Οι μνήμες δε ξεθωριάζουν, τα τραύματα μένουν. Βίωσαν τον εφιάλτη, αισθάνθηκαν την προδοσία, αλλά έμειναν εκεί. Κράτησαν την πατρίδα, δεν παρέδωσαν τη Λευκωσία. Τόσο παραμονές του πρώτου γύρου της τουρκικής εισβολής όσο και του δεύτερου υπήρχαν τα σημάδια ότι οι Τούρκοι θα έκαναν επίθεση. Οι πληροφορίες δόθηκαν από τους στρατιώτες αλλά δυστυχώς φαίνεται ότι δεν αξιοποιήθηκαν ως έπρεπε.
Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Μαχητές 1ου Λόχου 211 Τ.Π. 1974 Κώστας Μεταξάς και ο διαβιβαστής του Λόχου Άριστος Νικολάου εξιστορούν στη Cyprus Times τα όσα βίωσαν παραμονές του πολέμου αλλά και κατά τη διάρκεια του. Μιλούν ακόμη και για απειλές που δέχθηκαν από τους τότε Ταγματάρχες τους για να μην πυροβολήσουν κατά Τούρκων αλλά και για το διαμπερές τραύμα «παράσημο» κατά την προσπάθεια διάσωσης άλλου στρατιώτη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: ΟΛΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ CYPRUS TIMES ΓΙΑ ΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ
19 Ιουλίου… Οι ενδείξεις που έδειχναν πόλεμο
«Ο λόχος μας ήταν μέσα σε ένα σπίτι στη συνοικία του Αγίου Παύλου. Απέναντι από το δωμάτιο που είχα ως διαβιβαστής έμενε ένα ανδρόγυνο της Αμερικάνικης Πρεσβείας μαζί με τα δύο παιδιά τους. Στο πραξικόπημα είχαν εξαφανιστεί, εμφανίστηκαν ξανά το πρωί του Σαββάτου της 19ης Ιουλίου. Στάθμευσαν το αυτοκίνητο, πήραν δύο βαλίτσες από το σπίτι, τις έβαλαν στο όχημα και είπαν στον γείτονά τους «φύγε γιατί αύριο εδώ θα έχει πόλεμο» και έφυγαν. Ο γείτονας μας ενημέρωσε και εγώ μετέφερα την πληροφορία στους ανωτέρους μου», ανέφερε ο κύριος Άριστος.
Αυτό ήταν μία πρώτη ένδειξη. Ο κύριος Κώστας Μεταξάς από τη δική του θέση έβλεπε ξεκάθαρα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Την παραμονή που ακούγαμε τα εμβατήρια των Τούρκων, παράλληλα, βλέπαμε από το στρατόπεδο, να πηγαινοέρχονται φορτηγά οχήματα μέσα στον κάμπο του Κιόνελι προς στο στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ. Εκκένωναν το στρατόπεδο, κάτι που διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι και στείλαμε σήμα στον διαβιβαστή μας και ενημέρωσε άνωθεν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μάλιστα για να είμαστε 100% βέβαιοι, το χάραμα της 19ης Ιουλίου, παραμονή της εισβολής, μπήκαμε αυθαίρετα από τα συρματοπλέγματα μέσα στο στρατόπεδο των Τούρκων, με κίνδυνο τη ζωή μας. Εκεί είδαμε τους θαλάμους άδειους, τα πράγματα ανακατεμένα που αυτό μαρτυρούσε ότι τα πήραν όλα βιαστικά και έφυγαν. Ένας από τους συμπολεμιστές μας, μάλιστα, αφαίρεσε και μία τεράστια σημαία των Τούρκων και την παρέδωσε στον Αστυνομικό Σταθμό του Αγίου Δομετίου. Εκεί προς έκπληξη μας, μας είπαν “πάρτε την πίσω να μην μπλέξετε”».
Ο Άριστος Νικολάου (Διαβιβαστής του Λόχου). 1974, στην είσοδο της Έδρας του 1ου Λόχου 211 Τ.Π. στον Άγιο Παύλο
Εξάλλου, όπως πρόσθεσε ο κύριος Νικολάου, υπήρχε και η πληροφορία ότι στην Αμμόχωστο οι Τούρκοι λιμενεργάτες είχαν πάει στη δουλειά και έφυγαν ξαφνικά. «Στη Λήδρας κυκλοφόρησε ήδη η φήμη ότι την επόμενη θα εισέβαλε η Τουρκία. Ο κόσμος πανικοβλήθηκε, έτρεξε για να ψωνίσει και μέχρι το μεσημέρι όλα τα καταστήματα της περιοχής είχαν κλείσει. Μεταδίδαμε όλες τις πληροφορίες στο Τάγμα. Προς το απόγευμα ήρθε ο Διοικητής και Υποδιοικητής οι οποίοι επικοινώνησαν με τις οικογένειές τους στην Ελλάδα και μετά ο Λοχαγός μας Χριστοδουλίδης Ιωάννης ή Μαυρόγιαννος, μας είπε “ανοίξετε τις αποθήκες και μοιράστε πυρομαχικά”. Εγώ για ένα χρόνο ήμουν δίπλα από την αποθήκη πυρομαχικών και σπάνια την ανοίγαμε. Εκείνη την ημέρα μέχρι τα μεσάνυχτα άδειασε. Έμειναν μόνο μερικά όπλα, τα οποία τα δώσαμε το πρωί όταν είχαν έρθει οι πρώτοι έφεδροι. Ακόμη και το δικό μου το παρέδωσα μετά από εντολή του Λοχαγού γιατί θα ήμουν μαζί του. Υπήρχαν και πιστόλια στην αποθήκη αλλά δε μπορούσαν να αξιοποιηθούν γιατί δεν υπήρχαν σφαίρες».
«Ήμασταν σε εγρήγορση, ειδικά ο Λοχαγός και ο Διοικητής του 211 Τάγματος οι οποίοι ενήργησαν ορθώς. Απόδειξη τούτου, μας μοίρασαν πυρομαχικά από το βράδυ, έδωσαν άδεια στον Λοχαγό μας να στήσει έξτρα πολυβόλα πάνω στο Λήδρα Πάλλας για να καλύψει διάφορα σημεία στην τουρκοκυπριακή συνοικία. Ξεκινώντας η εισβολή, χωρίς φυσικά να έχουμε ακριβή πληροφόρηση, είχαμε τις απλές, ξεκάθαρες διαταγές. Εάν οι Τούρκοι δημιουργήσουν επεισόδιο τότε “παρά να σας κλαίει η μάνα σας, καλύτερα να τους κλαίει η μάνα τους”, μας είχαν πει χαρακτηριστικά. Εμείς είχαμε ξεκάθαρες διαταγές, δε μας πρόδωσε ο Κρητικός ο Αντισυνταγματάρχης Λιαναντωνάκης Εμανουήλ. Παρά την προδοσία από αλλού, οι διαταγές που είχαμε πάρει εμείς ήταν εκείνες που μας έλυσαν τα χέρια. Αν και οι Τούρκοι επιτέθηκαν απροειδοποίητα και οργανωμένα, είχαν μεγάλες απώλειες παρά τις επιθέσεις με πολλαπλάσιο στρατό και με σύγχρονο οπλισμό του ΝΑΤΟ. Με την έναρξη της εισβολής η διοίκηση του Τάγματος μεταφέρθηκε, με βάση των σχεδίων, στο Δημοτικό Σχολείο Ελένειον στη Λευκωσία. Απ’ εκεί ο Αντισυνταμγατάρχης μας Λιαναντωνάκης Εμανουήλ, για εμάς ένας άγνωστος ήρωας που γι’ αυτόν κανείς δε μίλησε, έδινε οδηγίες. Ήμασταν «τυχεροί» καθώς δεν είχαμε αξιωματικούς που μας παγίδευσαν χωρίς διαταγές και να βρεθούμε σε μια χαοτική κατάσταση. Ίσως ήταν και ο λόγος που κρατήθηκε ο Άγιος Δομέτιος και δε μπόρεσαν να σπάσουν την αλυσίδα. Κάθε φυλάκιο και κάθε στρατιώτης ήταν μέρος της αλυσίδας».
20η Ιουλίου ώρα 4:45 π.μ. – «Χτύπησαν και οι 10 γραμμές, πέφτουν αλεξιπτωτιστές»
Κι αφού είχαν παραδώσει όλα τα πυροβόλα από την αποθήκη ο Λοχαγός έδωσε εντολή στους στρατιώτες να πάνε για ύπνο και να είναι σε εγρήγορση.
«Τελειώσαμε γύρω στα μεσάνυκτα με τη διανομή και τη μεταφορά των πυροβόλων και λέει ο Λοχαγός “Πες σε όλους να είστε σε επιφυλακή. Οι πάντες στις θέσεις τους, οι ολμοβοληστές μέσα στο ολμοβολίο και απόψε θα κοιμηθείτε με τα άρβυλα ”. 4:45 το πρωί, είδα και τις δέκα θυρίδες του τηλεφωνικού πίνακα να πέφτουν. Απαντώ στον πρώτο, μου λέει “απέναντι πέφτουν αλεξιπτωτιστές”, ο δεύτερος το ίδιο και ούτω καθεξής. Έτρεξα στον Λοχαγό, ο οποίος ήταν ήδη ντυμένος, φορούσε το κράνος του και κρατούσε το όπλο στο χέρι. Μου λέει “από τις 3 το πρωί είμαι έτοιμος, τους είδα, πάρε τον ασύρματο και φύγαμε”. Βγήκαμε έξω και έβλεπες τον κόσμο που ήδη ξεκίνησε να φεύγει. Προς στιγμή, έκανα μια φευγαλέα παραπονιάρικη σκέψη, “αυτοί φεύγουν, πόσοι θα μείνουμε εμείς;”. Ήμασταν 124 στρατιώτες σε ολόκληρη τη γραμμή. Μετά ξεκίνησαν να έρχονταν οι έφεδροι. Ήμουν 20 χρονών, εκείνη ήταν η ημέρα απόλυσης μας και αντί αυτού ξεκινούσε ο πόλεμος. Τελικά απολύθηκα στις 30 Αυγούστου 1975», εξιστορεί ο κύριος Άριστος Νικολάου.
Ύστερα από λίγο ξεκίνησαν να πέφτουν τα πρώτα βλήματα όλμων.
«Ήταν κάτι το τρομερό, ακούς το σφύριγμα και μετά την έκρηξη. Αν είσαι σε κοντινή απόσταση απ’ εκεί που θα πέσει, τότε δεν γλιτώνεις. Άρχισαν να πέφτουν εκατοντάδες βλήματα, γέμισε ο κάμπος. Χτυπούσαν τα σπίτια. Είχαμε μπει σε ένα σπίτι απ’ την άλλη πλευρά και γύρω στις δέκα το πρωί είχαν έρθει με φορτηγό και μας έφεραν πολυβόλα, αντιαρματικά, τα οποία είχαν πάρει από το πραξικόπημα. Είχε δώσει και ο Λοχαγός στο ολμοβολίο μας οδηγίες με τις αποστάσεις ώστε να χτυπήσουν. Με τη βοήθεια του παρατηρητή του φυλακίου, που ήταν απέναντι από το κέντρο διαβιβάσεων, μαθαίναμε που έπεσε ακριβώς ο όλμος και έτσι μέχρι το μεσημέρι χτυπήσαμε το Μπαϊράκ. Έτσι πλέον μετά δυσκολία έκανε μεταδόσεις γιατί χτυπήθηκαν οι κεραίες του. Χτυπήσαμε αποθήκες των Τούρκων με αποτέλεσμα να μας πουν να κλείσουμε τους δρόμους γιατί κάναμε μεγάλη ζημιά και απειλούσαν να χτυπήσουν τη Λευκωσία», πρόσθεσε ο κύριος Νικολάου.
Εκεχειρία με μυρωδιά θανάτου
Ο πρώτος γύρος ήταν καθοριστικός για τον τομέα των δύο στρατιωτών. «Συνεχίστηκαν οι μάχες, οι σκοτωμοί, οι τραυματισμοί, φλεγόταν ο κάμπος μας, ο Πενταδάκτυλος και μέσα σε μία χαοτική κατάσταση καταφέραμε να κρατήσουμε τον τομέα μας ανέπαφο. Να μη χάσουμε ούτε ένα μέτρο γης», θυμάται με υπερηφάνεια αλλά και με πικρία για τα όσα ακολούθησαν ο Κώστας Μεταξάς.
22 Ιουλίου ανακοινώνεται εκεχειρία…. «Μαζεύαμε τα κομμάτια μας, προσπαθούσαμε να οργανωθούμε καλύτερα και άρχισαν να έρχονται και σοβαρές ενισχύσεις. Εμείς δεν καταλάβαμε ποτέ, επί της ουσίας, ότι είχαμε εκεχειρία. Κλείσαμε τα ενδιάμεσα κενά των φυλακίων μας. Στο μεταξύ όμως κατά την υπογραφή της εκεχειρίας, ένα Τάγμα το οποίο είχε συσταθεί στο Πραστείο Αμμοχώστου με Διοικητή τον Ταγματάρχη Αλευρομάγειρο Δημήτρη, εστάλη όλος περιέργως να ενισχύσει εμάς που δεν είχαμε χάσει ούτε μέτρο γης. Εμείς οι απλοί στρατιώτες αυτό που είδαμε με την παρουσία του εν λόγω Στρατηγού, ήταν η αλλαγή των οδηγιών. Να μην πυροβολούμε λόγω εκεχειρίας, να μη δίνουμε δικαιώματα και γενικά μία διαφοροποίηση της αρχικής μας διαταγής που ήταν κλείστε τα περάσματα, πάση θυσία. Αυτή ήταν η ρητή διαταγή του Κρητικού. Κατ’ εμάς με τις οδηγίες του Αλευρομάγειρα, είδαμε κατά την εκεχειρία, προς το τέλος του Ιουλίου, αρχές Αυγούστου, τους Τούρκους να επιστρέφουν στο στρατόπεδο που είχαν εγκαταλείψει και είχαν μέσα στρατοπεδεύσει οι ΕΛΔΥΚάριοι, να φεύγουν οι ΕΛΔΥΚάριοι και με την επιστροφή τους οι Τούρκοι στρατιώτες να μεταφέρουν οπλισμό», αναφέρει ο κύριος Μεταξάς.
Από την πλευρά του ο κύριος Νικολάου σημειώνει ότι στις 28 Ιουλίου ξαφνικά βρεθήκαμε σε μειονεκτική θέση.
Κώστας Μεταξάς, αρχιφύλακας φυλακίου αρ. 1003 ή Πάι Πας που βρισκόταν στην προέκταση της Λεωφόρου Δημοκρατίας στην Λευκωσία
Έβλεπαν τους Τούρκους να ετοιμάζονται αλλά… απειλές και διαταγές από άνωθεν
Εμφανώς πονεμένος, απογοητευμένος και προδομένος ο κύριος Μεταξάς συνεχίζει να εξιστορεί τα όσα έζησε εκείνες τις ημέρες που ως νεαρός, ο οποίος έβλεπε να σφάζονται οι φίλοι του, δεν του επέτρεπαν να υπερασπιστεί όπως ένιωθε την πατρίδα του και τη μνήμη τους. Δε μπορούσε να βγάλει καν από το μυαλό του ότι αδελφικός του φίλος και μελλοντικός του κουμπάρος, Λάκης Ελισσαίου, χάθηκε από τις πρώτες ώρες της εισβολής και κάποιοι του απαγόρευαν να επιτεθεί στον εχθρό.
«Ήταν 31 Ιουλίου με 1 Αυγούστου όταν οπλισμένοι Τούρκοι παρατάχθηκαν μέσα στον κάμπο του Κιόνελι και προέλαυναν προς τις θέσεις μας. Άμεση διαταγή, συναγερμός, οπλίσαμε. Είχαμε φέρει επιπλέον πολυβόλα, οπλοπολυβόλο μπρεν, τα υδρόψυκτα πολυβόλα. Είχαμε βασικά τον οπλισμό με τον οποίο μπορούσαμε να εξοντώσουμε την τεράστια δύναμη των Τούρκων, η οποία θα προσπαθούσε να καταλάβει τον χερσαίο κάμπο του Κιόνελι. Έναν κάμπο που δεν είχε καμία κάλυψη, ούτε δέντρα, ούτε θάμνος, ούτε λακκούβες. Άρα αν αυτά τα πολυβόλα έβαλλαν, είχαν τη δύναμη να τους εξοντώσουν. Επιθυμία μας ήταν να ρίξουμε πριν προλάβουν να καταλάβουν το Κιόνελι καθώς γνωρίζαμε ότι η Τουρκία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και ο οπλισμός της ήταν σύγχρονος και άρτιος και δε θα μπορούσαμε μετά να συγκρίνουμε τις δυνάμεις μας. Την περιοχή μας όμως ανέλαβε ο Ταγματάρχης Δημήτρης Αλευρομάγειρος, ο οποίος με μένος αποφάσισε να μας πείσει να μη ρίξουμε. Οι Τούρκοι συνέχισαν να κινούνται προς τις γραμμές μας. Ήταν μία δραματικότατη φάση που σπάει νεύρα και θες να λειτουργήσεις μόνο με το ένστικτο. Η διαταγή μας ήταν να μείνουμε στη γραμμή. Μας θυσίαζαν σαν αρνιά. Όταν οι Τούρκοι έφθασαν στα 600 μέτρα ο Λοχαγός μας ο Κυπραίος πήγε στην περιοχή με τον Ταγματάρχη, εκεί ήταν και ο Άριστος, γύρισε τον ατομικό του οπλισμό και έριξε μια προειδοποιητική βολή προς τον Τούρκο σημαιοφόρο με αποτέλεσμα να πέσουν κάτω στο έδαφος. Αμέσως άρχισε να ουρλιάζει ο Ταγματάρχης Αλευρομάγειρος».
Ο Άριστος Νικολάου ο οποίος ήταν παρόν πήρε τον λόγο από τον κύριο Μεταξά και συνέχισε τη διήγηση των γεγονότων όπως ως αυτόπτης μάρτυρας τα έζησε. «Θυμάμαι άρπαξε το όπλο από τον Λοχαγό και του είπε “μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση Γιάννη. Οι διαταγές που έχουμε από άνωθεν είναι να μην πυροβολήσουμε”. Εκεί υπήρξε αντίδραση και από τους στρατιώτες και τότε έβγαλε το πιστόλι και είπε “όποιος ρίξει θα τον εκτελέσω”. Ο Λοχαγός έφυγε εκνευρισμένος. Οι Τούρκοι ήρθαν τότε στα 150 μέτρα, έβαλαν τη σημαία τους και άρχισαν και έβγαζαν όρυγμα. Πήγε και ο Λοχαγός μας στα 50 μέτρα μπροστά και με ένα τρακτέρ, άρχισε να βγάζει και αυτός όρυγμα, το οποίο ονόμασε “Ελισσαίος” προς τιμή του πρώτου νεκρού μας, του Λάκη Ελισσαίου. Εκεί έγινε όρυγμα πολυβολείο».
«Δε θυμάμαι να κοιμήθηκαν σε όλο τον πόλεμο»
Και εκεί που ένιωθαν ότι έκαναν στο έπακρο το καθήκον τους κρατώντας κάθε σπιθαμή γης, κάτι που τους τόνωνε για να συνεχίσουν, όλα μέσα τους ανατράπηκαν.
«Εμάς οι οδηγίες μας τελείωσαν. Οι οδηγίες που είχαμε να κρατήσουμε τα περάσματα αντί να τα κρατήσουμε, κατά την εκεχειρία με Ταγματάρχη τον Δημήτρη Αλευρομάγειρο, παραδοθήκαν στους Τούρκους. Από τα τρία χιλιόμετρα που τους είχαμε μακριά , ήρθαν στα 150 μέτρα. Ένωσαν τις δυνάμεις τους με το στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ, περικύκλωσαν την ΕΛΔΥΚ και έφραξαν όλο τον Άγιο Παύλο με μπουλντόζες που έφεραν από το Κιόνελι και δημιουργούσαν αναχώματα. Πίσω από αυτά ερχόντουσαν συνέχεια οχήματα μεταφοράς και έφερναν στρατιώτες και οχήματα που μετέφεραν βαριά όπλα. Εμείς είχαμε την άμεση επαφή μαζί τους. Βλέπαμε τι γινόταν και δε μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Μετέπειτα σε κάποια στιγμή θυμάμαι η αείμνηστη μητέρα μου με ρώτησε “αφού γιε μου ήσασταν στα χαρακώματα, πού κοιμόσασταν;”. Δε θυμούμαι καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων αυτών να κοιμηθώ. Όσο κι αν ακούγεται εξωπραγματικό και απίθανο,. Δε θυμάμαι τον εαυτό μου να ξάπλωσα για μια στιγμή, σε μία γωνιά και να κοιμήθηκα μία ώρα σερί. Η μόνη ξεκούραση ήταν ένα ακούμπημα στα τοιχώματα του ορύγματος με το όπλο στα πόδια μας, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ανταποκριθούμε», θυμάται ο κύριος Μεταξάς.
«14 Αυγούστου αυτό που φοβόμασταν συνέβη. Δεν υπήρχε η μέριμνα… ήταν κόλαση»
Ήταν ένας αγώνας χωρίς επιστροφή. Δεν υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψουν. Εκτός από την πατρίδα, έπρεπε να προασπιστούν τη μνήμη των συμπολεμιστών τους.
Παραμονή της δεύτερης εισβολής είχαν καταλάβει και αυτή τη φορά ότι η συμπεριφορά των Τούρκων έδειχνε πόλεμο. Ενημέρωσαν αλλά και πάλι…
«Ο δεύτερος γύρος δε συγκρίνεται με τον πρώτο γιατί ήταν μία χαώδης κατάσταση. Οι Τούρκοι έβαλλαν με ρουκετοβόλα, έβαζαν τις λεγόμενες κόμπρες, όλμους. 14 Αυγούστου αυτό που φοβόμασταν συνέβη. Δεν υπήρχε η μέριμνα από τον Ταγματάρχη Αλευρομάγειρο για το πρώτο φυλάκιο, πιθανότατα νόμιζαν πως ότι έγινε-έγινε. Μετέφεραν πολλούς εφέδρους σε σπίτια στην πρώτη συνοικία νομιζόμενοι ότι έλυσαν το θέμα. Με το που ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και εκδηλώθηκε η επίθεση των Τούρκων ήταν κόλαση. Χτυπούσαν με άρματα μάχης, με πολυβόλα, με όλμους 81 χιλιοστών οι οποίοι έκαναν τεράστια ζημιά. Μπήκαμε στο αυτοσχέδιο πολυβολείο που φτιάξαμε εμείς. Βρήκαμε μπουλντόζα μέσα στη συνοικία και ο συμπολεμιστής μου Παππουλής Γιαννάκης άνοιξε το όρυγμα, πήραμε ξύλα από ανεγειρόμενη οικοδομή, ρίξαμε δύο μέτρα χώμα και ενώσαμε με χαρακώματα το ένα φυλάκιο με το άλλο. Αυτά όλα από μόνοι μας. Από τις εκρήξεις είχε γεμίσει καπνούς. Η διαταγή, όμως, του Λοχαγού Γεώργιου Παπαχατζόπουλου, εκ Λαρίσης, ήταν να μην πυροβολούμε μέχρι να μας πει. Ενόσω γινόταν αυτός ο χαμός, επειδή δεν ήταν μαζί μας, βγήκα να τον ψάξω. Δυστυχώς δεν τον βρήκα. Κάποιοι μου είπαν ότι τον είδαν στην κατοικημένη περιοχή κάτι που επιβεβαιώθηκε το βράδυ, όταν συμπολεμιστές μου τον βρήκα στο υπόγειο ανεγειρόμενης οικοδομής και τους παρέδωσε μάλιστα και τον ατομικό του οπλισμό. Όταν διαπίστωσα ότι έφυγε ο Λοχαγός και δεν υπήρχε κάποιος υπεύθυνος για να πάρω διαταγή, πήγα πίσω στο πολυβολείο τους είπα δρούμε κατά βούληση», διηγείται ο κύριος Μεταξάς.
«Το δεξί του πλευρό και μπούτι δεν υπήρχαν» – Πήγε να σώσει στρατιώτη και τραυματίστηκε
Πλέον ήξεραν ότι μέσα στο χάος ενεργούσαν με δικές τους πρωτοβουλίες. Έδεσαν ρούχα στο πρόσωπο για να μπορούν να αναπνέουν από τις σκόνες και τους καπνούς και συνέχισαν τον αγώνα. Τους είχαν μεταφέρει την πληροφορία ότι το πρώτο φυλάκιο, το 1001, είχε σπάσει και οι Τούρκοι πέρασαν τα συρματοπλέγματα, μπήκαν στην πρώτη συνοικία σκότωσαν και αιχμαλώτισαν.
«Κάποιος έπρεπε να κατευθυνθεί προς τα εκεί για να δει το τι πραγματικά συνέβαινε. Είπα στον στρατιώτη Νίκο Χατζηπαύλου, μπασκεμπολίστα του Κεραυνού, να μείνει μέσα στο φυλάκιο κι αντί να διατάξω άλλον, θεώρησα σκόπιμο να πάω εγώ. Κι αυτό γιατί υπό έτσι προδομένες συνθήκες δε μπορούσα να στείλω οποιοδήποτε άλλον εκεί, κι αν δεν επιστρέψει να φέρω την ευθύνη θανάτου του. Θα λένε ο Κώστας Μεταξάς τον έστειλε στον θάνατο. Πήρα, λοιπόν, τον ατομικό μου οπλισμό, ζώστηκα κάποιες σφαίρες και κατευθύνθηκα σε άλλο χαράκωμα που ήταν άδειο. Πιο κάτω βρήκα τρεις έφεδρους στρατιώτες, τους εξήγησα την πορεία μου και τους είπα να προσέχουν. Συνέχισα και διαπίστωσα ότι στα τελευταία 200 μέτρα τα χαρακώματα ήταν άδεια. Κάθε στροφή του χαρακώματος δεν ήξερα αν θα έβρισκα μέσα Τούρκους αλλά ήμουν έτοιμος για παν ενδεχόμενο. Όταν έφθασα στην περιοχή και έλεγξα έξω από τα χαρακώματα, όντως είδα τους Τούρκους οι οποίοι μπαινοέβγαιναν στα σπίτια της συνοικίας. Τότε άρχισα να ρίχνω βολές από διάφορα σημεία για να καταλάβουν ότι μπορεί να μπήκαν στη συνοικία αλλά μέσα στα χαρακώματα υπήρχαν ακόμη στρατιώτες. Άλλαζα, μάλιστα, σημεία για να δώσω την εντύπωση ότι υπήρχαν αρκετοί στρατιώτες και δεν ήμουν μόνος. Έριξα και την τελευταία μου σφαίρα και σε μία τελευταία φευγαλέα ματιά είδα μεταξύ της συνοικίας και του Αγίου Δομετίου, κάποιον να σαλεύει ξαπλωμένος στο έδαφος και εκτίμησα ότι θα ήταν δικός μας στρατιώτης ».
Παρά το γεγονός ότι στην περιοχή υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες ο νεαρός Κώστας δε δίστασε να αφήσει το οπλοβολυπόλο και να κατευθυνθεί προς τον τραυματία Ανδρέα Διονυσίου.
«Είχε χτυπηθεί και σερνόταν προς το πουθενά. Το δεξί του πλευρό και μπούτι δεν υπήρχαν. Έπεσε ακριβώς δίπλα του το βλήμα δημιουργώντας του μία τεράστια πληγή. Είχε χάσει πάρα πολύ αίμα και ήταν άσπρος σαν πανί. Ήξερα ότι έπρεπε να βιαστώ. Πιο πέρα σε ένα αυλάκι κειτόταν ένας στρατιώτης νεκρός ενώ πιο κάτω υπήρχε άλλος τραυματίας ο Κωνσταντίνο Καψοκάρτης από τα Λύμπια. Έβγαλα το πουκάμισο μου και έδεσα την πληγή του Διονυσίου όσο πιο ψηλά μπορούσα για να σταματήσω την αιμορραγία. Άρχισα να τον σέρνω προς το χαράκωμα για να τον πάω στο πολυβολείο και απ’ εκεί στο νοσοκομείο. Σε κάποια στιγμή οι Τούρκοι από τη σύγχυση που τους είχα δημιουργήσει προηγουμένως, με εντόπισαν και ξεκίνησαν ομαδικά πυρά εναντίον μου. Όπως προχωρούσα, ένιωσα ότι έφευγε από τα χέρια μου ο τραυματίας. Γονάτισα, τον άφησα ξαπλωμένο. Δεν ήξερα τι είχα πάθει. Είδα να τρέχουν αίματα πάνω του και τότε ενώ ήμουν ημίγυμνος είδα αίματα σε εμένα και κατάλαβα ότι είχα δεχθεί σφαίρα. Δεν ήξερα το μέγεθος της ζημιάς. Όπως ήμουν γονατιστός είδα το φυλάκιο της ΕΛΔΥΚ μέσα στις φωτιές, τους καπνούς και τους κορνιαχτούς. Ήταν ένα απόκοσμο θέαμα. Το ίδιο και τα χαρακώματα μας. Δεν υπήρχαν ούτε οι αξιωματικοί του Αλευρομάγειρα, ούτε εκείνες οι εκατοντάδες που ήρθαν για να μας ενισχύσουν. Βρήκα το κουράγιο, άλλαξα πορεία κι αντί για το χαράκωμα που θα ήθελα άλλα 300 μέτρα για το πολυβολείο, γύρισα προς την κατοικημένη περιοχή. Μου έριχναν συνεχώς σφαίρες. Έφθασα έξω από το πρώτο σπίτι, βρήκα έφεδρους οι οποίοι ήταν σε σημεία κάτω από μπαλκόνια και βεράντες. Ουρλιάζοντας τους προέτρεψα να έρθουν να βοηθήσουν αλλά και να ανοίξουν παράθυρα προς την πλευρά των Τούρκων, να αντισταθούν γιατί ήταν θέμα ωρών, εάν οι Τούρκοι δεν ένιωθα πίεση, να δοκιμάσουν να μπουν στη συνοικία. Στο πρώτο σπίτι βρισκόταν ο Χατζηπαύλου Νικόλας ο οποίος έβαλε τον Ανδρέα Διονυσίου και εμένα στο όχημα για να μας πάρει στο νοσοκομείο. Η πληροφόρηση ήταν να σταλεί μήνυμα να έρθουν ενισχύσεις για να καλύψουν τον τομέα του 1001 φυλακίου γιατί έσπασε η γραμμή. Το σχέδιο ήταν να πάω πίσω στο φυλάκιο αλλά είχα εξαντληθεί. Γονάτισα και με άρπαξαν. Μου είπαν ότι ήταν καλύτερα να πήγαινα στο νοσοκομείο παρά να δημιουργήσω πρόβλημα με την παρουσία μου στους άλλους. Οι τραυματίες που συνάντησα επέζησαν. Δυστυχώς ο Νίκος Χατζηπαύλου αφού μας πήγε στο νοσοκομείο, επέστρεψε και όταν στάθμευσε το αυτοκίνητο έπεσε βλήμα εκεί και τον σκότωσε. Με βάση όμως εκείνη την παρέμβαση, το μήνυμα προς στο Ελένειον στάλθηκε και έτσι έφθασε διμοιρία ταχείας επεμβάσεως, οι οποίες υπήρχαν έπειτα από μέριμνα του Κρητικού Αντισυγματάρχη Εμμανουήλ».
Μετά από αυτό ο Κώστας Μεταξάς πήρε τον τραυματισμό του ως «παράσημο» που τον ταλαιπωρεί και τον βασανίζει μέχρι και σήμερα. Ωστόσο αυτό που δε μπορεί να δεχθεί είναι γιατί κάποιοι δεν ενήργησαν ως έπρεπε αφήνοντας τους ακάλυπτους. Τόσο ο ίδιος όσο και ο κύριος Άριστος Νικολάου και οι συμπολεμιστές τους, πέραν από το να παραμείνει ελεύθερη η πατρίδα τους, έδωσαν και δίνουν τον δικό τους αγώνα για να μη σβήσει ποτέ η μνήμη τον συμπολεμιστών και αδελφικών τους φίλων που έπεσαν μαχόμενοι.
«Η ζωή από τον θάνατο ήταν μία κλωστή. Όταν ακούγαμε το βλήμα να έρχεται, ξέραμε ότι αν ήταν σε κοντινό μας σημείο, πιθανότατα να ήμασταν στα θύματα. Εμείς επεζήσαμε, άλλοι χάθηκαν. Όταν πλέον ακούμε ότι οι πολιτικοί μας διαπραγματεύονται με τους Τούρκους για λύση, γελούμε με πικρία. Ο Τούρκος είναι ξεκάθαρο ότι έκανε εισβολή με στόχο να καταβάλει ολόκληρο το νησί. Οι Τούρκοι περιμένουν όπως τον λύκο που περιμένει να ξεμοναχιάσει το πρόβατο για το καταβροχθίσει. Έτσι και εμείς αν δεν προσέξουμε θα την πατήσουμε ξανά όπως και το 1974. Είμαστε αδύνατοι αλλά τουλάχιστον να διατηρήσουμε την αξιοπρέπεια μας και να επαγρυπνούμε. Να φτιάξουμε την άμυνα μας που δεν τη φτιάξαμε. Να φτιάξουμε το ηθικό μας που δεν τη φτιάξαμε. Απόδειξη, εμείς οι πολεμιστές μίας γραμμής που κρατήσαμε ένα μέτωπο, ουδέποτε χρησιμοποιηθήκαμε. Να μιλήσουμε στους νέους στρατιώτες και να τους εξηγήσουμε με ποιο αντίπαλο έχουν να κάνουν. Απλά πράγματα. Ας μη θυσιάσουμε άλλους αμάχους ή άλλη πιθαμή γης», καταλήγει με πικρία ο κύριος Μεταξάς.
Το άρθρο Οι ενδείξεις πολέμου, οι άνωθεν απειλές και τα παλικάρια που κράτησαν τη Λευκωσία εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.