλους.
Οι αναλύσεις αποδείχθηκαν βιαστικές. Ο μικρός δικομματισμός σκόνταψε στην πρώτη δύσκολη στροφή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού σπατάλησε όσες ευκαιρίες του δόθηκαν να γράψει για τον εαυτό του έναν νέο ρόλο πρωταγωνιστή στο πολιτικό σενάριο της νέας εποχής, μετά τη χρεοκοπία, αποσύρεται με θόρυβο στα παρασκήνια. Και το ΠΑΣΟΚ – το λέν’ τα αηδόνια στα κλαριά και οι πέρδικες στα πλάγια, το λένε και οι δημοσκοπήσεις – επιστρέφει. Δημιούργησε για τον εαυτό του μια ευκαιρία. Το ερώτημα είναι τι θα την κάνει.
Οι ενθουσιώδεις οπαδοί, ενθαρρυμένοι και από το πολυσυζητημένο debate, όπου για πρώτη φορά εδώ και 15 χρόνια το ΠΑΣΟΚ έχτισε μια θετική δημοσιότητα γύρω από τον εαυτό του, ονειρεύονται, ίσως, ήδη μια ανάσταση του παλιού δικομματισμού, όπου το ΠΑΣΟΚ «θα κοιτάει στα μάτια τη ΝΔ». Και θα διεκδικεί αυτοδυναμία. Οι απέναντι, πλέκουν ένα διαφορετικό, «ρεαλιστικό» αφήγημα. Πως για το ορατό μέλλον η Ελλάδα θα ζήσει με ένα σύστημα «κυρίαρχου κόμματος», για πρώτη μάλλον φορά στην ιστορία της. Και πως σε αυτό το περιβάλλον, το κυρίαρχο κόμμα, όταν αντιμετωπίζει τις συνέπειες της αναπόφευκτης διάψευσης των προσδοκιών, όταν φθείρεται και περνά κάτω από τον πήχη της αυτοδυναμίας, θα υποχρεώνεται να επιλέξει σύμμαχο. Για να μην καταφύγει, λοιπόν, σε μια Ακροδεξιά, που τώρα υποδύεται την αντι-συστημική, αλλά η εμπειρία βεβαιώνει ότι είναι πάντα έτοιμη να ανταλλάξει τον λαϊκισμό της με ένα μερίδιο στην εξουσία, θα πρέπει να έχει στα αριστερά της έναν αξιοπρεπή και αρκετά (μα όχι υπερβολικά) ισχυρό εταίρο. Ο οποίος θα είναι γενετικά προγραμματισμένος να συναινεί σε ένα πλαίσιο φιλελεύθερου ευρωπαϊσμού. Ιδού ρόλος για το ΠΑΣΟΚ!
Αρκεί, όμως, να ρίξει κανείς μια προσεκτική ματιά στα όχι προφανή των δημοσκοπήσεων για να διαπιστώσει πως ζούμε ένα «decoupling», μια αποσύνδεση εκλογικού σώματος και πολιτικού συστήματος, εκπροσώπων και εκπροσωπούμενων, που τροφοδοτεί όλο και πιο φυγόκεντρες δυνάμεις. Σε αυτό το περιβάλλον, τόσο το ένα όσο και το άλλο σενάριο, τόσο το «καλό» όσο και το «μίζερο», τόσο το σενάριο του θαύματος, της ανάστασης του δικομματισμού, όσο και εκείνο της ενσωμάτωσης της Κεντροαριστεράς ως ελάσσονος συστημικού εταίρου, δεν μοιάζουν πολύ πειστικά. Η ευστάθεια του συστήματος, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, θα ήταν εξαιρετικά προβληματική.
Οταν (Metron analysis) ένα 66% βαθμολογεί αρνητικά την κυβέρνηση και ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ βαθμολογείται αρνητικά από το 73% και ο ΣΥΡΙΖΑ από το 90%, κι όταν ένας στους τέσσερις που δέχονται να πάρουν μέρος στη δημοσκόπηση δεν δίνει την ψήφο του σε κανένα από τα δέκα κόμματα της μέτρησης, είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά. Κι ότι τα πολιτικά σενάρια που πλάθονται με όρους περασμένων δεκαετιών δύσκολα θα άντεχαν στη δοκιμασία του μέλλοντος. Στον πολωμένο δικομματισμό που κάποτε γνωρίσαμε είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψουμε (και δεν θα έπρεπε, άλλωστε). Και το σύστημα κυρίαρχου κόμματος, στις δικές μας συνθήκες, δύσκολα θα μπορούσε να μακροημερεύσει.
Δεν είναι ελληνικό το πρόβλημα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει μια ιθαγενή παραλλαγή της διεθνούς δοκιμασίας, που περνάνε όλες οι δυτικές δημοκρατίες. Που μεταφράζεται σε μια κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία βαθαίνει. Και βαθαίνει περισσότερο σε μια χώρα που υπέστη μια καθίζηση ανάλογη του μεγάλου κραχ της δεκαετίας του ’30, που δεν έχει ακόμη επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ευημερίας της, όπου οι ανισότητες στη μετά την κρίση εποχή υπερβαίνουν τα προ κρίσης επίπεδα. Και που χρειάζεται μια συστηματική προσπάθεια 20 χρόνων – τόσα τα υπολόγισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος – ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων, για να φθάσει το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πρέπει να μάθουμε, προφανώς, να σκεφτόμαστε το μέλλον εκτός δεδομένου πλαισίου. Συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού μέλλοντος. Πρέπει να μάθουμε να μιλάμε – οι πολιτικοί αλλά και εμείς που τους παρακολουθούμε και επιχειρούμε να τους αναλύουμε – μια καινούργια γλώσσα. Και αυτό, πέρα από το εφήμερο παιχνίδι των εσωκομματικών αναμετρήσεων και των δημοσκοπικών συσχετισμών, απαιτεί κάτι που τα ελληνικά πολιτικά κόμματα έχουν ξεχάσει να κάνουν. Μια επιστροφή στο πεδίο των ιδεών. Στον ρόλο των κομμάτων, όπως μια παλιά εποχή λέγαμε ρομαντικά, ως «συλλογικών διανοουμένων», που δεν είναι απλοί μηχανισμοί συλλογής ψήφων και αναδιανομής ισχύος. Η Αριστερά παραιτήθηκε από τον ρόλο αυτό, όταν ανέβηκε στο άρμα του αντι-μνημονιακού λαϊκισμού για να εκπορθήσει την εξουσία. Θα χρειαστεί χρόνο και κόπο για να επανέλθει, ακόμη κι αν το θελήσει. Θα μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει έναν τέτοιο ρόλο, να ανακαλύψει πρώτο και να μιλήσει τη νέα γλώσσα της πολιτικής, να γίνει πρωταγωνιστής μιας νέας συναίνεσης, διαφορετικής από εκείνη, τη σχεδόν ανομολόγητη της Μεταπολίτευσης, για τη σύνταξη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου; Ισως ακούγεται παραδοξολογία, αλλά αυτό είναι, στα μάτια μου, το κριτήριο και για την επιλογή της ηγεσίας του.