Είμαι παιδί παιδιού της Κατοχής. Που σημαίνει ότι μεγάλωσα με κατοχικές ιστορίες. Συμπεριλαμβανομένης και της απειλής ότι, αν δεν φάω όλο μου το φαγητό, θα ξαναγίνει Κατοχή και δεν θα έχω τίποτα να φάω, θα τρέφομαι με λαχανίδες και, στην καλύτερη, καμιά μπομπότα που ανάθεμα κι αν, τότε, ήξερα τι είναι. Και θυμάμαι να καταπίνω το φαγητό μου αναρωτώμενη πώς είναι δυνατόν η παγκόσμια ειρήνη να εξαρτάται από τον ουρανίσκο μου. Επίσης, το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, η Κάνδανος δεν είναι για μένα απλώς τοπωνύμια. Είναι τόποι μαρτυρίου και αυτοθυσίας, σκηνικά του απόλυτου κακού, βαθιές πληγές στο σώμα της Ιστορίας μας. Χρειάστηκε καιρός για να μπορέσω να διαβάσω μέχρι τέλους διηγήσεις για τις θηριωδίες των Γερμανών, για τον σαδισμό των στρατιωτών απέναντι στα πεινασμένα και εξαθλιωμένα παιδιά των πόλεων, ακόμη και πριν από λίγες μέρες που είδα την πολύ καλή ταινία «Καλάβρυτα 1943», το στομάχι μου δέθηκε κόμπος.
Μπορούμε όμως να «διαβάζουμε» την Ιστορία συνεπαρμένοι από το συναίσθημα θα αναρωτηθεί κάποιος. Κατά τη γνώμη μου, βεβαίως και μπορούμε ειδικά όταν οι άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με την πιο αποτρόπαια εκδοχή της – όπως ο Αργύρης Σφουντούρης, το παιδί που επέζησε από τη θηριωδία του Διστόμου – ζουν ακόμη ανάμεσά μας. Αυτό που θεωρώ μάταιο και ατελέσφορο είναι να διεκδικούμε, ορμώμενοι από το συναίσθημα, το δίκιο της Ιστορίας – του οιουδήποτε το δίκιο δηλαδή. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται μέθοδος, σύστημα, στόχευση, διαπραγματευτικά ατού και συνεχές μέλημα για συγκέντρωση στοιχείων. Η παρόρμηση μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
Ας πάμε τώρα στις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, ένα δίκαιο από τη μεριά της Ελλάδας αίτημα που ξεκίνησε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το οποίο έγινε σύνθημα κατά τη διάρκεια του αντιμνημονιακού αγώνα. Αλλά και αργότερα, αφορμή για «επαναστατικά σόου». Δεν θα ξεχάσω τι είχε γίνει τον Ιούνιο του 2017 στην επέτειο της σφαγής του Διστόμου, όταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου προσπάθησε να εμποδίσει τον γερμανό πρεσβευτή να καταθέσει στεφάνι. Και επενέβη ο Μανώλης Γλέζος που πήρε τον πρεσβευτή από το χέρι και τον οδήγησε με ασφάλεια στο μνημείο. Τέλος πάντων, από τότε το θέμα επανέρχεται σε κάθε συνάντηση κορυφής μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Οπως προχθές, στην επίσημη επίσκεψη του γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Το έθεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το έθεσε ο Πρωθυπουργός, ο Σταϊνμάγερ απάντησε ότι η χώρα του αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη αλλά το θέμα, νομικά, θεωρείται λήξαν.
Συγγνώμη αλλά αυτό για μένα δεν αποτελεί διεκδίκηση. Οταν ζητάς κάτι και ο άλλος σου κλείνει κατάμουτρα την πόρτα, δεν περιμένεις απέξω μέχρι να σου την ξανανοίξει και να του ξαναζητήσεις αυτό που θέλεις. Εν τω μεταξύ, κάνεις κάτι, τεκμηριώνεις το αίτημά σου. Και του απαντάς δεόντως. Αν όχι, τότε το δίκαιο αίτημα γίνεται κενό σύνθημα. Αν τώρα η ελληνική πλευρά κάνει όντως ενέργειες αλλά ο Σταϊνμάγερ επιμένει αδιαπραγμάτευτα στο «λήξαν», ε τότε, κάτι δεν κάνουμε σωστά. Ή δεν κάναμε, ως χώρα, στο παρελθόν.
Ανθρώπινες ζωές
Οταν χθες άρχιζε η εκπομπή του Νίκου Ευαγγελάτου στο Mega, οι νεκροί από τις πλημμύρες στη Βαλένθια ήταν 95. Οταν, σε λιγότερο από δυόμισι ώρες, η εκπομπή τέλειωσε, οι νεκροί είχαν φτάσει τους 158, εκ των οποίων οι 155 μέσα στην πόλη.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που συνιστά μία τραγωδία αν όχι η απώλεια ανθρώπινων ζωών. Ναι, οι φωτογραφίες με τα αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα είναι σοκαριστική αλλά, αν δεν υπήρχαν τόσοι νεκροί, θα την ξεπερνούσαμε. Γι’ αυτό άλλωστε, εδώ στην Ελλάδα, μιλάμεγια τη Μάνδρα, για το Μάτι, για τα Τέμπη. Και, τέλος πάντων, θα ήθελα να πει κάποιος σε αυτούς που ψάχνουν τους ανθρώπους τους μέσα στις λάσπες ότι οι φιστικιές κλαίνε όταν καίγονται και οι ιτιές δακρύζουν όταν πνίγονται.