Μια πραγματικά κακή ταινία

Γιατί να πας να δεις μια κακή ταινία; Οχι επειδή θέλεις να δεις μια κακή ταινία, εννοείται. Ομως μπορεί να είναι μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά και να παίζεται στον αγαπημένο σου κινηματογράφο με τα μη-πλαστικά αναρριχώμενα και τις καλές τυρόπιτες στο μπαρ, και να πεις, «Πάμε μωρέ, πόσο κακιά μπορεί να είναι;». Ομως μια κακή ταινία μπορεί να είναι πολύ, πολύ κακή.

Βέβαια, η κακή ταινία προειδοποιεί. Δεν φταίει εκείνη που εσύ αγνόησες τα σημάδια. Πέρα από τις κριτικές, μπορείς να διαβάσεις την υπόθεση, να ελέγξεις τον σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς ή κάποιο τρέιλερ  Εγώ προσωπικά αποκλείω εκ των προτέρων ταινίες με φίδια, αλλά άλλοι βάζουν τις κόκκινές τους γραμμές σε ταινίες «εποχής», ή με ζόμπι, ή με τον Νίκολας Κέιτζ κ.λπ. Ομως όλοι, κάποτε, την πατάμε.

Την κακή ταινία την καταλαβαίνεις σχεδόν αμέσως. Στα δέκα πρώτα λεπτά μουρμουρίζεις, «δεν είναι δυνατόν». Μπορεί να μην υποψιαστείς πόσο πολύ πιο κακή θα γίνει, αλλά ξέρεις ότι αποκλείεται να γίνει καλή. Γιατί δεν σηκώνεσαι να φύγεις; Α, αυτό είναι θέμα ψυχολόγων. Αλλ’ εκτός από την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά και τις τυρόπιτες, υπάρχει και η δύναμη της ελπίδας: Ναι, ελπίζεις. Οτι μέσα στη βραδινή δροσιά, με μια μπίρα στο χέρι, η ταινία θα γίνει τουλάχιστον ανεκτή. Δεν θα γίνει.

Υπάρχουν, φυσικά, πολλών ειδών κακές ταινίες, αλλά η πραγματικά αφόρητα κακή ταινία είναι συνήθως κωμωδία. Κανένα άλλο κακοποιημένο είδος (θρίλερ, ερωτικό, ακόμα και επιστημονικής φαντασίας) δεν είναι τόσο βασανιστικό όσο μια κακή κωμωδία. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο απάνθρωπο από το να σου ζητούν να γελάσεις όταν τίποτα, μα τίποτα, δεν είναι αστείο, και γιατί υπάρχουν ολόγυρα εκείνοι οι μυστήριοι συνάνθρωποί σου που γελάνε με την καρδιά τους. Γυρνάς και τους κοιτάς: μα πώς γίνεται να γελάνε;

Η πραγματικά κακή ταινία σε αιφνιδιάζει με το πόσο ευρηματικά κακή μπορεί να είναι. Εκεί που έχεις πάρει απόφαση ότι η πρωταγωνίστρια θα συνεχίσει με τις ίδιες γκριμάτσες ό,τι κι αν της συμβεί, γιατί μόνον αυτές ξέρει να κάνει, και ότι η τελική «ανατροπή» θα είναι αυτό που μαντεύει κάθε μαθητής δημοτικού με πρόσβαση στο Διαδίκτυο, έρχεται κάτι που δεν το περίμενες, κάτι αληθινά φρικτό: π.χ. αρχίζουν να τραγουδούν. Ή να εκπέμπουν ένα κοινωνικό μήνυμα.

Η αληθινά κακή ταινία, και λυπάμαι που το λέω αυτό, είναι συνήθως γαλλική. Ναι, φυσικά υπάρχουν κακές ταινίες όλων των προελεύσεων, αλλά καμία δεν είναι τόσο κακή όσο μια κακή γαλλική. Οφείλεται στον μοναδικό συνδυασμό σάχλας κι επιτήδευσης; Στο ότι η γαλλική γλώσσα, προορισμένη για λεπτότατες διαστρωματώσεις νοημάτων, όταν ηχεί ως κύμβαλον αλαλάζον μπουρδολογίας πληγώνει όλες τις αισθήσεις; Στο ότι οι Γάλλοι, με τη βαθιά τους προσήλωση στον πολιτισμό τους, σερβίρουν ό,τι γαλλικό αγαπήσαμε πιο πολύ σαν παντομίμα;

Υπάρχουν πολλές επικά κακές ταινίες  (ο νους μου πάει και σε ελληνικές, ιστορικοπατριωτικού ή κοινωνικού περιεχομένου) που έχουν προσφέρει διαχρονικά εγγυημένες ώρες χαράς, αλλά την πραγματικά κακή ταινία δεν θα τη δεις με την παρέα σου τρώγοντας σουβλάκια για να γελάσετε. Με την πραγματικά κακή ταινία δεν θα μπορέσεις ποτέ να διασκεδάσεις, γιατί εκτός του ότι ανεβάζεις πίεση, μελαγχολείς βαθιά για το ανθρώπινο είδος που την έφτιαξε, τη βλέπει, και δεν αρρωσταίνει.

Η αληθινά κακή ταινία δεν τελειώνει ποτέ. Δηλαδή φυσικά τελειώνει, αλλά εσένα σου φαίνεται ότι δεν θα γίνει ποτέ αυτό. Κι έτσι όταν επιτέλους βγεις από τον κινηματογράφο ίσως πεις, «ήταν η χειρότερη που έχω δει στη ζωή μου». Αυτό το λες επειδή το σφυροκόπημα στα μηνίγγια σου δεν σου επιτρέπει να σχηματίσεις μεγάλες φράσεις, αλλά κι επειδή δεν θυμάσαι όλες τις άλλες που έχεις δει στη ζωή σου. Πράγματι, την πραγματικά κακή ταινία σχεδόν αμέσως την ξεχνάς, αλλά ποτέ δεν θα φύγει από μέσα σου: θα βρίσκεται καταχωνιασμένη, κρυμμένη στον πολτό όλων εκείνων που θέλεις να ξεχάσεις. Που ξεχνάς τόσο καλά, ώστε και πάλι κάποιο καλοκαιρινό βράδυ θα πας στον αγαπημένο σου κινηματογράφο λέγοντας, «Εντάξει μωρέ, πόσο κακή μπορεί να είναι μια ταινία;».