Αν και είναι γνωστή η θέση του Τραμπ για τον πόλεμο στην Ουκρανία, η αντίδρασή του στην κλιμάκωση του πολέμου μετά την απελευθέρωση χρήσης των επιθετικών αμερικανικών όπλων δεν ήταν, προς στιγμή τουλάχιστον, εκείνη που θα ανέμενε κανείς. Αυτό δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι είναι σφάλμα να προεξοφλείται η στάση της επόμενης αμερικανικής κυβέρνησης σε διεθνή θέματα με βάση ενδείξεις πριν από τον σχηματισμό της.
Αυτό έχει βαρύνουσα σημασία στα ελληνοτουρκικά, καθώς η παλιά παιδική ασθένεια που τα συμπτώματά της επανέρχονται ανά τετραετία χτύπησε πρόσφατα ξανά τις δύο χώρες, θυμίζοντας ότι υπάρχουν πολλοί που επιμένουν να αντιμετωπίζουν αφελώς τη διεθνή πραγματικότητα – εδώ Ελλάδα και Τουρκία ενίοτε μοιάζουν αρκετά.
Ενα φαιδρό μπρα ντε φερ στις δύο πρωτεύουσες έβγαλε… «νικητή» την Ελλάδα τόσο στο πρόσωπο του επόμενου υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο όσο και σε εκείνο του επόμενου συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Μακ Γουόλτς, καθώς και του επόμενου διευθυντή της CIA Τζον Ράτκλιφ αλλά και της Τούλσι Γκάρμπαρντ στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών που αποκαλεί τον Ερντογάν δικτάτορα. Κανείς εκ των τεσσάρων δεν ακούστηκε ευχάριστα στην Αγκυρα – το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Αντιθέτως, όλοι τους έτυχαν θερμής υποδοχής στην Αθήνα. Και αυτό με κάποια τεκμηρίωση. Ομως, από το σημείο αυτό έως το να ερμηνεύονται οι τοποθετήσεις τους είτε ως αμέσως ή εμμέσως συσχετιζόμενες με τα ελληνοτουρκικά είτε, ακόμα περισσότερο, ως δήθεν «οιωνοί» για το μέλλον αυτών, όπως εκτεταμένα συνέβη, η απόσταση είναι χαοτική και δεν ανήκει στο πεδίο της πολιτικής ανάλυσης αλλά της σαιξπηρικής ονειροφαντασίας.
Οχι, ο νέος αμερικανός πρόεδρος δεν είχε στο μυαλό του το τι θα αρέσει στην Ελλάδα ή στην Τουρκία όταν επέλεγε τους κεντρικούς αξιωματούχους της κυβέρνησής του. Ούτε φυσικά οι ίδιοι έχουν στην ατζέντα τους το ίδιο ζήτημα, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους για μία σειρά από θέματα, που ασφαλώς είναι πολύ θετικό ότι είναι εκείνες που γνωρίζουμε. Ομως δεν είναι οι απόψεις αυτές που τους έφεραν σε αυτές τις θέσεις, ούτε είναι στόχος και καθήκον τους να τις υπηρετήσουν. Αλλα ήταν τα κριτήρια και οι λόγοι που τους οδήγησαν εκεί. Και η αναγωγή των ελληνοτουρκικών σε κεντρικής σημασίας ζήτημα τόσο στην τοποθέτηση όσο και στην ατζέντα τους είναι απλώς μία σκιαμαχία επαρχιακής υστερίας, η οποία το μόνο που προδίδει είναι παιδαριώδη αδυναμία ανάγνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος, που υπόσχεται ανόητα λάθη και αναίτιες απογοητεύσεις μιας πολιτικής του ορμέμφυτου – δηλαδή παντελώς ακατάλληλης.
Εκεί που ίσως όλα αυτά αποκτούν πράγματι ένα νόημα είναι στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή: ο σταθερός, πλήρης και άνευ όρων προσανατολισμός του Τραμπ υπέρ του Ισραήλ ασφαλώς και θα αποδειχθεί πονοκέφαλος για την Τουρκία. Ομως, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Η απάντηση δεν είναι τόσο προφανής υπόθεση, καθώς ουδείς μπορεί να γνωρίζει τι εξισορροπήσεις θα προκύψουν στην πορεία.
Κίνα, Ιράν και, πιθανότατα, Ρωσία, αν ο Τραμπ δεν κινηθεί για να σπάσει τον άτυπο άξονα που στήθηκε μεταξύ των τριών κρατών τα τελευταία χρόνια: αυτά είναι τα πεδία που θα κυριαρχήσουν στην πολιτική του και που καθόρισαν και τη σύνθεση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης σε συνδυασμό με τις κύριες εσωτερικές ισορροπίες, όπως, λ.χ., η «ανταμοιβή» της ψήφου των ισπανόφωνων, μέσω της τοποθέτησης Ρούμπιο. Ακόμα περισσότερο, στον υπερθετικό, ισχύουν τα παραπάνω ως προς τον επόμενο υπουργό Αμυνας Πιτ Χέγκσεθ και την ενίσχυση του εθνικού αισθήματος. Σε αυτό το σύνθετο πεδίο θα κριθεί τελικά και η στάση της Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδας. Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και άδηλο πού θα καταλήξει. Ενα όμως είναι βέβαιο: οι υπουργοί ανήκουν αποκλειστικά στον Τραμπ και στις ΗΠΑ. Και όλα θα κριθούν εκεί που πρέπει να κριθούν. Και όχι εκεί που ονειροβατούν ελληνικοί ή τουρκικοί ευσεβείς πόθοι περί ανύπαρκτων επιρροών και προδιαθέσεων. Επιπλέον, ουδείς θα παλέψει για μια χώρα που δεν το κάνει πρώτα η ίδια…