Βροχή

Βρέχει. Το προστατευτικό του κράνους του είναι κατεβασμένο, γεμάτο σταγόνες που δυσκολεύουν την όραση. Σκοτάδι. Οι σταγόνες διαθλούν ελάχιστο φως που δραπετεύει από τα σύννεφα. Πανσέληνος απόψε. Σκοτεινή. Δεν βλέπει σχεδόν τίποτα.

Η μηχανή του πλαγιάζει απαλά σε κάθε στροφή, σχεδόν σταματάει στις απότομες, σχεδόν σταματάει και στις πέτρες και τους μικρούς βράχους που έχουν πέσει από τα πρανή του δρόμου. Αποσαθρωμένοι σχιστόλιθοι που κόβουν σαν ξυράφι.

Σε έναν τέτοιο βρίσκει η μπροστινή ρόδα, η μηχανή κάνει δυο – τρεις ελιγμούς σαν χορευτικές πιρουέτες, γλιστράει με σκασμένο το μπροστινό λάστιχο στον γκρεμό στ’ αριστερά του και κατρακυλάει προς το ποτάμι που μουγκρίζει αναπηδώντας. Ο αναβάτης αυτονομείται, διαγράφει μία καμπύλη και βυθίζεται στην πλαγιά χτυπώντας με σφοδρότητα σε βράχους και πέτρες.

Αυτό που σκέφτεται είναι πως το τέλος έφτασε. Από ένα φρενάρισμα που δεν ήρθε στην ώρα του.

Νωρίτερα, είχαν κάνει έρωτα με την Αλίκη, κρυφά, στην αποθήκη του σπιτιού της.

Ο παράλυτος πατέρας της έχει εξαιρετικά αυξημένη ακοή. Και το σχοινί της καμπάνας του μοναστηριού να κινηθεί από τον αέρα, ο Παντελής θα το ακούσει. Βέβαια, δεν μένουν και πολύ μακριά από το μοναστήρι. Ο ένας τοίχος του σπιτιού τους είναι ο μαντρότοιχος του μοναστηριού. Γι’ αυτό και οι δυο τους έκαναν έρωτα άηχα. Με τον πόθο να πνίγεται στον φόβο.

Η Αλίκη ερωτεύτηκε τον Γιώργο, όταν αυτός έφτασε ένα απόγευμα με τη μηχανή του από την πρωτεύουσα του νομού, απεσταλμένος γιατρός για να εξετάσει τους κατοίκους του χωριού.

Δεν είναι και πολλοί οι κάτοικοι. Τρεις οικογένειες όλες και όλες. Μία από αυτές η οικογένεια του Παντελή, του χτίστη του χωριού.

Το χωριό είναι βυθισμένο σε μία χαράδρα. Δεξιά και αριστερά, στις πλαγιές της χαράδρας είναι καρφωμένα τα σπίτια. Τα περισσότερα χάσκουν νεκρά και αμήχανα, με τα χρόνια που πέρασαν από επάνω τους να τα έχουν ρημάξει. Χωρίς σκεπές, χωρίς κουφώματα. Νεκρές μάσκες.

Ο Παντελής έχτισε σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού, όταν οι κάτοικοι δεν ήθελαν να αφήσουν το βουνό για τις μεγάλες πόλεις. Κατόπιν, όπως πέρασαν τα χρόνια, έκανε όλες τις επισκευές και τα μερεμέτια. Eνα καλοκαιρινό μεσημέρι έπεσε από μία σκεπή και χτύπησε άσχημα την πλάτη του. Eμεινε καθισμένος στο αναπηρικό του αμαξίδιο από τότε.

Η Αλίκη, η κόρη του, έμεινε για να τον προσέχει αφού η γυναίκα του τον παράτησε. Δεν άντεχε να τον βλέπει σε αυτό το χάλι. Τον λυπόταν, δύο μέτρα άντρα, παράλυτο πια, να μην μπορεί να κάνει τίποτα. Λυπόταν και τον εαυτό της.

Η Αλίκη ήταν δώδεκα χρονών όταν έφυγε η μητέρα της. Oλοι είπαν ότι έφυγε με άλλον άντρα ή για άλλον άντρα, αλλά η Αλίκη ξέρει πως η μητέρα της έφυγε γιατί δεν άντεχε τη θλίψη. Μέχρι που η θλίψη τη βρήκε και την αποτελείωσε κρεμασμένη από ένα μπαλκόνι.

Από τα δώδεκα μέχρι τώρα, στα δεκαεννιά της, η Αλίκη φρόντιζε τον πατέρα της. Πήγε σχολείο στο χωριό χωρίς να μένει στο οικοτροφείο. Τέλειωσε το Λύκειο, αλλά μετά, αν και πέρασε στη σχολή που ήθελε στην Αθήνα, δεν πήγε να φοιτήσει. Eπρεπε να φροντίζει τον πατέρα της.

Ο Παντελής είναι άγιος άνθρωπος. Το ίδιο και η κόρη του. Οι δυο καλοσύνες συγκρούονται διαρκώς. Εκείνη δεν ήθελε να τον αφήσει, εκείνος επέμενε πως δεν τη χρειαζόταν, αφού θα τον φρόντιζε η θεία της, η αδελφή της μητέρας της.

Με το πες και το πες, η Αλίκη δεν έφυγε.

Αφού πέρασε ένας χρόνος, ο Παντελής δέχτηκε τη νέα κατάσταση. Η μικρή του κόρη διέσχισε με ταχύτητα τα στάδια ανάπτυξης που οι άνθρωποι θέλουν χρόνια για να περπατήσουν. Μεγάλωσε μέσα σε έναν χρόνο όσο οι άλλοι σε δέκα.

Oταν την αντίκρισε ο Γιώργος, την ημέρα που μπήκε σπίτι του Παντελή για να τον εξετάσει, αυτός, νέος γιατρός, όμορφος και γεροδεμένος, όταν την αντίκρισε, λοιπόν, κάπως σαν ένα κύμα φουρτουνιασμένο να χτύπησε το κούτελό του.

Η Αλίκη έμεινε να τον κοιτά. Το στέρνο της πήρε φωτιά. Οι λαγόνες της ρίγησαν απαλά καθώς κινήθηκε προς το μέρος του να δώσει τα κουτιά με τα φάρμακα του Παντελή. Πρώτη φορά ένιωσε κάτι τέτοιο να τη βασανίζει.

Από εκείνο το απόγευμα πέρασε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα που συνδέει τις δυο πλαγιές στις οποίες φυτρώνουν τα σπίτια του χωριού.

Η Αλίκη φοβόταν μήπως για χάρη του πόθου της προδώσει τον πατέρα της και τον αφήσει μόνο του, βυθισμένο στο αμαξίδιό του και στα αιμοβόρα κουτσομπολιά των άλλων.

Ο Παντελής λυπόταν που η κόρη του έλιωνε εξαιτίας του, εδώ στα βουνά, δίπλα στο έρημο μοναστήρι. Και τι δεν θα έδινε να μπορούσε να της κάνει τα χατίρια που ένας πατέρας κάνει στην κόρη του.

Ο Γιώργος τώρα είναι νεκρός, πεσμένος μπρούμυτα, με το κρανίο τσακισμένο και το αίμα του να μπερδεύεται με το νερό της βροχής και του ποταμού στην όχθη του οποίου ξεψύχησε.

Η υπαστυνόμος Αντιγόνη Δημητρίου στέκεται δίπλα του και παρατηρεί τη στάση του σώματος του νεκρού. Σαν να προσεύχεται, γονατισμένος σε ένα ανύπαρκτο χαλί, με το μέτωπο καρφωμένο στον βράχο που ξεμυτίζει από το νερό.

Τον ξέρει αυτόν τον τύπο. Είναι ο γιατρός που τραβάει τα βλέμματα με τη μηχανή μεγάλου κυβισμού και το γεροδεμένο του κορμί. Που πάει στα χωριά και καλοπιάνει τους ηλικιωμένους, και τους φροντίζει, και μετά του γράφουν εκείνοι την περιουσία τους.

Χαμογελάει η Αντιγόνη. Σκέφτεται τη σύζυγο του όμορφου γιατρού, που έμεινε χήρα και ζάπλουτη, με περιουσία σε πολλά χωριά του νομού. Και την ελευθερία να χαρεί το χρήμα και τη σχέση της με τη νεαρή ένστολη που απασχολούν στο τμήμα. Η προϊσταμένη της Αντιγόνης τον ήθελε τον γιατρό για να έχει κάλυψη στο απομονωμένο μέρος που ζούσαν. Πού να μαρτυρήσει δημόσια, πού να παραδεχτεί πως η διοικητής του αστυνομικού τμήματος της πρωτεύουσας του νομού προτιμούσε ερωτικά τις γυναίκες;

Τώρα, πενθούσα, πλούσια και ελεύθερη, μπορούσε να πάρει τη μετάθεσή της, το ίδιο και η αγαπημένη της, και να πάνε να ζήσουν στην Αθήνα, όπου τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για ανθρώπους με παρόμοιες προτιμήσεις.

Η Αντιγόνη σκύβει στο αυτί του Γιώργου. Αίμα τρέχει και από εκεί. «Πώς την πάτησες έτσι, γιατρέ;» μουρμουρίζει. Eπειτα ορθώνει το κορμί της και σηκώνει το βλέμμα της προς το σημείο από το οποίο η μηχανή βγήκε από τον δρόμο.

Τους ειδοποίησαν το πρωί. Η διοικητής της Αντιγόνης τής τηλεφώνησε και της είπε πως ο σύζυγός της δεν επέστρεψε. Ελειπε από το απόγευμα της προηγουμένης όταν πήγε στο χωριό για να εξετάσει τους ηλικιωμένους φίλους του. Δεν ακουγόταν και πολύ αγχωμένη, σκέφτηκε η Αντιγόνη.

Το βλέμμα της χτενίζει την πλαγιά. Ψάχνει να βρει το κράνος. Θα του έφυγε με την πτώση, σκέφτεται. Η βροχή κυλάει στο πρόσωπό της. Να έρθει το ασθενοφόρο, να τον μαζέψει και να φύγουν. Δεν έχουν να κάνουν και πολλά εδώ.

Καθώς μπαίνει στο περιπολικό για να πάει προς το χωριό, ο οδηγός της φέρνει το κράνος. Το βρήκε πεσμένο στην άσφαλτο.

***

Η Αλίκη οδηγεί την υπαστυνόμο Αντιγόνη Δημητρίου στο σαλόνι. Ενα καλοκάγαθο βλέμμα μες στη θλίψη, το βλέμμα του Παντελή, την υποδέχεται.

«Ο γιατρός μας; Δεν το πιστεύω, αυτό το άγιο παιδί» λέει ο Παντελής και σκύβει το κεφάλι. Ενα δάκρυ εμφανίζεται στην άκρη του ματιού του.

Η Αντιγόνη κοιτά την Αλίκη που πηγαινοέρχεται ετοιμάζοντας κάτι να την κεράσει. Είναι χλωμή. Σαν λευκό κερί.

«Σε εσάς ήταν τελευταία, έτσι δεν είναι;» ρωτάει η Αντιγόνη κάπως βαριεστημένα.

«Ναι, από εδώ πέρασε εχθές να μας δει. Με εξέτασε, μέτρησε την πίεσή μου, μου έδωσε καινούργια χάπια. Ηταν πολύ χαρούμενος. Οταν ξαναήρθε για να πάρει το κράνος του, μου είπε πως πολύ θα ήθελε να μένει σε μέρη σαν το δικό μας. Α, γιε μου, του απάντησα, δεν έχει να κάνεις τίποτα εδώ, έτσι του είπα…»

«Αμάν, μπαμπά. Ασε την κυρία με τις ιστορίες σου» τον διακόπτει η Αλίκη.

Η Αντιγόνη παίρνει στα χέρια της τον μοσχοβολιστό καφέ που φέρνει η Αλίκη.

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω» λέει. «Κόπηκες» συνεχίζει προς την Αλίκη κάνοντας ένα μικρό νεύμα προς το χέρι της.

«Ναι» λέει εκείνη και κοιτά τον ματωμένο επίδεσμο στο δεξί της χέρι. «Εκανα δουλειές χθες στην αποθήκη». Το χρώμα στο πρόσωπό της επανέρχεται.

Η Αντιγόνη ασφυκτιά. Θέλει να φύγει. Ενας δυστυχής γέρος και μια πιο δυστυχής κόρη. Ο αέρας στο χαμηλοτάβανο σαλόνι είναι βαρύς, μυρίζει φαρμακευτικό οινόπνευμα και κονιάκ.

Σηκώνεται. Κοντοστέκεται στο παράθυρο. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Η υγρασία καλύπτει όλη την πλαγιά. Το βουητό του ποταμού διαπερνά τους χοντρούς πέτρινους τοίχους. Πρέπει να φύγει. Σε λίγο το νερό θα σκεπάσει σχεδόν τη γέφυρα, και το χωριό θα απομονωθεί για μεγάλο διάστημα.

Γυρίζει προς την πόρτα. Σταματάει. Κάτι την ενοχλεί στο στομάχι. Ο καφές…

Η Αλίκη την κοιτά. Το βλέμμα της έχει αλλάξει.

Η Αντιγόνη ζαλίζεται. Ο Παντελής χαμογελά. Η Αλίκη το ίδιο.

«Το κράνος» σκέφτεται η Αντιγόνη, «γύρισε να πάρει το κράνος» συνεχίζει τη σκέψη, «η πληγή στο χέρι της Αλίκης – του έκοψε τους ιμάντες στο κράνος!»

Κρατιέται από τον μπουφέ. Παράταιρη σκέψη, αλλά την κάνει: έναν τέτοιον καρυδένιο μπουφέ είχε και η γιαγιά της στο σπίτι. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, την ώρα που βλέπει τον Παντελή καθισμένο στο αμαξίδιό του. Η εικόνα θολώνει.

Η Αλίκη την πιάνει από τον καρπό. Την αναγκάζει να καθίσει. Μουρμουρίζει, «Δεν τον ήθελα, δεν τον ήθελα! Με βίαζε κάθε φορά που ερχόταν. Με απειλούσε πως θα τα πει όλα στον πατέρα μου! Θα του πει πως μου αρέσει αυτό που μου κάνει. Ηθελε να του γράψει ο πατέρας μου το κτήμα…»

Η γροθιά της Αντιγόνης την κάνει να χάσει την ισορροπία της. Πέφτει στην καρέκλα που είναι πίσω της και τη σωριάζει.

«Ακίνητη!» λέει με αλλοιωμένη από την ένταση φωνή η Αντιγόνη καθώς κάθεται με τα γόνατα στα απλωμένα χέρια της Αλίκης. Πιάνει το κινητό της. Καλεί τον συνάδελφό της.

Σε λίγη ώρα το νερό θα κλείσει το χωριό.

***

«Τι έγινε;» ρωτάει η Αντιγόνη τον γιατρό που τη φροντίζει. «Πόση ώρα είμαι εδώ;»

«Δυο μέρες» απαντά εκείνος. Δεν είναι από τους ομιλητικούς.

Το κεφάλι της θα σπάσει. Ζητά να μιλήσει με κάποιον συνάδελφό της.

«Εγινε» απαντά ο γιατρός. «Θα ειδοποιήσω» συνεχίζει την ώρα που βγαίνει από το δωμάτιο.

Η Αντιγόνη προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν μπορεί. Ο πονοκέφαλος την πεθαίνει.

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η διοικητής της.

«Πώς είσαι;» ρωτάει.

«Καλά» ξεφυσά ελαφρά η Αντιγόνη. «Τι έγινε;» συνεχίζει.

«Ο Γιώργος είναι νεκρός» λέει η άλλη και η σκιά στο μέτωπό της κάνει την Αντιγόνη σχεδόν να τη λυπηθεί.

«Η Αλίκη και ο πατέρας της; Συλλάβαμε την κόρη και τον πατέρα» λέει η Αντιγόνη.

«Ποιοι είναι αυτοί; Τι εννοείς “Συλλάβαμε την κόρη και τον πατέρα”;

Η διοικητής την κοιτά με λύπη.

«Ο γιατρός είπε πως βρίσκεσαι σε σύγχυση, και η μνήμη σου θα αργήσει να επανέλθει» της λέει. «Σας μαζέψαμε από τα φουσκωμένα νερά μισοπνιγμένους, εσένα και τον οδηγό του περιπολικού. Δεν συλλάβατε κανέναν» ολοκληρώνει και χαϊδεύει σχεδόν με στοργή το μέτωπο της Αντιγόνης.

Το βλέμμα της είναι θλιμμένο.

Το τελευταίο βιβλίο του Τάσου Παπαναστασίου είναι «Το Σπάσιμο» (2023), εκδ. Μεταίχμιο