Δήμος και παρακμή: Η δημογραφικήπρόκληση και η παροικία

ΠΡΙΝ από λίγα χρόνια συμμετείχα σε μια διαμεσολάβηση στο κέντρο. Στο διάλειμμα στάθηκα στο παράθυρο. Το κρύο τζάμι στα δάχτυλά μου πλαισίωσε έναν ανοιχτό ορίζοντα, μια αίσθηση ελευθερίας που έλειπε τόση ώρα.

«Ωραία θέα έχετε εδώ», είπα. «Από εδώ φαίνεται ο Καθεδρικός του Αγίου Παύλου».

Ο αντίδικος με κοίταξε απορημένος: «Δεν είναι ελληνική εκκλησία αυτή».

«Ούτε είστε κι εσείς, κι όμως σας διακρίνω», του απάντησα.

Οι Ελληνοαυστραλοί που ανέδειξαν τις εκκλησίες και τις κοινότητές μας ζουν σήμερα μια ιδιότυπη αντίφαση: βρίσκονται παντού γύρω μας, αλλά για την άρχουσα ομάδα παραμένουν αόρατοι. Τους βλέπεις να μπαινοβγαίνουν από τον ναό μετά από μια κηδεία ή λειτουργία και να κατευθύνονται προς τα μαγαζιά της γειτονιάς, συνδέοντας καθημερινά τον χώρο με τη ζωή τους, όπως έκαναν πάντα. Οι Ενορίες μας ιδρύθηκαν για να στηρίξουν έναν πληθυσμό που χρειαζόταν δικούς του χώρους· με τον χρόνο όμως έγιναν οργανικό στοιχείο του τοπικού ιστού.

Ο παπάς ανεβαίνει στο Δημαρχείο για θέματα εκδηλώσεων, τα παιδιά τσιμπολογούν από το δίπλα μαγαζί, οι τεχνίτες μπαίνουν για επισκευές, άλλοι κάνουν μάθημα, οι ηλικιωμένοι βρίσκουν συντροφιά στο γεροντικό, οι εργαζόμενοι περνούν βιαστικά να ανάψουν ένα κερί πριν συνεχίσουν την ημέρα τους.

Όλα αυτά τα βλέπει κανείς, αν θέλει να τα δει. Για ορισμένους δημοτικούς παράγοντες, όμως, η ύπαρξη μιας παλιάς μεταναστευτικής παροικίας μοιάζει δυσνόητη. Δημιουργήσαμε θεσμούς πολύ πριν θεσμοθετηθεί η πολυπολιτισμικότητα, χωρίς επιχορηγήσεις ή ειδική υποστήριξη· κι όμως, όταν αυτό αναγνωρίζεται, συχνά αντιμετωπίζεται ως ενόχληση.

Στον Δήμο Merri-bek αυτή η στάση έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητή. Στον Άγιο Βασίλειο, στην οδό Staley στο Brunswick, η πρόταση μόνιμου κλεισίματος του δρόμου έχει προκαλέσει έντονη δυσφορία. Παρουσιάζεται ως «ενίσχυση της πεζοπορίας», αλλά στην πράξη δυσκολεύει σοβαρά την πρόσβαση όσων χρειάζονται ασφαλή στάθμευση για κηδείες, ηλικιωμένους ή βραδινές ακολουθίες. Οι ενορίτες εξέφρασαν εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια, την κυκλοφοριακή φόρτιση και την ανατροπή παγιωμένων τρόπων προσέγγισης του ναού· παρ’ όλα αυτά, οι ενστάσεις τους βαφτίστηκαν «αντίσταση στην πρόοδο».

Ακόμη πιο ανησυχητικές είναι οι εξελίξεις στον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Coburg. Ο Δήμος εμφανίζεται έτοιμος να επιτρέψει μεγάλη αύξηση δόμησης στις οδούς Victoria και Church. Οι developers εισηγούνται ψηλά κτίρια που θα ρίχνουν σκιά, θα περιορίζουν τον ανοιχτό χώρο και θα περικλείουν τον ναό σε μια αλλοιωμένη γειτονιά. Η μείωση αποστάσεων, οι νέες είσοδοι και η απώλεια φωτός και αέρα επηρεάζουν άμεσα λιτανείες, συναθροίσεις και τον φυσικό ρυθμό της ενοριακής ζωής.

Παρ’ ότι όλα αυτά εμφανίζονται ως «αστικός εκσυγχρονισμός», πίσω τους κρύβεται η αντίληψη ότι οι μεταναστευτικοί θεσμοί είναι προσωρινοί, ανεκτοί μόνο όσο ταιριάζουν σε νέες αστικές λογικές που απολυτοποιούν την πυκνότητα και υποβαθμίζουν τη μνήμη. Αυτό επιβεβαιώνει τον Henri Lefebvre: ο χώρος είναι πεδίο εξουσίας. Όταν ο σχεδιασμός γίνεται χωρίς όσους κατοικούν τον χώρο, οι κοινότητες περιθωριοποιούνται. Η αδικία δεν είναι ο άμεσος εκτοπισμός αλλά η αργή απομάκρυνση μέσα από πολεοδομικούς χειρισμούς. Αντίστοιχα, ο Homi Bhabha περιγράφει «ενδιάμεσες» ζώνες, όπου οι μειονότητες επιτρέπεται να υπάρχουν μόνο σε περιοχές ανοχής.

Η Hannah Arendt υπενθυμίζει ότι μια κοινότητα υπάρχει ουσιαστικά μόνο όταν έχει παρουσία στον δημόσιο χώρο. Όταν ο σχεδιασμός εμποδίζει αυτή την παρουσία, ωθεί την κοινότητα στην ιδιωτική αφάνεια. Ο Foucault ανέλυσε πώς η εξουσία διαχειρίζεται πληθυσμούς μέσω ζωνών και ταξινομήσεων, ενώ η Sara Ahmed εξηγεί ότι τα εμπόδια πρόσβασης αλλοιώνουν την αίσθηση του ανήκειν· ένας τόπος που φτάνεις δύσκολα παύει να θεωρείται δικός σου.

Ο Δήμος, όμως, επιλέγει να επικαλείται αποκλειστικά τους ηλικιωμένους, παρουσιάζοντάς τους ως το σύνολο της ελληνικής παροικίας. Έτσι, οι ανησυχίες τους αποδίδονται σε «νοσταλγία», ενώ η ενεργή παρουσία των νεότερων –και η αυξανόμενη συμμετοχή ανθρώπων διαφορετικών εθνοτικών προελεύσεων– εξαφανίζεται από τη συζήτηση. Το αποτέλεσμα είναι μια επίπλαστη εικόνα διαβούλευσης: φαίνεται πως κάποιοι ακούστηκαν, ενώ στην πράξη οι περισσότερες φωνές μένουν εκτός.

Σε αυτό το ήδη περιορισμένο πλαίσιο, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενορίτες πλήττονται ιδιαίτερα. Η πρόσβαση γι’ αυτούς είναι αναγκαιότητα: χρειάζονται κοντινά σημεία αποβίβασης, ράμπες χωρίς εμπόδια και ασφαλείς διαδρομές. Όταν ο Δήμος κλείνει δρόμους ή επιτρέπει ογκώδεις αναπτύξεις που περιορίζουν τον χώρο γύρω από τον ναό, παραβλέπει όχι μόνο αυτές τις ανάγκες αλλά και μια βασική υποχρέωση φροντίδας απέναντι σε όσους κράτησαν τις Ενορίες ζωντανές επί δεκαετίες. Και αυτή η μέριμνα δεν αφορά μόνο τους ηλικιωμένους· είναι κρίσιμη για όλες τις γενιές.

Παράλληλα, η θεσμική υπόσταση των Ενοριών παραμένει ευάλωτη. Οι ελληνικές εκκλησίες έχουν ουσιαστικό κοινωνικό αποτύπωμα αλλά σπάνια αναγνωρίζονται ως χώροι πολιτιστικής κληρονομιάς. Η αξία τους έγκειται κυρίως στη συνεχή χρήση και στη συμβολή τους στη συνοχή της παροικίας, γεγονός που τις αφήνει εκτεθειμένες απέναντι σε ιδιωτικές αναπτύξεις και δημοτικές παρεμβάσεις.

Έτσι καλλιεργείται μια μορφή αστικής λήθης. Οι πολεοδόμοι μιλούν για «ενεργοποίηση» και «αναβάθμιση», αλλά λησμονούν ότι σε αυτούς τους χώρους έχουν διαμορφωθεί δεκαετίες κοινότητας. Ο ναός εμφανίζεται στα έγγραφα ως απλός «χώρος συνάθροισης», απογυμνωμένος από την ιστορία του. Και όμως, η κοινότητά μας παραμένει παρούσα.

Κάπως έτσι οι ενορίτες καταλήγουν να παρουσιάζονται ως εμπόδιο στην πρόοδο· ότι «έμειναν πίσω» ή ότι επιμένουν σε μια πραγματικότητα που έχει παρέλθει.

Όμως οι μακρόχρονες χρήσεις και οι παραδόσεις δεν είναι λεπτομέρειες προς διαγραφή. Το κρίσιμο σήμερα είναι να αναγνωρίσουμε τι καθορίζει τη συνοχή της κοινότητάς μας: η συνεχώς μεταβαλλόμενη δημογραφία και ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται ο χώρος. Το βίωσα και ο ίδιος ως παιδί, όταν στην Ενορία μου απαλλοτριώθηκαν τα γύρω σπίτια για την ανέγερση του κτηρίου της Εφορίας. Οι ελληνικές οικογένειες διασκορπίστηκαν και η Ενορία ακόμη κουβαλά τις συνέπειες εκείνης της ανατροπής.

Η δημογραφική μεταβολή είναι πλέον δεδομένη. Οι περισσότερες εκκλησίες μας βρίσκονται σε ακριβά, πυκνοκατοικημένα προάστια όπου οι νέοι δυσκολεύονται να ζήσουν και η στάθμευση είναι μαρτύριο. Η απόσταση και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μειώνουν τη συμμετοχή, ενώ πολλοί πολεοδόμοι που δεν αντιλαμβάνονται τον ρόλο των εθνοτικών θεσμών τούς θεωρούν κατάλοιπα άλλης εποχής. Καθώς ο πληθυσμός μετακινείται προς τα έξω, το μήνυμα που λαμβάνουμε είναι πως «ο χρόνος μας πέρασε».

Οι κοινωνιολόγοι μιλούν για «δεύτερη Διασπορά». Η πρώτη γενιά συγκεντρώθηκε γύρω από εργοστάσια και γραμμές τραμ, δημιουργώντας εκκλησίες, συλλόγους και σχολεία. Η σημερινή γενιά μετακινείται προς τα έξω, χωρίς τα αντίστοιχα θεσμικά στηρίγματα να ακολουθούν. Η ταυτότητα μεταβιβάζεται στην οικογένεια αλλά χρειάζεται και κοινόχρηστους χώρους. Όταν ο πλησιέστερος ελληνικός ναός ή σχολείο βρίσκεται μακριά, η συνέχεια αποδυναμώνεται· και όσο απομακρύνεται η εγγύτητα, τόσο εξασθενεί η συνοχή.

Δεν ευθυνόμαστε που οι πρόγονοί μας έχτισαν πολλές εκκλησίες κοντά η μία στην άλλη. Έτσι λειτουργούσε τότε η πόλη: με μέσα μαζικής μεταφοράς και έντονη εθνοτική συγκέντρωση. Τώρα όμως, με τους νέους να εγκαθίστανται στα εξωτερικά προάστια, τίθεται το ερώτημα: ποια θεσμικά στηρίγματα τους περιμένουν εκεί; Πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες και οι ταυτότητές τους;

Οφείλουμε να υπερασπιστούμε όσα χτίσαμε και να αντισταθούμε σε κάθε προσπάθεια να καταστούμε αόρατοι. Αλλά οφείλουμε και να σκεφτούμε δημιουργικά. Να αναρωτηθούμε πώς θα λειτουργούν οι μελλοντικές μας δομές σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ίσως η λύση να είναι η ευελιξία: προκατασκευασμένοι ναοί, κινητά σχολεία και σύλλογοι, χώροι που εγκαθίστανται όπου υπάρχουν νέες οικογένειες και μετακινούνται όταν αλλάζουν τα δεδομένα.

Τέτοια ευελιξία απαντά στο επιχείρημα «είμαστε μακριά» και ενισχύει τη συμμετοχή. Αντιστέκεται και σε όσους επιχειρούν να μας αποκλείσουν από τον δημόσιο χώρο μέσω πολεοδομικών αποφάσεων.

Το μέλλον δεν είναι εκκλησίες εγκαταλειμμένες σε κλειστούς δρόμους· είναι μια ζωντανή ελληνική παρουσία, σίγουρη για την ταυτότητά της και βαθιά δεμένη με τον τόπο όπου ζει. Για να το πετύχουμε, πρέπει να απευθυνόμαστε στις δημοτικές μας αρχές όχι ως αιτούντες, αλλά ως συνεχιστές μιας μακράς αυστραλιανής παράδοσης· ως οικοδόμοι κοινοτήτων που διαμόρφωσαν τη Μελβούρνη επί γενιές, όχι ως διαρκώς «φιλοξενούμενοι».

The post Δήμος και παρακμή: Η δημογραφικήπρόκληση και η παροικία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.