Κατά γενική ομολογία το πολιτικό σκηνικό εξελίσσεται σε άνυδρο έως και αδιάφορο για τους πολίτες. Οι τελευταίοι μοιάζουν να ενδιαφέρονται μόνο για την πολυκρίση του σουπερμάρκετ, δηλαδή την απελπιστική κρίση της ακρίβειας, για ορισμένες όψεις της νέας ψηφιακότητας που επιδρούν σε πλευρές της ζωής και βέβαια για τη μεγάλη επισφάλεια που διαμορφώνεται στο γεωπολιτικό και κλιματικό πεδίο. Υπό αυτή την έννοια, τα κόμματα σήμερα διαβάζονται από τους πολίτες ως αναγκαίο κακό μιας κεκτημένης δημοκρατίας ή ακόμα και στη χειρότερη εκδοχή τους ως μικρά πελατειακά δίκτυα και εναπομείνασες δομές μιας μεταπολιτευτικής μελαγχολίας. Προφανώς δεν είναι αυτό και ούτε πρέπει να είναι αυτό.
Τα πολιτικά κόμματα σε μια δημοκρατία – πολύ περισσότερο στη δική μας που έχει ανάγκη τη διεύρυνση και την εμβάθυνση αλλά και την περιφρούρηση στρεβλώσεων όπως οι υποκλοπές ή οι θεσμικές εκτροπές – έχει σημασία να τα δούμε υπό το πρίσμα του να ξαναδημιουργηθούν ως δομές ειλικρινείς. Εχει επίσης σημασία τα κόμματα να αποτελέσουν εκείνους τους ιμάντες όπου η πολιτική θα αναζωογονηθεί αλλά και θα ξαναγίνει ελκυστική δεδομένου πως αποτελεί μια κορυφαία ανθρώπινη διαδικασία αλλά και ιεράρχηση. Ξεκινώντας από το κυβερνών κόμμα, φαίνεται πως έχει αρχίσει να δείχνει τα δικά του όρια και να εξαντλεί τη δυναμική εκείνη την οποία υποσχόταν η τριγωνική στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη που εφαπτόταν με επιτυχία και στο κέντρο και στα δεξιά του πολιτικού τόξου. Η ΝΔ είναι προφανές ότι το επόμενο διάστημα θα μπει στη δική της περιδίνηση και προφανώς τρία σημεία είναι αυτά που θα καθορίσουν την περαιτέρω δυναμική της: Το ένα είναι το μεγάλο στοίχημα που φαίνεται πως δεν κερδίζει στο μέτωπο της ακρίβειας. Το δεύτερο είναι το πώς θα χειριστεί το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άρα τη σχέση με την Ευρώπη στο κομμάτι της δυναμικής ανάπτυξης. Το τρίτο έχει να κάνει με το αν θα μπορέσει να αντιστρέψει τους όρους ενός παραγωγικού μοντέλου το οποίο προφανώς ούτε τσουλάει ούτε φαίνεται πως ελκύει τον μέσο πολίτη. Οι πρώτες ταλαντώσεις στο εσωτερικό της ΝΔ δεν έχουν να κάνουν με το αν ο Σαμαράς αντιπαθεί τον Μητσοτάκη ή αν η λαϊκή Δεξιά είναι απέναντι στο φιλελεύθερο Κέντρο. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι οι αρμοί της εξουσίας έχουν αρχίσει να σπάνε, η συνοχή της κυβέρνησης έχει αρχίσει να εξουθενώνεται. Από την άλλη οι όροι ανάταξης του δικομματισμού φαίνεται να είναι εδώ. Το ΠΑΣΟΚ έχει μπει στην τροχιά της δικής του ανοικοδόμησης, παρότι και εδώ είναι ακόμη νωρίς για να μπορεί κάποιος να το διαβάσει ως οριστικό πόλο ενός νέου δικομματισμού. Αν είναι να πάρει, θα πάρει από τα αριστερά της κοινωνικής βάσης, χωρίς όμως να ξεχνάει τις κεντρώες αναφορές του και χωρίς επίσης να ξεχνάει ότι είναι ένα κόμμα το οποίο οφείλει τη δική του θεσμική μνήμη να την επικαιροποιεί πάνω σε ένα εντελώς νέο σχέδιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι από την άλλη μια διαφορετική ιστορία. Η δική του εικόνα διάλυσης έχει να κάνει με τα όρια τα οποία ούτε μπόρεσε να υπερβεί ούτε μπόρεσε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να μετασχηματίσει. Είναι τα όρια ενός κόμματος το οποίο σε μια συνθήκη κατεπείγοντος έπαιξε τον δικό του (και) θετικό ρόλο. Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς αλλιώς και προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκεί να μιλάει γενικόλογα για Κεντροαριστερά, αλλά να ξαναδεί τον εαυτό του στον καθρέφτη με τον έναν ή τον άλλο αρχηγό και να φτιάξει μια νέα πορεία προς τον κόσμο, αν βέβαια αυτό γίνεται. Το ΚΚΕ, τέλος, είναι πιο σταθερό στη δική του στρατηγική. Δεν μετεωρίζεται από τις σημερινές περιδινήσεις, παρότι και εκείνο πιέζεται από την ανάγκη ενός μεγαλύτερου ανοίγματος σε κάποια κοινωνικά στρώματα που διαμορφώνονται και που δεν φαίνεται να έχουν τους συναισθηματισμούς και τις προσδέσεις με τη νεότερη Ιστορία.