Η εύπεπτη νέα Δεξιά

Η ιστορική εμπειρία και οι διαχρονικές έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς αποδίδουν και συνδέουν σε μεγάλο βαθμό την άνοδο των εθνικολαϊκιστικών και ακροδεξιών κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη με περιόδους βαθιάς οικονομικής ύφεσης, εκτίναξης της ανεργίας και γενικότερης πολιτικής δυσαρέσκειας και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος. Μια τέτοια περίοδο βίωσε πολύ έντονα η χώρα κατά την προηγούμενη δεκαετία με αποτέλεσμα την εκτίναξη και εγκαθίδρυση στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα της πιο ακραίας έκφραση της εξτρεμιστικής Δεξιάς με την περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Η εμπειρία υπήρξε οδυνηρή και τραυματική για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, η οποία στην πλειονότητά της επέδειξε αντανακλαστικά και τοποθέτησε στο περιθώριο τους θιασώτες του νεοναζισμού στην Ελλάδα.

Οσα αποθέματα απαισιοδοξίας και αν επιστρατεύσει κανείς είναι δύσκολο να ισχυριστεί ότι η χώρα σήμερα βρίσκεται σε αντίστοιχη οικονομική κατάσταση. Η συνεχιζόμενη ακρίβεια προφανώς και ασκεί έντονες πιέσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, ωστόσο το συνολικό οικονομικό κλίμα πόρρω απέχει από την καταστροφική μνημονιακή δεκαετία. Τι είναι αυτό επομένως που δημιουργεί συνθήκες πολιτικής ευκαιρίας που αυξάνουν τη ζήτηση στον χώρο δεξιότερα της ΝΔ;

Οι πολιτικοί φορείς που βρίσκονται στα δεξιά της είδαν αύξηση του ποσοστού τους στις ευρωεκλογές και συνεχίζουν να καταγράφουν αξιοσημείωτες δημοσκοπικές επιδόσεις. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αφορά τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και συνδέεται με:

α) το συνεχιζόμενο αντιμεταναστευτ κό ρεύμα που βρίσκεται ξανά σε έξαρση

β) επιλογές της ελληνικής Κεντροδεξιάς που ενόχλησαν το συντηρητικό της ακροατήριο

γ) την άνοδο της αντισυστημικής ψήφου που προκαλεί η διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων

δ) την υιοθέτηση και ανάδειξη της woke ατζέντας από τους επίσημους φορείς εξουσίας (media, κυβερνήσεις) ως mainstream

δ) την υποχώρηση του αριστερού λαϊκισμού που απορροφούσε μέρος αυτών των αντιδράσεων και

ε) τον μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών κομμάτων της Ακροδεξιάς σε πιο εύπεπτα, κοινοβουλευτικά οριοθετημένα και απαλλαγμένα από πολιτικές εξαλλοσύνες και εξτρεμισμούς σχήματα που υποβαθμίζουν τον αντιδραστικό τους χαρακτήρα υπερτονίζοντας την ευθυγράμμισή τους με τις καθημερινές ανησυχίες, φόβους και προβληματισμούς των πολιτών.

Μετατρέπονται επομένως σε υποδοχείς της λαϊκής δυσαρέσκειας δίνοντας τη δυνατότητα σε ένα κομμάτι μετριοπαθέστερων ψηφοφόρων του εκλογικού σώματος να κάνουν την υπέρβαση χωρίς τον κίνδυνο να στιγματιστούν ως ακροδεξιοί. Πρόκειται για τη στρατηγική που ακολουθεί πιστά η Μαρί Λεπέν από τότε που ανέλαβε την ηγεσία του γαλλικού Εθνικού Μετώπου και αντιλήφθηκε ότι ο χαρακτήρας του κόμματός της φόβιζε τους ψηφοφόρους.

Επιπλέον ειδικά για τον κ. Βελόπουλο που φαίνεται να σταθεροποιείται κοντά σε διψήφια ποσοστά, η άνοδός του έχει αρκετές ομοιότητες με τον τρόπο που ο ΛΑΟΣ και ο κ. Καρατζαφέρης είχαν καταφέρει μέσω της τηλεοπτικής υπερέκθεσης και της πληθωρικής του παρουσίας να εγκαθιδρυθούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Η αβεβαιότητα που προκαλούν ζητήματα όπως το Μεταναστευτικό και η οικονομική ανασφάλεια συντηρητικοποιούν τους πληθυσμούς που στρέφονται προς την εθνική θεώρηση των πραγμάτων ως μία αίσθηση περισσότερο οικία, βολική και προστατευτική. Στον αντίποδα η υπερεθνική και συμπεριληπτική ατζέντα της ΕΕ αποξενώνει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, λειτουργεί απωθητικά και δεν καταφέρνει να δώσει πειστικές και εύληπτες απαντήσεις. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Μπορούν τα κόμματα αυτού του χώρου να περιορίσουν τις προσωπικές φιλοδοξίες των ηγεσιών τους και να προχωρήσουν στον σχηματισμό ενός ενιαίου λαϊκού δεξιού μετώπου; Σε αυτή την περίπτωση η ελληνική Κεντροδεξιά θα πρέπει να ανησυχήσει πραγματικά.

Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής Ερευνών GPO