Για τους ρεαλιστές, επομένως, η πιο εμβληματική στιγμή της πολιτικής καριέρας του Μεσσήνιου δεν μπορεί να επαναληφθεί έπειτα από τριάντα χρόνια – εντάξει, οι πιο κυνικοί λένε ότι είναι δύσκολο για οποιονδήποτε πολιτικό να πετύχει στην όγδοη δεκαετία της ζωής του ό,τι δεν κατόρθωσε στην πέμπτη, την εποχή που βρισκόταν εντός του μέλλοντός του, δηλαδή. Ακόμη κι αν άνθρωποι από το περιβάλλον του τον θεωρούν ιδανικό εκφραστή του 20% το οποίο συγκεντρώνει στα γκάλοπ ο χώρος στα δεξιά της Δεξιάς, οι τωρινοί αρχηγοί του τελευταίου δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να παραχωρήσουν την εξουσία που ο καθένας έχει στο μικρό ή μικρότερο κόμμα του. Κι αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι έχει τα φόντα να παίξει τον ρόλο του φωτισμένου πνευματικού καθοδηγητή της Δεξιάς. Ωστόσο, παραβλέπουν πως για τους πολέμιους της καθεστηκυίας τάξης που ψηφίζουν τα συγκεκριμένα κομματίδια στα δεξιά της ΝΔ, ένας πρώην πρωθυπουργός θα είναι πάντα – όσο κι αν φωνάζει τραμπικά επιχειρήματα κατά της woke ατζέντας – εκπρόσωπος των ελίτ. Η επιδραστικότητα του Σαμαρά, λοιπόν, ίσως είναι μικρότερη απ’ όση πιστεύουν όποιοι περιμένουν αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών εξαιτίας του.