Η στρέβλωση του κειμένου στερεί την προοπτική να συνομιλήσουμε με τον δημιουργό

Με αφορμή κάποιες αμφιλεγόμενες απόπειρες ανάπλασης εμβληματικών αττικών δραμάτων, κατά κύριο λόγο στο συναισθηματικά αλλά και συμβολικά έμφορτο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια η από πολλών ετών υποβόσκουσα διαμάχη σχετικά με τα θεμιτά όρια παρέμβασης των σκηνοθετών και των ηθοποιών στο παραδεδομένο κείμενο του αρχαίου δράματος και, γενικότερα, στον τρόπο αναπαράστασης.

Σε αδρές γραμμές, πολλοί θεατές αλλά και αρκετοί μελετητές του αττικού δράματος δυσφορούν με κάποιες τολμηρές επεμβάσεις και ρηξικέλευθες μεταβολές που έλληνες και ξένοι σκηνοθέτες επιφέρουν στον κειμενικό κορμό των θεατρικών έργων της αρχαιότητας – σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, οι ίδιοι αυτοί διαμαρτύρονται εντόνως για πρωτοτυπίες που τις αισθάνονται ως προκλητικές αλλοιώσεις της δραματικής υπόθεσης ή ακόμη και αναιτιολόγητες αποδομήσεις των θεμελιακών συστατικών στοιχείων της πλοκής. Πράγματι, δεν είναι καθόλου εύκολο για πολλούς λάτρεις του αθηναϊκού θεάτρου, οι οποίοι έχουν γνωρίσει τα μεγαλουργήματα της δραματικής τέχνης των αρχαίων Ελλήνων μέσα από τις κλασικίζουσες και εν πολλοίς αρχαιότροπες παραστάσεις του παρελθόντος, κυρίως τις αισθητικά έγκυρες προσπάθειες του Εθνικού Θεάτρου, να κατανοήσουν τη μεταμοντέρνα σκηνοθετική πρωτοπορία ή ακόμη αυτήν τη σκόπιμα μεταποιητική παραστασιακή ανάγνωση της κειμενικής παράδοσης εκ μέρους ορισμένων νεωτερικών θεατρανθρώπων.

Κατά την προσωπική μου άποψη, έχουμε σταδιακά διολισθήσει από μιαν εμμονικά αρχαιόμορφη αναδημιουργία του αρχαίου δράματος (η οποία όμως ως επί το πλείστον δεν στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης) σε έναν ενίοτε αχαλίνωτα αποδομιστικό επαναπροσδιορισμό του αττικού θεατρικού ρεπερτορίου με έντονα στοιχεία διακειμενικότητας και αυτοαναφορικότητας. Εκτός του ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο σκηνοθέτης φέρεται να υποκαθιστά, ως μη όφειλε, τον αρχαίο δραματουργό, σε μιαν απόπειρα να διαπλάσει το παραδεδομένο σενάριο κατά το δοκούν, άλλοτε διαταράζοντας την ευθυγραμμία της υπόθεσης, άλλοτε ακρωτηριάζοντας βάναυσα τα συστατικά μέρη της πλοκής και άλλοτε διαστρέφοντας το περιεχόμενο με αλλότριες προσθήκες και απρόσφορες συμπληρώσεις, υπήρξαν κατά το παρελθόν ατυχέστατα παραδείγματα, όπου η διασκευή ενός αττικού έργου κατέληξε να είναι μια ολωσδιόλου άλλη δραματική σύνθεση με διακριτή ιδιοπροσωπία και συγκεκριμένη στόχευση. Το αρχαίο κείμενο αλλοιώθηκε, οι αρμοί της πλοκής εξαρθρώθηκαν, η προσήκουσα ιεροπρέπεια ατόνησε, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα ξένο και νεότευκτο θεατρικό έργο – τουλάχιστον σκόπιμο θα ήταν να δηλώνεται εξαρχής ότι πρόκειται για καθ’ όλα καινούργιο δημιούργημα εμπνευσμένο από το αρχαίο υπόδειγμα!

Από την άλλη μεριά, πρέπει να τονιστεί ότι αρκετές σύγχρονες σκηνοθετικές προτάσεις είναι ιδιαίτερα αξιόλογες και εξαιρετικά επιτυχημένες. Είμαι της γνώμης λοιπόν ότι δεν πρέπει να μεμψιμοιρούμε για τις σύγχρονες σκηνοθετικές τάσεις, αλλά πρόσφορο θα ήταν να παρακολουθήσουμε πώς θα ολοκληρωθεί η δυναμική αυτού του αμφίσημου φαινομένου. Εχω μόνο μία ένσταση: θα υπάρξουν βεβαίως επιτυχημένες και αποτυχημένες προσπάθειες, αυτή είναι πάντοτε η φορά των καλλιτεχνικών πραγμάτων, ωστόσο η εδραιωμένη πλέον αντίληψη ότι το αρχαίο σενάριο είναι απολύτως ρευστό και ασταθές είναι επικίνδυνα παροδηγητική. Ανεξαρτήτως των σκηνοθετικών επιλογών και των υποκριτικών και λυρικών επανερμηνειών, η σκόπιμη στρέβλωση του αρχαίου κειμένου στερεί από τους ανθρώπους του θεάτρου την πολυδύναμη και πολύπτυχη προοπτική να συνομιλήσουν με τον δημιουργό και την εποχή του, παρακωλύοντας έτσι έναν μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας με διαιώνιες ιδέες και αξίες που συνέχουν την πλοκή των δραμάτων. Αυτό έχει ως συνέπεια όχι τόσο την παρερμηνεία των έργων (εν πολλοίς συγγνωστό), αλλά κυρίως την απίσχνανση του τελικού μηνύματος, την απομείωση της απήχησης της θεατρικής πράξης και εν τέλει την απώλεια της τέλειας ευκαιρίας να «παίξουμε» ένα παλιό μουσικό κομμάτι με ένα καινούργιο μουσικό όργανο.

Ο Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας