Η είδηση για την εκδημία του Χρήστου Γιανναρά με βύθισε σε βαθιά θλίψη. Οχι μόνο γιατί έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος πνευματικός άνθρωπος με τον οποίο με συνέδεαν σχέσεις αληθινής φιλίας, αλλά και γιατί μαζί του μια ολόκληρη εποχή που σημάδεψε την ιστορία του τόπου φαίνεται να φθάνει στο ιστορικό της τέλος.
Ο Γιανναράς υπήρξε ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες εκπροσώπους μιας γενιάς διανοουμένων οι οποίοι νοηματοδότησαν, συνεχίζοντας τη γενιά του ’30, με τρόπο μοναδικό τις πνευματικές ανησυχίες πολλών ανθρώπων του καιρού μας. Ανήκε στην ευάριθμη εκείνη κατηγορία διανοητών των οποίων το έργο, όχι μόνο άρδευσε με τον πιο γόνιμο τρόπο τις σκέψεις χιλιάδων αναγνωστών, αλλά και στήριξε παρηγορητικά με τη βαθιά του πίστη στον Ελληνικό Πολιτισμό και την Ορθοδοξία, την προσωπική τους αναζήτηση για ένα άλλο νόημα ζωής και μιαν άλλη αλήθεια.
Οταν χάνεται ένας τέτοιος άνθρωπος, νιώθει κανείς σαν να ποντίζεται κι ο κόσμος που μοιράστηκε μαζί του. Γι’ αυτό, η απώλειά του νομίζω, ότι μας αφορά όλους: στενεύει ξαφνικά ο ορίζοντας και γίνεται και η δική μας ζωή πιο έρημη και πνευματικά φτωχή.
Είχα την τύχη να επισκεφτούμε μαζί το Αγιον Ορος για αρκετές μέρες και να γνωρίσω τους ανθρώπους της καρδιάς του, όπως τον πατέρα Βασίλειο – διανοούμενο με υπέροχα βιβλία – προηγούμενο της Ι.Μ. Ιβήρων, καθώς και τον μοναδικό Δάσκαλο των ερμηνειών ιερών κειμένων, Δημήτρη Μαυρόπουλο. Στην Ιερά Μονή πλήθος μοναχών πλάι τους με εκπλήττουσα πνευματικότητα, βαθιά παιδεία και πλήρη γνώση όλων των σύγχρονων προβλημάτων. Εζησα γαλήνιες και ειρηνικές ώρες ανάμεσά τους, ακούγοντας με κατάνυξη ό,τι εξιστορούσαν. Αρκετά βράδια δεν πήγαμε στο δείπνο, αφού και το τυρί με τα παξιμάδια ήταν σχεδόν αχρείαστα.
Με τον καιρό η σχέση μας έγινε πιο οικεία και φιλική, γεγονός που άνοιξε οδούς επικοινωνίας κι αγάπης. Σκεφτόμουν τη ζωή του στο ίδρυμα «Ζωή» και το βιβλίο του σε ατμόσφαιρα Ντοστογέφσκι.
Υπέμενε τη μομφή του «Δεξιού» με καρτερία κυρίως από την «προοδευτική» ανθελληνική Αριστερά πολλών αποχρώσεων, η οποία τα τελευταία πενήντα χρόνια παίρνοντας τη ρεβάνς, έχει κυριαρχήσει ιδιαιτέρως στα πανεπιστήμια. Μου είχε αφηγηθεί τα σχετικά με την εκλογή του στο Πάντειο: εμπόδια, αποκλεισμοί, απαξίωση, βαρβαρότητα. Μέχρι και η Ακαδημία τον απέρριψε.
Η σκέψη του Γιανναρά με συντρόφευε σταθερά τις τελευταίες τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, τόσο μέσα από τα βιβλία του, όσο και μέσα από τις συζητήσεις μας, που λειτουργούσαν για μένα ως πολύτιμες ανάσες, δίνοντας μου την ευκαιρία να θαυμάζω το σπινθηροβόλο πνεύμα και τη χαρισματική του παρουσία. Γιατί ο Γιανναράς δεν υπήρξε μόνον κορυφαίος στοχαστής, αλλά κι ένας άνθρωπος με απαράμιλλες αρετές: υψηλού ήθους, προσηνής, νηφάλιος, με βαθιά έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα. Η κόρη μου Εριφύλη φυλάει ακόμα σε ένα βιβλίο δικό του, το κίτρινο λουλουδάκι που της προσέφερε ένα καλοκαίρι στον αρχαιολογικό χώρο του Πόρου.
Πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος, με δεκάδες βιβλία και αναρίθμητα άρθρα και δοκίμια στο ενεργητικό του, διατηρώντας παράλληλα μαχητική παρουσία στα πνευματικά ζητήματα του τόπου αδιαλείπτως και επί μισό και πλέον αιώνα, ο Γιανναράς έχει ήδη αφήσει το δικό του μοναδικό αποτύπωμα στην ιστορία ιδεών της νεότερης Ελλάδας. Ο γραμματειακός του θησαυρός είναι τεράστιος.
Ως μαχητικός διανοούμενος, σφυρηλατημένος από ένα αίσθημα καθήκοντος και αταλάντευτα πιστός στις ιδέες του, ο Γιανναράς είχε τη διανοητική τόλμη να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα και να θέσει ως στόχο να ξεσκεπάζει όλες τις φαύλες πτυχές της πραγματικότητος. Σε όλη την έκταση της αρθρογραφίας του επανερχόταν με ακατάβλητη επιμονή σε ορισμένα θέματα που συνιστούν τον πυρήνα της οντολογίας του: o Ελληνισμός και η σχέση του με τη Δύση, η βαθύτατη παρακμή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ο άκριτος μιμητισμός των ευρωπαϊκών αξιών, οι φαύλοι μηχανισμοί της πολιτικής που παράγουν μεταπρατισμό, η αναξιοπρέπεια και η πολιτισμική ισοπέδωση που οδηγούν μοιραία στην απώλεια της ιδιοπροσωπίας μας και στον τελικό αφανισμό του έθνους. Διατύπωνε αυτές τις κρίσεις με έναν συχνά οξύ καταγγελτικό τόνο, ο οποίος ερμηνεύτηκε ως αντιδραστικός συντηρητισμός ή άκρατος ανορθολογισμός και προκάλεσε κύματα οργισμένων και απαξιωτικών αντιδράσεων από τη λεγόμενη προοδευτική διανόηση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που παραμένει εξαιρετικά ζωντανό στα επίμαχα αυτά κείμενα του Γιανναρά είναι η διαύγεια της ματιάς του και η άτεγκτη απαίτηση αυθεντικότητας σε όλα τα επίπεδα του βίου.
Πιστεύω πως έζησε σε όλη του τη ζωή με τον καημό της Ρωμιοσύνης, βαθιά χαραγμένο μέσα του. Η πίστη του στην πνευματικότητα της παραδόσεώς μας είχε στοιχεία ιερότητος, λατρείας κι έρωτα. Η βαθιά γνώση του στις άπειρες εκδοχές της δεν άφηνε ρωγμές για ξένες επιρροές. Είχε το ίδιο πάθος στην αγάπη του, με τη γενιά του ’30, της οποίας αυτός ήταν συνεχιστής με πάθος ιερό. Μορφή ανεπανάληπτη.
Στάθηκα τυχερός που ήταν φίλος μου.
Ο Σωτήρης Σόρογκας είναι ζωγράφος,
ομότιμος καθηγητής Ε.Μ. Πολυτεχνείου