
Σε μια ανοικτή συζήτηση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να μιλήσει χθες ακόμη και για την αποχώρησή του από την πολιτική, έστω κι αν δεν έβαλε χρονοδιάγραμμα: «Δεν βλέπω την πολιτική ως καριέρα που θα κάνω σε όλη μου τη ζωή. Ελπίζω ότι για εμένα θα υπάρξει καριέρα και έξω από την πολιτική», είπε ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Blavatnik School of Government του ιστορικού πανεπιστημίου, απαντώντας στην κοσμήτορα της σχολής, καθηγήτρια Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης, Νάιρι Γουντς.
Ο Μητσοτάκης υποστήριξε ότι «υπήρχε ανέκαθεν η προσδοκία» ότι θα γινόταν πολιτικός, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα και της αδελφής του. Αποκάλυψε, μάλιστα, ότι έλαβε τη σχετική απόφαση δέκα ολόκληρα χρόνια προτού θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής. «Το αποφάσισα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, επέλεξα να κάνω πρώτα καριέρα έξω από την πολιτική, στον ιδιωτικό τομέα» είπε, αναφερόμενος στα χρόνια του στην Chase Bank, στη McKinsey & Company και σε άλλες εταιρείες, προτού καθίσει για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά έδρανα το 2004. Και παρότι, όπως υποστήριξε, «δεν το έχει μετανιώσει», εξομολογήθηκε στη νεοζηλανδή ακαδημαϊκό ότι «οι περισσότερες μέρες στην πολιτική είναι σκληρές», ενώ προσδιόρισε τη ΝΔ ως ένα «συντηρητικό, φιλελεύθερο, κεντροδεξιό κόμμα».
«Οταν χάσαμε το 2015…»
Λίγο αργότερα, αποκάλυψε ότι κάποια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει και να εγκαταλείψει πρόωρα τον πολιτικό στίβο – όχι όμως αφότου είχε ανέλθει στην πρωθυπουργία. «Οταν χάσαμε τις εκλογές το 2015 (σ.σ.: από τον ΣΥΡΙΖΑ), το συζήτησα με τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου – παρεμπιπτόντως, ποτέ μην μπείτε στην πολιτική εάν δεν είναι σύμφωνη η οικογένειά σας – και είπα στον εαυτό μου ότι αν δεν γίνω πρόεδρος της ΝΔ, πιθανόν θα πρέπει να κάνω κάτι διαφορετικό. Εφτασα αρκετά κοντά τότε (σ.σ.: στο να εγκαταλείψω την πολιτική), αλλά τελικά κέρδισα τις εσωκομματικές εκλογές (σ.σ.: το 2016)».
Σε σχόλιο της ακαδημαϊκού για την αρνητική στάση των ΗΠΑ απέναντι στην επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, και συγκεκριμένα για τις πρόσφατες δηλώσεις της αμερικανίδας πρεσβευτού Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, ο Πρωθυπουργός τόνισε: «Πρέπει να γίνουν συμβιβασμοί. Σεβόμαστε τις συμμαχίες μας (σ.σ.: με τις ΗΠΑ), αλλά σεβόμαστε και τις συμφωνίες που έχουμε κάνει».
Οταν κάποιος από το ακροατήριο του ζήτησε να δώσει… συμβουλές στον βρετανό πρωθυπουργό, Κιρ Στάρμερ, για το πώς να αντιμετωπίσει το Μεταναστευτικό, ο Μητσοτάκης απάντησε: «Δεν δίνω συμβουλές σε συναδέλφους μου. Η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε πολιτική ανοικτών θυρών στη μετανάστευση. Εμείς πήραμε την απόφαση να καταστήσουμε πολύ δύσκολο το να έρθει κάποιος στη χώρα. Αν είσαι οικονομικός μετανάστης θα προσπαθήσουμε να σε συλλάβουμε και να σε στείλουμε πίσω».
Απαντώντας σε ερώτηση για τη δημοσιογραφική ελευθερία στην Ελλάδα, ο Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι «έχουμε ένα περιβάλλον που προάγει την ελευθερία του λόγου. Εχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία» – παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρώπης στην κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) για την ελευθερία του Τύπου το 2025.
Αναφερόμενος στον λόγο που αρθρώνεται διά των κοινωνικών δικτύων, ο Πρωθυπουργός σημείωσε ότι «υπάρχει τοξικότητα στη δημόσια σφαίρα».
Είναι δύσκολο, είπε, «να διαχωρίσω την ειλικρινή κριτική από τις επιθέσεις που έχουν στόχο να σε καταστρέψουν ως χαρακτήρα. Προσπαθώ να προστατέψω την οικογένειά μου από τα αρνητικά σχόλια». Και πρόσθεσε: «Η παραπληροφόρηση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης είναι μεγάλη πρόκληση ενόψει των επόμενων εκλογών».