Να σταματήσει η ανέγερση καταλυμάτων στα υπερδομημένα νησιά

Ο «υπερτουρισμός» είναι μια πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων και δηλώνει ουσιαστικά την υπερεπιβάρυνση – υποβάθμιση των συνθηκών ζωής – κυρίως σε τόπους με ιδιαίτερη μικροκλίμακα. Δεν πρόκειται για μια διαπίστωση δική μας, ελληνική. Ξεκινάει κυρίως από την Ευρώπη καθώς οι λαοί της βρέθηκαν απροετοίμαστοι στην αντιμετώπιση του φαινομένου του υπερτουρισμού. Στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό συνδυάζεται με τα ήδη υπερδομημένα νησιά μας, δηλαδή το οικιστικό ξεχείλωμα που φέρνει την καταστροφή. Η καταστροφή ξεκινάει από την παραθεριστική κατοικία. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού απέκτησε δεύτερη κατοικία, είτε στο χωριό της καταγωγής του είτε – σε μεγαλύτερο βαθμό – στα νησιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλοιωθούν ορισμένα νησιά πρώτης γραμμής – και δεν εννοώ μόνον τη Μύκονο και τη Σαντορίνη –, νησιά που πλέον ασφυκτιούν, δεν υπάρχει ελεύθερη γη. Ο πρωτογενής τομέας που ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κάλυπτε αυτοτελώς τις διατροφικές ανάγκες των νησιωτών, στις μέρες μας έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Τα περισσότερα προϊόντα διατροφής εισάγονται, για να μην αναφερθώ στο τρομακτικό θέμα του νερού. Σήμερα στα νησιά οι κάτοικοί τους έχουν καλύψει τις οικιστικές τους ανάγκες, ή καλύτερα τις έχουν υπερκαλύψει καθώς έχουν αποκτήσει και κτίσματα εισοδήματος. Επομένως στα υπερδομημένα νησιά θα πρέπει να σταματήσει ολοσχερώς η ανέγερση καταλυμάτων εκμετάλλευσης. Οπως επίσης να υπάρξει καθορισμός του αδόμητου τοπίου. Οικοπεδική έκταση με κλίση πάνω από 30% να μη δομείται. Αυτό ισχύει για νησιά, όπως για παράδειγμα, η Σέριφος, η Κύθνος, από το 2002 με τα τότε εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα όρων και περιορισμών δόμησης. Επομένως καθορισμός του αδόμητου τοπίου με ταυτόχρονη αυστηροποίηση των κανόνων δόμησης.

Σαφώς η πρώτη προτεραιότητα στα υπερδομημένα νησιά, λόγω του μικρού της έκτασης αυτών των οντοτήτων, είναι η προστασία του τοπίου. Βέβαια αυτό δεν μπορεί να είναι εις βάρος της ζωής των ανθρώπων. Το θέμα όμως είναι ποιων ανθρώπων; Αυτών που μένουν μόνιμα σε ένα νησί, ή εκείνων που το εποικούν για δύο ή τρεις μήνες τον χρόνο; Κατά τη θητεία μου στο υπουργείο Τουρισμού, πριν από τριάντα χρόνια (1995), κάναμε μια εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής, για να γιορτάσουμε το σπάσιμο του φράγματος των δέκα εκατομμυρίων τουριστών. Τότε η χώρα διέθετε 40% ως 50% λιγότερες τουριστικές κλίνες ενώ τα καταλύματα πέντε αστέρων ήταν ελάχιστα. Μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια, το δομημένο μέρος της γης για παράδειγμα της Τήνου – με εξαίρεση τη Χώρα – κάλυπτε το 2% έως 3% της έκτασής της. Σήμερα ξεπερνά το 20%. Πράγμα που σημαίνει πως αν συνεχισθεί η δόμηση με τους ίδιους ρυθμούς, τα επόμενα τριάντα χρόνια θα είναι υπερδιπλάσια η «κατανάλωση» γης, δεν θα υπάρχει ελεύθερη γη.

Το προεδρικό διάταγμα που συντάξαμε σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση για τη Σαντορίνη προσδιορίζει ως αδόμητες ζώνες τα αμπέλια. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για άλλες καλλιέργειες, καθώς κάθε νησί παράγει τα δικά του προϊόντα, «φακές, κουκιά κ.ά.». Η κτηνοτροφία επίσης ήταν πολύ ανεπτυγμένη. Αγελαδοτροφία στην Τήνο, προβατοτροφία στη Μύκονο. Επιβάλλεται λοιπόν πέραν των παραπάνω να δοθούν επιπρόσθετα κίνητρα. Το τοπίο λοιπόν και η προστασία του, συνιστά την κεφαλαιώδη προτεραιότητα για τη σωτηρία των νησιών.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι πρώην υπουργός Τουρισμού και Αιγαίου