Επιβίωσε στον μαραθώνιο

Στο μυαλό δεν μένουν χαραγμένες μόνο στιγμές θριάμβων, μεγάλων επιδόσεων και πανηγυρισμών από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά και εικόνες όπως αυτή της Γκαμπριέλα Αντερσεν Σάις από την Ελβετία. Τερμάτισε στην 37η θέση του μαραθωνίου στους Αγώνες του 1984 στο Λος Αντζελες. Ομως το θέμα είναι ότι τερμάτισε. Ή καλύτερα, ότι επιβίωσε.

Οι χιλιάδες θεατές στις εξέδρες του θρυλικού Coliseum και οι δεκάδες εκατομμύρια τηλεθεατές που παρακολουθούσαν από τις τηλεοπτικές οθόνες τους, «πάγωσαν» όταν αντίκρισαν την Αντερσεν να μπαίνει βουρκωμένη μέσα στο στάδιο για τα τελευταία 400 μέτρα της κούρσας της. Ισα που στεκόταν στα πόδια της. Η 73χρονη μητέρα της στη Ζυρίχη έκλαιγε με λυγμούς μπροστά στην τηλεόρασή της.

Η Αντερσεν έμοιαζε έτοιμη να πέσει, όμως κάθε φορά που παραπατούσε μια μαγική δύναμη την κρατούσε όρθια πάνω στο ταρτάν του σταδίου.

Τρεις νοσηλευτές την πλησίασαν δίχως να είναι βέβαιοι για το τι έπρεπε να κάνουν. Οταν τους είδε, απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας φοβούμενη ότι αν την άγγιζαν, θα ακυρωνόταν ο αγώνας της.

Ο σχολιαστής του αμερικάνικου τηλεοπτικού δικτύου ABC αναφωνούσε εκστασιασμένος: «Αυτή είναι η πεμπτουσία του μαραθωνίου»! Εβλεπε εκείνη τη στιγμή να αναβιώνει μπροστά στα μάτια του η ιστορία του αρχαίου αθηναίου δρομέα Φειδιππίδη, που έδωσε την έμπνευση για την καθιέρωση του μαραθωνίου δρόμου. Αλλά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μπροστά στα δικά τους μάτια πίστευαν ότι έβλεπαν μια γυναίκα να πεθαίνει.

Το κοινό την αποθέωσε

Η Αντερσεν συνέχιζε να περπατάει περισσότερο, παρά να τρέχει, με βηματισμό εντελώς ασταθή, με τους ώμους και το κεφάλι της γερμένο μπροστά. Καθώς πλησίαζε στον τερματισμό, άρχισε να πηγαίνει πιο γρήγορα και να κουνά το δεξί της χέρι. Μόλις πέρασε τη γραμμή του τερματισμού, κατέρρευσε. Οι τρεις νοσηλευτές ήταν εκεί, έχοντας ακολουθήσει κάθε της βήμα από τη στιγμή που μπήκε στο στάδιο, για να την πιάσουν στα χέρια τους. Το κοινό την αποθέωσε. Ισως περισσότερο και από τις τρεις νικήτριες εκείνου του πρώτου μαραθωνίου γυναικών στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Την Αμερικανίδα Τζοάν Μπενόιτ, τη Νορβηγίδα Γκρέτα Βάιτζ και τη Ρόζα Μότα από την Πορτογαλία.

Πόσο, όμως, είχε στ’ αλήθεια κινδυνέψει η ζωή της Γκαμπριέλα Αντερσεν Σάις εκείνη την ημέρα; Ο γιατρός της ομάδας του Καναδά, Νταγκ Κλέμεντ, είχε δηλώσει πως αν επρόκειτο για καναδό αθλητή, δεν θα άφηνε να συμβεί κάτι τέτοιο. «Το έβλεπα, έκλαιγα και σκεφτόμουν πόσο χάλια κατάσταση είναι αυτή. Ηταν το δίλημμα του αιώνα. Τη σταματάς ή την αφήνεις να πάει μέχρι τέλους και να έχεις μετά αίμα στα χέρια σου;», αναρωτήθηκε.

Από την άλλη ο γιατρός της οργανωτικής επιτροπής των Αγώνων, Τόνι Ντέιλι, κατηγορούσε τα media ότι διόγκωσαν υπερβολικά το θέμα. «Αν τη σταματούσαμε, θα έβγαιναν όλοι και θα μας κατηγορούσαν ότι έτρεξε 42 χιλιόμετρα και δεν την αφήσαμε να κάνει άλλα 400 μέτρα», είπε.

Η αλήθεια είναι ότι τελικά τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Οι ιατρικές εξετάσεις έδειξαν – και όλοι οι γιατροί συμφώνησαν σε αυτό – ότι η ελβετίδα αθλήτρια είχε υποστεί απλώς θερμική καταπόνηση. Δεν είχε καταφέρει να ενυδατωθεί στον τελευταίο από τους πέντε σταθμούς με νερό που υπήρχαν κατά μήκος της διαδρομής, με αποτέλεσμα να υποστεί ελαφρά αφυδάτωση. Οχι πάντως θερμοπληξία, που όντως είναι επικίνδυνη για τη ζωή αυτού που την παθαίνει.

Και η ίδια η Αντερσεν σε συνεντεύξεις που έδωσε το διάστημα που ακολούθησε εκείνο τον αγώνα της, δήλωσε κατ’ επανάληψη πως τέτοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά σε μαραθωνίους: «Οποιος ασχολείται με το άθλημα, το ξέρει καλά αυτό. Το παραφούσκωσαν τότε, δεν ήταν τόσο σοβαρό. Απλώς ήμουν άτυχη που συνέβη σε μένα στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κι αυτό που με ενοχλεί είναι ότι η ανάμνηση που θα έχουν για πάντα οι άνθρωποι από μένα θα είναι αυτός ο αγώνας. Κι όχι κάποιος άλλος από τους καλούς που έχω τρέξει στην καριέρα μου».

Κάπως έτσι είναι. Η εικόνα της Γκαμπριέλα Αντερσεν Σάις να δίνει την πιο σκληρή μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό αρνούμενη να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν θα τερμάτιζε στον αγώνα της, έχει καταγραφεί στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων ως ένας θρίαμβος της ανθρώπινης θέλησης. Εχοντας ταυτόχρονα δώσει νέο νόημα στα όρια της ανθρώπινης δύναμης και αντοχής.