Πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, κάθονται άτομα σε θέσεις κλειδιά στις ΗΠΑ που έχουν υποστηρίξει τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου
Την Κάμαλα Χάρις εμπιστεύεται η συντριπτική πλειονότητα Αμερικάνων διεθνολόγων για τον χειρισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Κρίνοντας, όμως, από το δεξί χέρι της Δημοκρατικής υποψήφιας για τη προεδρία, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εάν το δείγμα ήταν Έλληνες και Κύπριοι, το ποσοστό θα ήταν… πολύ πολύ χαμηλότερο.
Ποιος είναι όμως ο Φίλιπ Γκόρντον, ο γκουρού της Κάμαλα Χάρις και ποιους ανησυχούν οι θέσεις του;
Οι περισσότεροι Αμερικανοί και σίγουρα ελάχιστοι πολίτες άλλων χωρών, δεν ακούσει το όνομά του. Ωστόσο, όπως έχει σημειώσει και ο πρώην αρχισυντάκτης της The Wall Street Journal σε διεθνή θέματα, Τζέι Σόλομον, ο άνθρωπος αυτός είναι μέλος μιας βασικής ομάδας Δημοκρατικών εμπειρογνωμόνων εξωτερικής πολιτικής που έχουν «βοηθήσει στην καθοδήγηση της παγκόσμιας στρατηγικής των ΗΠΑ τις τελευταίες τρεις δεκαετίες».
Κάποιες θέσεις του -που θα αναφερθούν παρακάτω- είναι ίσως θετικές για τη διεθνή πολιτική, ωστόσο, ειδικά για την Ελλάδα και την επίλυση του Κυπριακού ο Γκόρντον έχει ταυτιστεί με πολιτικές της Άγκυρας, όπως η… διχοτόμηση της Κύπρου!
Ειδικότερα, όταν ο Γκόρντον έγινε διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσων στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας του Μπιλ Κλιντον, είχε υποστηρίξει σε άρθρο του το καλοκαίρι του 1997 (New York Times) «εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία για ένα ομοσπονδιακό κράτος, ίσως είναι καιρός να σκεφτούμε την επίσημη διχοτόμηση».
Παραδεχόταν ότι «η ιδέα είναι ανάθεμα για μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας επειδή βασίζεται σε ένα είδος εθνοκάθαρσης την εποχή της τουρκικής εισβολής το 1974», […] ωστόσο επέμεινε ότι και πάλι «η επίσημη διχοτόμηση δεν θα ήταν χειρότερη από την τρέχουσα κατάσταση».
«Διχοτόμηση της Κύπρου όσο είναι καιρός» έλεγε ο σημερινός σύμβουλος της Κάμαλα Χάρις
«Θα έκανε πιο ρεαλιστικές τις προοπτικές ένταξης στην ΕΕ τουλάχιστον για το νότιο τμήμα της Κύπρου, εν αναμονή της ενσωμάτωσης ολόκληρου του νησιού αργότερα» προσέθεσε.
Βέβαια, ο Γκόρντον έπαισε 100% έξω, καθώς η Κυπριακή Δημοκρατία τελικά κατάφερε να ενταχτεί στην ΕΕ, μόλις λίγα χρόνια αργότερα.
Το δεύτερο επιχείρημά του ήταν ότι «η διχοτόμηση θα παρείχε τη βάση για την επικράτηση μιας διαρκούς συνταγματικής τΚάξης που φαίνεται αδύνατη όσο μια μειονοτική τουρκοκυπριακή κοινότητα, […], δεν είναι ικανοποιημένη ότι θα ήταν ασφαλής χωρίς προστασία από την ηπειρωτική χώρα [Τουρκία]».
Τρίτον, η διαίρεση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα ήταν πιο εύκολη στις διαπραγματεύσεις από την επανένωση, με τους Τουρκοκύπριους όμως να επιστρέφουν ένα μέρος των εδαφών που καταλήφθηκαν το 1974 προκειμένου να τους δοθεί αναγνώριση.
«Το πιο σημαντικό, η διχοτόμηση κατόπιν διαπραγματεύσεων -ενισχυμένη από μια διεθνή στρατιωτική παρουσία- θα μείωνε τον κίνδυνο πολέμου, ο οποίος θα είναι πάντα παρών όσο δεν έχει επιτευχθεί μια τελική πολιτική διευθέτηση» έλεγε, υπογραμμίζοντας, πως μόλις ξεκαθαρίσουν τα σύνορά τους και διευθετηθεί το διεθνές τους καθεστώς, «οι δύο πλευρές της κυπριακής σύγκρουσης, όπως συνέβη με τη Γαλλία και τη Γερμανία στο παρελθόν, θα μπορούσαν να προχωρήσουν στη συμφιλίωση, την οικονομική αλληλεπίδραση και μια σταθερή ειρήνη».
Συνεπώς, ο Γκόρντον υποστήριζε πολλά χρόνια πριν, αυτά που επεναλαμβάνει σήμερα ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν: «Δεν υπάρχει πλέον άλλη λύση πέραν της λύσης των δύο κρατών» όπως είχε πει σε Τούρκους βουλευτές στις αρχές του 2021.
Το «γεράκι» που έγινε «περιστέρι»
Την εποχή που υποστήριζε τον de jure ακρωτηριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Γκόρντον ήταν ένα από τα γεράκια των Δημοκρατικών που υποστήριζαν «φιλελεύθερες» παρεμβάσεις και πολέμους. Ωστόσο, αυτή του η φιλοσοφία θα αμβλυνόταν αρκετά -όχι τελείως όμως- στη πορεία, καθώς θα αναλάμβανε την περιφερειακή πολιτική στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, επί δεύτερης θητείας Μπαράκ Ομπάμα.
Πλέον θα αντιμετώπιζε με πολύ μεγαλύτερο σκεπτικισμό τις στρατιωτικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό και τη Μέση Ανατολή. «Ο Φιλ άφησε την κυβέρνηση Ομπάμα με μια πολύ πιο ξεκάθαρη κατανόηση των ορίων της αμερικανικής ισχύος και της ανάγκης για μια πολύ πιο ταπεινή εξωτερική πολιτική από ό,τι οι περισσότεροι από τους στενούς κύκλους του Μπάιντεν», είπε πρόσφατα στο The Nation, είπε η αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Κουίνσι, Τρίτα Πάρσι.
Στο βιβλίο του 2020 Losing the Long Game, υποστήριξε ότι ήταν καταστροφική πορεία των προσπαθειών των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική δύναμη για να δημιουργήσουν αλλαγές στην ηγεσία σε χώρες που κυμαίνονται από το Αφγανιστάν έως τη Λιβύη. Στην περίπτωση της Συρίας, ο Γκόρντον υποστηρίξε ότι ήταν λάθος να επιδιώξουν την βίαιη απομάκρυνση του Μπαρ Αλ Άσαντ από το τιμόνι της Συρίας. Βέβαια, λίγα χρόνια πριν, το 2016 ο ίδιος άνθρωπος υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να… βομβαρδίσουν τον Άσαντ.
Υπέρ πυρηνική συμφωνίας με το Ιράν – Κόκκινο πανί για Ισραηλινούς
Οι θέσεις όμως του Γκόρντον που τον καθιστούν μάλλον, το λιγότερο αντιπαθή στα ισραηλινά κέντρα εξουσίας είναι στήριξη πολιτικών προσέγγισης του Ιράν.
Είναι από εκείνους που υποστηρίζουν ότι η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν -αν ο Τραμπ δεν την είχε καταργήσει- θα εξουδετέρωνε την πυρηνική ικανότητα της Τεχεράνης χωρίς να απαιτεί αμερικανική ή ισραηλινή στρατιωτική δράση.
Τον Ιανουάριο του 2020, είχε μάλιστα εκφράσει δημοσίως με άρθρο του στους New York Times ότι η δολοφονία από τις ΗΠΑ του πανίσχυρου Ιρανού υποστράτηγου Κασέμ Σουλεϊμανί, ήταν λάθος. «Το κόστος της στοχευμένης δολοφονίας από της ΗΠΑ του Κασέμ Σουλεϊμανί, διοικητή της Δύναμης Κουντ των Φρουρών της Επανάστασης, μεγαλώνει πηγαίνοντας πέρα από τους ήδη σημαντικούς κινδύνους των ιρανικών αντιποίνων και της επακόλουθης στρατιωτικής αντιπαράθεσης».
Λίγο αργότερα, ο Γκόρντον συνέγραψε άρθρο στη Washington Post για τις ΗΠΑ να χαλαρώσουν ορισμένες οικονομικές κυρώσεις στην Τεχεράνη προκειμένου να βοηθήσουν το Ιράν να διαχειριστεί την πανδημία του κορονοϊού.
Σήμερα, στον πόλεμο στη Γάζα, ο Γκόρντον απευθυνόμενος στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε δηλώσει στα τέλη του Ιουνίου ότι «μια απόρριψη αυτής της συμφωνίας δεν θα επιφέρει κάποια απροσδιόριστη έννοια συνολικής νίκης», είπε ο Γκόρντον, θα έλεγε στο Πανεπιστήμιο Ράιχμαν, «αλλά θα οδηγούσε σε ατέρμονες συγκρούσεις, εξαντλώντας τους πόρους του Ισραήλ, συμβάλλοντας στην απομόνωσή του στην παγκόσμια σκηνή και εμποδίζοντας τους ομήρους να επανενωθούν με τις οικογένειές τους».
Βέβαια, έχει ξεκαθαρίσει ούτε λόγος για… εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ.
Πηγή: in.gr