1974: Οι αιχμάλωτοι που δεν επέστρεψαν ποτέ και η πρώτη κινητοποίηση για αγνοούμενους

Οι μέρες μετά την τουρκική εισβολή, οι αιχμάλωτοι που δεν επέστρεψαν ποτέ και η πρώτη κινητοποίηση για τους αγνοούμενους – Αφιέρωμα του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων

Στο χάος και την αποδιοργάνωση που ακολούθησε την τουρκική εισβολή, πρώτιστο μέλημα της Κυβέρνησης ήταν η παροχή βοήθειας στους εκτοπισθέντες που βρήκαν, προσωρινό όπως πίστευαν καταφύγιο, σε τσαντίρια, αυλές και χωράφια.

Το θέμα των αγνοουμένων, το δράμα όπως εξελίχθηκε στη συνέχεια και όπως παραμένει μισό και πλέον αιώνα μετά, άρχισε να παρουσιάζεται μερικές εβδομάδες αργότερα.

‘Όπως εξιστορεί στο ΚΥΠΕ ο Νίκος Σεργίδης, Πρόεδρος της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων, εκείνες τις πρώτες εβδομάδες ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός άρχισε να δημοσιοποιεί τους καταλόγους των αιχμαλώτων και διαπιστώθηκε πως ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών, αλλά και αμάχων δεν συμπεριλαμβάνονταν στους καταλόγους, παρόλο που για πολλούς απ’ αυτούς υπήρχαν μαρτυρίες και στοιχεία πως συνελήφθησαν και για ένα χρονικό διάστημα κρατούνταν ως αιχμάλωτοι από τους Τούρκους.

«Οι οικείοι αποτείνονται σε κλιμάκιο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, που έρχεται στην Κύπρο και δηλώνουν την εξαφάνισή τους. Η αγωνία για τους ελλείποντες κορυφώνεται το τέλος Οκτωβρίου 1974, όταν ολοκληρώνεται η ανταλλαγή αιχμαλώτων και πολλοί από τους ελλείποντες δεν επιστρέφουν», αναφέρει στο ΚΥΠΕ.

Οι οικογένειές τους αρχίζουν να τους αναζητούν, ψάχνοντας για πληροφορίες από συστρατιώτες τους, αιχμαλώτους που επέστρεψαν και εγκλωβισμένους. Οι πληροφορίες που παίρνουν είναι συγκεχυμένες και πολλές φορές αντικρουόμενες, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η αγωνία για την τύχη τους.

«Οι ατομικές και σπασμωδικές αυτές ενέργειες των συγγενών άρχισαν να οργανώνονται και να συντονίζονται, όταν μια ομάδα από πατέρες αγνοουμένων, με πρωτοστάτες τον Οικονόμο Χριστόφορο, το Λάζαρο Σκαλιστή, τον Αριστείδη Κωνσταντίνου και άλλους δημιουργούν την Επιτροπή Γονέων και Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων», λέει ο κ. Σεργίδης.

Η Επιτροπή απαιτεί από την Τουρκία να δώσει πληροφορίες και εξηγήσεις για την τύχη όσων αγνοούνται, χωρίς όμως ανταπόκριση. Αντιδρώντας στη στάση της Τουρκίας, η Επιτροπή διοργανώνει δυναμικές κινητοποιήσεις στην Κύπρο και το εξωτερικό με πορείες, καθιστικές εκδηλώσεις κλπ. Επίσης αρχίζει επαφές με παράγοντες της Κυβέρνησης, των Ηνωμένων Εθνών, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ξένες Πρεσβείες και Διεθνείς Ανθρωπιστικές Οργανώσεις, ζητώντας τη μεσολάβησή τους για να δοθούν πληροφορίες για την τύχη των αγνοουμένων.

‘Όπως μας λέει ο κ. Σεργίδης, η αντιμετώπιση του θέματος από τους αρμόδιους Διεθνείς Οργανισμούς, έως και σήμερα, περιορίζεται περισσότερο σε ευχολόγια και αποφεύγουν να πάρουν πρακτικά μέτρα, παρά την υιοθέτηση σειράς ψηφισμάτων από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη σύσταση της δικοινοτικής διερευνητικής Επιτροπής (ΔΕΑ) υπό την αιγίδα του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών , το 1981.

«Δυστυχώς η επιτροπή αυτή παρέμεινε ανενεργή λόγω της τουρκικής άρνησης μέχρι το 2006, με αποτέλεσμα σήμερα, 51 χρόνια μετά, να αναζητούμε ακόμη περίπου 800 άτομα», αναφέρει ο κ. Σεργίδης.

Ο Ηλίας Γεωργιάδης το 1985 διορίστηκε εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς στη ΔΕΑ. Παρέμεινε στη θέση αυτή ως το 2011, όταν και παραιτήθηκε.

Αναφέρει στο ΚΥΠΕ ότι η επιτροπή ήταν για πολλά χρόνια αναποτελεσματική, «καθηλωμένη σε διαφωνίες και τακτικισμούς» και στη περίοδο αυτή οι συγγενείς αποδύθηκαν σε έναν εντυπωσιακά οργανωμένο αγώνα, όπως τον χαρακτηρίζει, με άσκηση πίεσης σε Κύπρο και εξωτερικό. «Η στήριξη της Κυβέρνησης και της Βουλής ήταν δεδομένη , κινητοποίηση είχαμε και από τους απόδημους. Το 2004 επήλθε μια θετική αλλαγή, συμφωνήθηκε η έναρξη του προγράμματος εκταφών», αναφέρει.

Η συμφωνία Κληρίδη-Ντενκτάς το ‘97

Ο κ. Γεωργιάδης λέει στο ΚΥΠΕ ότι η συμφωνία Κληρίδη- Ντενκτάς αδρανοποιήθηκε εντέχνως από τους Τούρκους και σχετική αναφορά περιλαμβάνεται και σε έκθεση του ΓΓ των ΗΕ. Συνέδραμε , όμως, στο να αλλάξει για λίγο το σκηνικό, αφού για πρώτη φορά ο Ντενκτάς δεχόταν αναφορές σε πιθανούς τόπους ταφής αποδεδειγμένα νεκρών αγνοουμένων, χωρίς όμως όπως διαφάνηκε, να εννοεί αυτά που έλεγε.

«Συνέλαβε στην αλλαγή και η αδημονία της Άγκυρας να ανοίξει ένα κομβικό στάδιο για την πορεία της προς την ΕΕ και η απόφαση το 2001 καταδίκης της από το ΕΔΑΔ αλλά και οι εξελίξεις στη τεχνολογία με το DNA», αναφέρει.

O κ. Γεωργιάδης επισημαίνει παράλληλα ότι οι Τ/κ συγγενείς κινητοποιήθηκαν για συμμετοχή στο πρόγραμμα της Κυβέρνησης για αναζήτηση αγνοουμένων και υπενθυμίζει και την δήλωση του Ρουστέμ Τατάρ , πατέρα του νυν ηγέτη των Τ/κ Ερσίν Τατάρ, που τότε ήταν μέλος της ΔΕΑ, ότι θα δεχόταν την αναζήτηση τόπων ταφής αγνοουμένων, στα κατεχόμενα.

Ο κ. Γεωργιάδης αποκαλύπτει στο ΚΥΠΕ και στοιχεία για μια συνεδρίαση της ΔΕΑ το 2004, στην οποία ανέφερε ότι αν ρωτηθεί από τα ΜΜΕ θα προβεί σε δήλωση για να γίνουν εκταφές από συγκεκριμένη οργάνωση.

Ο ίδιος χωρίς να αποκαλύπτει οτιδήποτε, μας εξιστορεί ότι είχε υπόψη του επιστήμονες που βοηθούσαν στο πρόγραμμα της Κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Hagland που διενεργούσε εκταφές τότε στη Λακατάμεια.

Τότε, ο Ρ. Τατάρ ανησύχησε, ζήτησε διακοπή της συνεδρίασης και όταν επανήλθε είπε ότι είναι και ο ίδιος έτοιμος να προτείνει οργάνωση για εκταφές, από λίστα του Ερυθρού Σταυρού, με την οποία τοποθέτηση συμφώνησε ο κ. Γεωργιάδης και έτσι δόθηκε μεγάλη ώθηση στις εκταφές.

«Ήταν μια απρόσμενη στιγμή. Ήθελα να σκεφτώ εκτός κουτιού και αυτό έπραξα. Είχα στο νου μου μόνο τους συγγενείς και τον πόνο τους και το τι είναι καλό για αυτούς», ανέφερε στο ΚΥΠΕ.

Η συλλογή πληροφοριών και τα πρώτα αρχεία

Οι Κρατικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας από πολύ νωρίς μετά το 1974 άρχισαν την αναζήτηση πληροφοριών. Πληροφορίες, λέει ο Νίκος Σεργίδης, υπήρχαν διάσπαρτες στα αρχεία της Αστυνομίας, της ΚΥΠ και του ΓΕΕΦ, που τελικά συγκεντρώθηκαν στην Κυβερνητική Υπηρεσία Αγνοουμένων, στην οποία τηρούνται ατομικοί φάκελοι για τον κάθε αγνοούμενο. Πληροφορίες υπήρχαν και στα αρχεία των Κρατών που διατηρούσαν στρατιωτικά αποσπάσματα στην Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών το 1974 στην Κύπρο και το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.

«Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάστηκαν μόλις πριν 2-3 χρόνια στη ΔΕΑ. Οι πρώτοι κατάλογοι αγνοουμένων ετοιμάστηκαν από κλιμάκιο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, με βάση τις δηλώσεις των συγγενών τους και παραδόθηκαν στις δύο πλευρές στις συνομιλίες του Λήδρα Πάλας, τον Ιούνιο 1975. Οι κατάλογοι αυτοί περιλάμβαναν 2,500 περίπου άτομα, πολλά από τα οποία χαρακτηρίζονταν ως περιπτώσεις ‘κλειστές’. Επίσης υπήρχαν εκατοντάδες διπλογραφίες», ανέφερε.

Ο κ. Σεργίδης εξηγεί ότι μετά από τον αναγκαίο έλεγχο από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Κράτους και αφού συνέλεξαν συμπληρωματικές πληροφορίες από τις οικογένειες, τις κοινοτικές αρχές κ.α. καταρτίστηκε ο τελικός κατάλογος των ελλειπόντων, που συμπεριλάμβανε 1,619 άτομα.

Ως γνωστό από τον αριθμό αυτό το 1995 η Κυπριακή Κυβέρνηση αφαίρεσε 126 άτομα που θεωρούνται πιθανοί νεκροί. Ο κατάλογος των υπολοίπων 1,493 ατόμων δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα του κράτους στις 10 Ιουλίου 2000.

Ο κατάλογος νεκρών, που επίσης δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, περιλαμβάνει 1,009 άτομα, τόσο στρατεύσιμους όσο και πολίτες.

Σημαντική η συνεισφορά των οικογενειών λέει ο Λ. Παντελίδης της ΔΕΑ

Η πιο σημαντική δουλειά σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες έγινε από τις οικογένειες των αγνοουμένων, λέει στο ΚΥΠΕ ο Λεωνίδας Παντελίδης, εκπρόσωπος της Ε/κ πλευράς στη ΔΕΑ, o oποίος ανέλαβε καθήκοντα το 2019.

Οι πληροφορίες τις πρώτες εκείνες εβδομάδες, μας λέει, έρχονταν από διάφορες πηγές και ελήφθησαν καταθέσεις και από επιζώντες.

«Αλλά σημαντική πηγή ήταν οι οικογένειες. Αυτές των οποίων οι δικοί τους δεν έρχονταν πίσω. Τότε η ΔΕΑ δεν υπήρχε και οι οικογένειες αποτίνονταν στην Υπηρεσία Αγνοουμένων. Λήφθηκαν καταθέσεις και από την Αστυνομία και από εγκλωβισμένους το 1975 και 1976», ανέφερε.

Ο κ. Παντελίδης εξηγεί ότι οι καταγραφές από τον ΟΗΕ και τον Ερυθρό Σταυρό περιήλθαν στα χέρια της ΔΕΑ μόλις τα τελευταία χρόνια.

«Πήγαμε στα Ηνωμένα Έθνη σε Νέα Υόρκη και Ελβετία. Εκεί έγινε η ουσιαστική δουλειά και η συστηματική ανάγνωση εμπιστευτικών αρχείων. Δηλαδή μεταξύ 2016 και 2020. Και έγινε και καταγραφή από τα αρχεία της Ουνφικυπ. Δυστυχώς μεταξύ 1974-2016 δεν είχε γίνει συστηματική έρευνα σε Νέα Υόρκη και Ελβετία. Υπήρχαν κάποια έγγραφα για αιχμαλώτους, αλλά σκόρπια», εξήγησε.

Ο κ. Παντελίδης ανέφερε ότι ως ΔΕΑ πήραν όλες τις διαφορετικές πηγές πληροφοριών και τις συνέθεσαν. Συγκεντρώθηκαν έτσι τα αρχεία σε μια βάση δεδομένων με χάρτες. Αυτή η βάση περιέχει όλες τις πληροφορίες, τις αναφορές των αρχαιολόγων, τις εκθέσεις και φωτογραφίες και αυτή η βάση χρησιμοποιείται στο πεδίο κατά τις ανασκαφές. Η οπτικοποίηση όλων αυτών των πληροφοριών που ήταν σε μορφή κειμένων, έγινε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του κορωνοϊού.

Από τις πιέσεις των συγγενών στη δημιουργία της ΔΕΑ

H δημιουργία της ΔΕΑ ήταν το αποτέλεσμα της πίεσης των συγγενών, αναφέρει στο ΚΥΠΕ ο Λεωνίδας Παντελίδης.

«Από τις πρώτες μέρες οργανώθηκαν, ασκήθηκε δημόσια πίεση, ζητούσαν συναντήσεις από τους πολιτικούς, πήγαιναν σε Πρεσβείες, διαδήλωναν και η πίεση αυτή οδήγησε το 1981 σε τρεις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για αντιμετώπιση του ζητήματος. Καλούσαν [οι αποφάσεις αυτές] για δημιουργία μηχανισμού για διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων», ανέφερε.

Ο κ. Παντελίδης ανέφερε ότι όταν το 1981 δημιουργήθηκε η ΔΕΑ δεν υπήρχε καν κατάλογος αγνοουμένων και επικρατούσε δυσπιστία. Οι συναντήσεις γίνονταν με ένταση, η μια πλευρά δεν γνώριζε τον κατάλογο της άλλης.

«Για πολλά χρονιά δεν υπήρχε η αποκάλυψη των καταλόγων αυτών, ούτε από την μία πλευρά ούτε από την άλλη. Έρχονταν υποθέσεις μεμονωμένες. Μεμονωμένοι φάκελοι. Μετά άρχισαν οι συζητήσεις για ενιαίο κατάλογο. Εμείς ως Ε/κ πλευρά υποβάλαμε κατάλογο 1,619 ατόμων. Μειώθηκε σε 1,510 καθώς αφαιρέθηκαν 129 άτομα λόγω μαρτυρίων. Καταλήξαμε σε συνολικά 2,002 άτομα», ανέφερε.

Ο κ. Παντελίδης υπενθυμίζει ότι τότε δεν πραγματοποιούνταν ανασκαφές, και ότι το 1997 έγινε η πρώτη προφορική συμφωνία στη Νέα Υόρκη για να ανοίξει ξανά το θέμα, με καθαρά ανθρωπιστική προσέγγιση.

Ακολούθησε γραπτή συμφωνία στην Κύπρο για τις πρώτες εκταφές που τελικά πραγματοποιήθηκαν το 2006.

«Το 2004-2005 οι εκταφές ξεκίνησαν μονοκοινοτικά, από τη δική μας πλευρά. Δόθηκε έτσι μια ώθηση τότε και το 2006 δημιουργούνται οι πρώτες μεικτές ομάδες αρχαιολόγων για κοινές ανασκαφές. ‘Αρα οι 1,700 τόσες ανασκαφές για τις οποίες γίνεται λόγος, είναι από το 2006 ως σήμερα», αναφέρει.

Στις πρώτες ανασκαφές υπήρξε συνδρομή ομάδων ειδικών από την Αργεντινή.

«‘Ήρθαν από Αργεντινή και δούλεψαν μερικούς μήνες μαζί μας. Είδαν τον τρόπο εργασίας και ανέλαβαν οι δικοί μας αρχαιολόγοι μετά. Την πρώτη κιόλας μέρας των ανασκαφών μας , τριών στο σύνολο, βρέθηκαν οστά», αναφέρει.

«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω περίπτωση»

Ο κ. Παντελίδης έχει συνοδεύσει κάποιες φορές μάρτυρες σε ανασκαφές. Του ζητήσαμε να μας περιγράψει τις εμπειρίες του και αν θυμάται κάποια περίπτωση που του μένει χαραγμένη στο μυαλό.

«Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις περίπτωση. Δεν μπορώ να κάνω καμία διάκριση. Πως μπορείς να κάνεις διάκριση; Πως ξεχωρίζεις μια περίπτωση στρατιώτη που πολέμησε μόνος του από μια περίπτωση ομαδικής εκτέλεσης σαράντα ανθρώπων; Δεν γίνεται διάκριση. Όλες είναι χωριστές, όλες τραγικές και δραματικές και δένεσαι», μας εξιστορεί.

Αναφέρει ακόμη ότι η πόρτα της ΔΕΑ είναι πάντα και καθημερινά ανοικτή για όλους τους συγγενείς, Ε/κ και Τ/κ. Πολλοί έρχονται και ζητούν να μάθουν για τις περιπτώσεις των ανθρώπων τους, σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι έρευνες, αν προκύπτουν νεότερα στοιχεία. Πολλοί ζητούν να μεταβούν και στο γραφείο του Τ/κ εκπροσώπου στη ΔΕΑ.

«Η επαφή μας με τους συγγενείς είναι συνεχής, από τη πρώτη μέρα ερευνών έως και την παράδοση οστών», αναφέρει.

Ποια είναι η κατάσταση σήμερα, τα τελευταία στοιχεία

Με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στο ΚΥΠΕ στις 8 Ιουλίου, αυτή τη στιγμή τα συνεργεία της ΔΕΑ διενεργούν έρευνες σε 9 σημεία στα κατεχόμενα και τις ελεύθερες περιοχές. Σε πέντε περιπτώσεις οι πληροφορίες αναφέρονται σε ταφές έως και 6 ατόμων ενώ σε ένα σημείο οι αναφορές αφορούν αόριστο αριθμό Ε/κ. Σε τρεις από τις συνολικά εννέα περιπτώσεις εντοπίστηκαν το 2006, το 2007, το 2010 και το 205 συνολικά οστά 59 αγνοουμένων.

Έρευνες στο παρελθόν έγιναν και σε άλλα σημεία, χωρίς αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με έκθεση της ΔΕΑ με επικαιροποιημένα στοιχεία, η Επιτροπή προέβη σε εκταφή 1.704 οστών μέχρι τις αρχές Μαΐου 2025. Συνολικά, από τους 2,002 αγνοούμενους, των οποίων οι οικογένειες δεν είχαν νέα μετά τα γεγονότα του 1963/64 και του 1974, καθώς και κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου, ταυτοποιήθηκαν 1.054 αγνοούμενοι.

Πηγή: ΚΥΠΕ

Το άρθρο 1974: Οι αιχμάλωτοι που δεν επέστρεψαν ποτέ και η πρώτη κινητοποίηση για αγνοούμενους εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.