Η Αριστερά ως επιχείρηση

Επιστρέφω νοερά στα 2010. Η χώρα έχει χρεοκοπήσει και ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου πηγαίνει στο Καστελλόριζο και ανακοινώνει τη σύναψη Μνημονίου με το ΔΝΤ, τους εταίρους και τους δανειστές. Η χώρα τίθεται υπό επιτροπεία. Είχε έρθει η ώρα της Αριστεράς (και της Ακροδεξιάς, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ανέκδοτο, προς το παρόν χρησιμότερο να το ξέρουν οι Γάλλοι).

Και τι έκανε η Αριστερά; Ξαμολήθηκε στους δρόμους, προσεκτικά πίσω από τους μπάχαλους με τους οποίους είχε συνάψει σχέσεις το 2008, εργαζόμενη υπέρ ενός αντικοινοβουλευτικού μηδενισμού και, ασφαλώς, κατά της Ευρώπης, της Δύσης, των αγορών. Η κουλτούρα της διαμαρτυρίας, την οποία για δεκαετίες εκπροσωπούσε, της παρείχε τεχνογνωσία – και ορισμένοι ζωτικοί μύθοι, ότι θα πολεμήσουν «τη διαπλοκή», ότι θα σκίσουμε τα Μνημόνια κι ότι «το παλιό» πεθαίνει, έδωσαν αέρα στα πανιά της. Η χώρα χωρίστηκε στα δύο και το δημοφιλές σύνθημα «Ή εμείς ή αυτοί», που το έγραφε συνεχώς και «Η Αυγή», οδήγησε την πολιτική σύγκρουση μέχρι την κάλπη του 2015, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ (μαζί με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου) έγινε κυβέρνηση.

Τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αφού απέτυχαν τα πειράματα που θα οδηγούσαν τη χώρα εκτός Ευρώπης και, πιθανόν, σε ένα πολίτευμα μη δημοκρατικό, ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύτηκε ως κόμμα που εκτελούσε Μνημόνιο (το τρίτο και μεγαλύτερο, που υπέγραψε εξαιτίας των κυβερνητικών χειρισμών του), με την οικονομική πολιτική να χαράσσεται από τους δανειστές. Η χώρα παρέμεινε σε ευρωπαϊκή τροχιά και, απλώς, η κυβέρνηση Τσίπρα επιχείρησε να ελέγξει ΜΜΕ και Δικαιοσύνη με σκοπό να επηρεάσει τις εκλογικές διαδικασίες. Αποδείχτηκε ότι είχε χαθεί η δυναμική του εγχειρήματος. Οι πολίτες δεν έβλεπαν την ώρα να αναλάβει μια κανονική κυβέρνηση μια χώρα που θα διεκδικήσει εκ νέου την ευρωπαϊκή κανονικότητα.

Η Αριστερά έχασε το 2019 τις εκλογές – αλλά είχε προλάβει να ανασυγκροτηθεί ως μπλοκ εξουσίας. Με σοβαρό μερίδιο σε κρατικά κονδύλια και με στελέχη σε σοβαρές θέσεις της δημόσιας γραφειοκρατίας. Τα κομματικά στελέχη δεν ήταν οι φτωχοί των προηγούμενων δεκαετιών που αγωνίζονταν από το υστέρημα του χρόνου τους για την ιδεολογία τους. Η κομματική και η κυβερνητική τους θητεία είχε πλέον δώσει μια επαγγελματική διάσταση στην ενασχόλησή τους με τα κοινά – ίσως όχι με τον τρόπο που εννοούσε ο Μαξ Βέμπερ την επαγγελματική σχέση με την πολιτική, αλλά ελάχιστοι παλιοί μαρξιστές (ή ό,τι άλλο) τα έχουν καλά με τη βιβλιογραφία. Εν πάση περιπτώσει, στο τέλος πολλές και πολλοί είδαν το κόμμα ως επιχείρηση – και τους εαυτούς τους ως στελέχη της.

Πιστεύαμε όμως ότι, όπως και το υπόλοιπο κομματικό σύστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια κρατικοδίαιτη μηχανή. Κάτι που δεν αναγνωρίζει σήμερα ο πρόεδρός του, ο Στέφανος Κασσελάκης.

Είχε η επιχείρηση ΣΥΡΙΖΑ μαύρα ταμεία και μαύρα χρήματα, όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρος; Κανείς εκτός όσων υπήρξαν εντός του νυμφώνος δεν μπορεί να ξέρει. Υπάρχει βεβαίως μια κοινοβουλευτική διαδικασία ελέγχου, που θεωρείται αξιόπιστη – αλλά αν ο Κασσελάκης την αμφισβητεί, έχει την υποχρέωση να εξηγήσει και, αν χρειαστεί, να κατονομάσει συμφέροντα που επένδυσαν στον ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση, μια δήλωση περί μαύρου χρήματος για έναν κομματικό μηχανισμό που επί χρόνια επικαλούνταν την ορθολογική διαχείριση και την αποφυγή της σπατάλης απαιτεί διερεύνηση και εξηγήσεις – έναντι των θεσμών, δηλαδή έναντι των πολιτών.