Θηλιά από ποδιά

«Τελικά, λες να έχουμε άλλη μία γυναικοκτονία»; ρώτησε η Κοραχάκη στον μεσήλικα άνδρα ο οποίος κοίταζε αφηρημένα εδώ και ώρα τη δενδροστοιχία που άφηνε πίσω τους με ταχύτητα το συμβατικό αμάξι. «Τη βρήκε απαγχονισμένη, λέει, στην κουζίνα ο άνδρας της. Είμαι πολύ περίεργη να δω πώς κατάφερε να κρεμαστεί με την ποδιά της από τον σωλήνα του καλοριφέρ».

Η σιωπή επανήλθε στο αμάξι. Κατά μήκος της Αθηνών-Κορίνθου δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μία λέξη κι αυτό της έσπαγε τα νεύρα. Αλλά έτσι ήταν ο Σταύρου. Βαρύς και ασήκωτος. Τώρα μάλιστα που πλησίαζε στη σύνταξη, είχε κόψει και την «καλημέρα»  σε πολλούς. Διέσχισαν το Ξυλόκαστρο και ανηφόρισαν για τα Τρίκαλα.

«Από πού λες να αρχίσουμε;» ρώτησε θέλοντας και πάλι να επικοινωνήσει με τον συνεργάτη της. «Σε πρώτη φάση ανακρίθηκε ο σύζυγος. Κάτι δεν τους κολλάει φαίνεται, για να μας καλέσουν. Αλλιώς θα καταγραφόταν σαν αυτοχειρία και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τώρα όμως το πράγμα έχει ξεφύγει. Δολοφονίες, ξυλοδαρμοί και βιασμοί γυναικών… Εχουμε και τις αυτοκτονίες που είναι πολύ βολικές…»

«Είχαν παιδιά;» ρώτησε αναπάντεχα ο Σταύρου.

«Α, επιτέλους, ζωντάνεψες!» είπε περιπαικτικά η νεαρή γυναίκα και αποσπώντας το βλέμμα από το τιμόνι γύρισε προς το μέρος του. Το ανέκφραστο πρόσωπό του την επανέφερε στην τάξη.

«Νομίζω πως όχι» απάντησε. «Δεν άκουσα κάτι για παιδιά. Είχαν αρκετή διαφορά ηλικίας».

***

Κάλυψαν το υπόλοιπο της διαδρομής, όπως είχαν ξεκινήσει, αμίλητοι, και τελικά έφθασαν στον προορισμό τους. Στην πλατεία τούς περίμεναν οι αρχές του τόπου. Ο κοινοτάρχης, ο αστυφύλακας και ο βοηθός του. Κατευθύνθηκαν μαζί στα κοινοτικά γραφεία, έγιναν οι σχετικές φιλοφρονήσεις στους πρωτευουσιάνους, μια νεαρή κοπέλα μοίρασε σε όλους ελληνικό καφέ συνοδευόμενο από κρύο νερό και λουκουμάκι και τέλος πήρε τον λόγο ο κοινοτάρχης.

«Είναι μικρά τα χωριά μας εδώ γύρω. Λίγοι οι κάτοικοι. Ολοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Η Ελενίτσα, η συγχωρεμένη εννοώ, ήταν καλό παιδί. Λίγο άμυαλο, αλλά καλό. Και ο Χρήστος καλός είναι, αλλά δεν άντεξε ως φαίνεται τα λόγια…»

«Δηλαδή;» τον διέκοψε ο Σταύρου.

«Ε, να! Τον τελευταίο καιρό ακούστηκε ότι η Ελενίτσα έβλεπε… πώς να το πω; Είχε παράνομη σχέση με τον γιο του παπά. Το παιδί ήταν μικρό και η παπαδιά ξεσήκωσε τον κόσμο. Το είπε και στον Χρήστο. Την επόμενη μέρα, δηλαδή προχθές το μεσημέρι, τη βρήκε εκείνος κρεμασμένη στην κουζίνα του σπιτιού τους».

«Στο κορμί της είχε όμως αμυχές και μώλωπες που μας έκανε να σκεφτούμε ότι το ζευγάρι θα πρέπει να μάλωσε άγρια» πρόσθεσε ο αστυφύλακας. Ο Χρήστος μπορεί να έχασε τον έλεγχο και να τη στραγγάλισε και μετά να σκηνοθέτησε την αυτοκτονία. Περιμέναμε εσάς να τον ανακρίνετε επειδή είστε έμπειροι σ’ αυτά.

«Αφού είχατε υπόνοιες γιατί δεν καλέσατε ιατροδικαστή για τα ίχνη πάλης ή για τυχόν βιολογικό υλικό στα νύχια της θανούσης;» ρώτησε η υπαστυνόμος.

«Ο γιατρός μάς διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι επρόκειτο για αυτοχειρία» απάντησε ο αστυφύλακας. «Και το σημείωμα που άφησε πίσω της επιβεβαίωνε τη διάγνωσή του. Τι άλλο να πιστέψουμε; Οι οικογένειά της δεν ήθελε να δοθεί έκταση στο θέμα, ήθελαν να την κηδέψουν μια ώρα αρχύτερα. Ο σύζυγος φαίνεται συντετριμμένος και απαρηγόρητος. Αλλά να, με όλα αυτά που ακούμε στις ειδήσεις…»

«Τι έγραφε το σημείωμα;»

«Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά “Εγώ φταίω για όλα, δεν φταίνε οι άλλοι, έπρεπε αυτό να σταματήσει…” και κάτι τέτοια. Δεν θυμάμαι ακριβώς, σαν παραλήρημα ήταν».

«Και πώς σας μπήκε η ιδέα της δολοφονίας;» ξαναρώτησε η Κοραχάκη.

«Μια φίλη της, η κολλητή της, μας είπε χθες το πρωί ότι η Ελένη φοβότανε τον άνδρα της. Μετά αρχίσαμε κι εμείς να τα συνδυάζουμε…»

«Θα ήθελα να δω το πτώμα» δήλωσε ο Σταύρου.

«Την ετοιμάζουν για την κηδεία» ψέλλισε ο κοινοτάρχης.

«Να βιαστούμε τότε. Αν δούμε ότι κάτι δεν πάει καλά, θα ζητήσουμε να γίνει νεκροψία-νεκροτομή».

**

Ο υπεύθυνος από το γραφείο τελετών είχε κάνει ό, τι μπορούσε για να φαίνεται το πρόσωπο της νεκρής όμορφο. Eτσι το μόνο που τους έμενε ήταν να παρατηρήσουν τα σημάδια στο αριστερό της μπράτσο και στο στέρνο. Eβγαλαν φωτογραφίες, πήραν δείγμα από τα νύχια της και έφυγαν.

Οι δύο Αθηναίοι ζήτησαν στη συνέχεια να δουν το σπίτι και να συναντήσουν τον σύζυγο της νεκρής. Την πόρτα άνοιξε ένας σαρανταπεντάχρονος ηλιοκαμένος άνδρας που δήλωσε ότι είναι ο μικρότερος αδελφός του συζύγου. Στο καθιστικό, τον τεθλιμμένο άνδρα πλαισίωνε ένα πλήθος από συγγενείς και φίλους. Ο Σταύρου ζήτησε να τον αφήσουν μόνο με τον σύζυγο που είχε καρφωμένα τα μάτια στο πάτωμα, ενώ με τα ενωμένα χέρια κρατούσε το σαγόνι του. Eμοιαζε σαν να προσευχόταν μπροστά σε μια αόρατη εικόνα.

«Αστυνόμος Σταύρου και υπαστυνόμος Κοραχάκη. Τα συλλυπητήριά μας» είπε χαμηλόφωνα.

«Να ‘στε καλά!» αποκρίθηκε εκείνος χωρίς να τον κοιτάζει.

«Μπορείτε να μας δείξετε πού και πώς  βρήκατε τη γυναίκα σας;»

Ο άνδρας σηκώθηκε απρόθυμα και τους οδήγησε στην κουζίνα.

«Εκεί ήταν».

Εδειξε με το δάχτυλό του τις ενώσεις των σωλήνων του καλοριφέρ από τον πάνω όροφο στον δικό του.

«Στον επάνω όροφο μένει ο αδελφός μου» διευκρίνισε. Στη συνέχεια γύρισε προς το τραπέζι και με μια κίνηση του κεφαλιού έδειξε ένα διπλωμένο ύφασμα.

«Με αυτήν».

Ο αδελφός του, που στο μεταξύ είχε απομακρύνει τον κόσμο και παρακολουθούσε το σκηνικό από την πόρτα, πήρε τον λόγο.

«Την ποδιά της κουζίνας εννοεί ο Χρήστος. Είχε περάσει τον λαιμό της στην ποδιά και είχε πλέξει τα μπράτσα της σαν κορδόνι το οποίο έδεσε στον σωλήνα. Είχε ανέβει στη σκάλα που είναι για τα ψηλά ντουλάπια και φαίνεται να την κλότσησε για να κρεμαστεί. Εγώ κατέβηκα τρέχοντας όταν άκουσα τον αδελφό μου να κλαίει και να φωνάζει. Μόλις είχαμε γυρίσει από τις ελιές για να φάμε και να ξεκουραστούμε. Οταν μπήκα τον είδα να σπρώχνει τα πόδια της προς τα πάνω, νόμιζε πως θα την έσωζε, αλλά εγώ το κατάλαβα ότι δεν ζούσε. Ο λαιμός της ήταν σαν να είχε σπάσει και η γλώσσα της…»

«Σταμάτα!» ούρλιαξε ο Χρήστος και σωριάστηκε στην κοντινότερη καρέκλα.

«Εντάξει, εντάξει» είπε η υπαστυνόμος. «Ηρεμήστε!»

«Μπορώ να δω το σημείωμα που άφησε;» ρώτησε ο Σταύρου.

«Το έκαψα» απάντησε κοφτά ο Χρήστος.

«Γιατί;»

«Δεν μπορούσα να το βλέπω. Πονάω, το καταλαβαίνετε;»

Ο άνδρας γύρισε για πρώτη φορά το βλέμμα του στους αστυνομικούς και τους κοίταξε διαδοχικά στα μάτια. «Πονάω!» συνέχισε.

Οταν βγήκαν από το σπίτι ήταν και οι δυο τους σκεπτικοί.

«Λέω να χωριστούμε» είπε ο Σταύρου. «Εγώ θα περάσω από το καφενείο. Είναι το “γραφείο πληροφοριών” του κάθε χωριού, αν δεν το ξέρεις. Πήγαινε κι εσύ  να μιλήσεις με την οικογένειά της,  όπως και με τον περιβόητο γιο του παπά, ακόμα και με την κολλητή της που έχει τις υποψίες… Σ’ εσένα θα μιλήσουν πιο άνετα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εγώ δεν τα πολυκαταφέρνω σ’ αυτά».

Της έκλεισε το μάτι και τη χτύπησε στον ώμο φιλικά.

«Πολύ δίκαιος καταμερισμός εργασίας» μουρμούρισε εκείνη αγριοκοιτάζοντάς τον.

***

Αργά το απόγευμα έφθασε πρώτος στο γραφείο ο Σταύρου και στη συνέχεια η υπαστυνόμος. Οι υπόλοιποι ήταν ήδη καθισμένοι γύρω από το μεγάλο, δρύινο τραπέζι και τους περίμεναν.

«Νομίζω πως έχω αρκετά ενδιαφέροντα νέα» είπε η Κοραχάκη. «Αρχικά πήγα στην οικογένειά της και στη φίλη της. Οι δικοί της ήταν διαλυμένοι και δεν είχαν να μου πουν πολλά, το λαβράκι όμως βγήκε από το σπίτι του παπά».

«Δηλαδή;» έκανε ο Σταύρου με ειλικρινές ενδιαφέρον.

«Από την πρώτη στιγμή ο παπάς αρνήθηκε να παρουσιάσει τον γιο του και την παπαδιά. Οταν επέμεινα, φώναξε τον μικρό. Ηταν τρομοκρατημένος και δεν σήκωνε τα μάτια από το πάτωμα. Παραδέχτηκε ότι διατηρούσε σχέσεις με την Ελένη και ότι ντρεπόταν πολύ γι’ αυτό. Ηθελε, λέει, να διακόψουν, αλλά δεν μπορούσε. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα σαν ταύρος σε υαλοπωλείο η μάνα του και άρχισε να ουρλιάζει. Είπε ότι το παιδί τους ήταν άβγαλτο, ότι εκείνη το ξεμυάλισε και δεν το άφηνε σε ησυχία, ότι εξαιτίας της χάλασε το προξενιό με μια υπέροχη κοπέλα, και άλλα πολλά. Δεν δίστασε μάλιστα να επιτεθεί και στον άνδρα της που δεν έβαλε φρένο σε όλα αυτά».

Σταμάτησε για λίγο και τους κοίταξε έναν έναν.

«Ακούστε και το πιο ενδιαφέρον! Στα χέρια της υπήρχαν αμυχές! Ετσι όπως την είδα, μου φάνηκε ικανή για όλα».

«Πώς;» τη διέκοψε ο κοινοτάρχης. «Τώρα αλλάζουν τα πράγματα. Ολοι στο χωριό γνωρίζουν πόσο σκληρή είναι η παπαδιά. Στραγγαλίζει τις κότες, λες και στύβει ασπρόρουχα, μαλώνει με όλους, κλοτσάει τα σκυλιά στον δρόμο. Για χάρη εκείνου του άγιου ανθρώπου την ανεχόμαστε, αλλά ούτε που να το σκεφτείτε να την κατηγορήσετε. Πού ακούστηκε!»

«Και άλλες φορές… πώς να το πω… λέγονταν κάποια πράγματα για την Ελένη» είπε ο αστυφύλακας, θέλοντας να αλλάξει την ατμόσφαιρα που είχε βαρύνει.

«Με ποιους, ξέρατε;» ρώτησε ο Σταύρου, κάνοντας σαν να μην είχε ακούσει τον κοινοτάρχη. Θα ήθελα να τους μιλήσω.

«Κι εγώ το σκέφτηκα όταν μου το εκμυστηρεύτηκε η φίλη της» σχολίασε η υπαστυνόμος. Δεν ήταν κι εκείνη πολύ σίγουρη, αλλά οι δύο τουλάχιστον για τους οποίους γνώριζε έχουν πεθάνει. Ο ένας ήταν παντρεμένος και δεν περίμενε κάτι από εκείνον, για τον άλλο, όμως, είχε κλάψει πολύ η Ελένη όταν σκοτώθηκε. Τον αγαπούσε, λέει, και ήθελε να το σκάσει μαζί του.

«Πώς πέθανε;» ρώτησε ο Σταύρου.

«Το αγροτικό του έπεσε σε μια χαράδρα καθώς επέστρεφε ένα βράδυ από το καφενείο. Θα πρέπει να είχε πιει, λένε, και έχασε τον έλεγχο».

«Ο άλλος;»

«Δηλητηριάστηκε από τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούσε».

«Ας τα αφήσουμε αυτά» διέκοψε και πάλι ο κοινοτάρχης και σηκώθηκε όρθιος για να βάλει τέλος στην κουβέντα. «Εδώ είμαστε μια κλειστή κοινωνία. Καλό είναι να μένουν όλα αυτά πίσω από τις πόρτες και τους τοίχους των σπιτιών. Τι νόημα έχει να κουτσομπολεύουμε τους πεθαμένους; Το θέμα μας είναι αν σκοτώθηκε ή αν αυτοκτόνησε η Ελένη. Αφού δεν πιστεύετε ότι ευθύνεται ο άνδρας της, η υπόθεση έκλεισε».

«Κάθε άλλο» είπε ο Σταύρου μετά από αρκετά λεπτά σιωπής. Φαινόταν να ζυγίζει κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη του. «Λέω να ζητήσω ένταλμα σύλληψης για τον σύζυγο. Μάζεψα κι εγώ πληροφορίες για τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα του και τώρα κουμπώνουν κάποια πράγματα».

«Ακουσες τι είπα λίγο νωρίτερα;» πετάχτηκε η υπαστυνόμος. Θα μπορούσε κάλλιστα η παπαδιά να αρπάχτηκε με την κοπέλα όταν την πέτυχε μόνη στο σπίτι και να τη στραγγάλισε. Πολύ γυναικεία επιλογή η ποδιά. Θα δεις τι θα δείξει η εξέταση DNA από τα νύχια…»

«Θα είναι της παπαδιάς, που πήγε να ζητήσει τον λόγο, και;» είπε ο Σταύρου.

«Τι και;» ρώτησε η υπαστυνόμος.

«Εγώ δεν μιλάω για την Ελένη, αλλά για τους δύο εραστές της. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι εκείνος ευθύνεται για τον θάνατό τους. Γι’ αυτό αυτοκτόνησε η κοπέλα, καθώς ήξερε πως δεν μπορούσε να τον εμποδίσει. Γι’ αυτό άφησε το ακαταλαβίστικο σημείωμα που ο Χρήστος φρόντισε να εξαφανίσει. Δεν της πήγαινε η καρδιά να φύγει άδικα ένα νέο παλικάρι και δεν μπορούσε πια να αντέξει τις τύψεις για τους προηγούμενους θανάτους».

Σηκώθηκε για να επιβεβαιώσει το τέλος της συζήτησης.

«Θα ξεκινήσει αμέσως έρευνα για να εξακριβωθεί πού ήταν τις ώρες των “ατυχημάτων” ο Χρήστος, θα εξεταστούν οι χώροι όπου χάθηκαν οι δύο ζωές, θα παρθούν καταθέσεις από μάρτυρες. Οσο για την κηδεία, θα πραγματοποιηθεί χωρίς κανένα πρόβλημα».

Το τελευταίο βιβλίο της Ιώς Τσοκώνα, «Μια μέρα με τον Θαλή», κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ρώσση