Οι «Ορνιθες» σαν όνειρο

Η σχέση μας με το ανέβασμα των αριστοφανικών κωμωδιών έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Το απέδειξε το 2016 η αποδοχή που είχε ο Νίκος Καραθάνος στη δική του «φαντασμαγορία» από βιωματικές αναμνήσεις, κινηματογραφικές εικόνες και αναφορές στον λαϊκό πολιτισμό. Το επιβεβαιώνει το διπλό sold out και το χειροκρότημα που εισέπραξε η παράσταση σε σκηνοθεσία του Αρη Μπινιάρη – πέντε φορές «παρενέβησαν» οι θεατές την περασμένη Παρασκευή. Μάλλον επειδή η πρόταση είχε τόλμη, δική της αισθητική άποψη και, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, σεβασμό για όσα είχε φέρει η πρωταρχική «επανάσταση»: η μοντερνικότητα με την οποία ο Κουν, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και η Ζουζού Νικολούδη κατέθεσαν μια ολοκληρωμένη πρόταση για το «πώς ανεβαίνει αλλιώς ο Αριστοφάνης».

Ο Μπινιάρης με την Ελενα Τριανταφυλλοπούλου στη δραματουργική επεξεργασία πείραξαν τη στρωτή μετάφραση του Τάσου Ρούσσου αξιοποιώντας όσα προσφέρονταν για μια διασκευή όπου το όνειρο θα είχε τον πρώτο λόγο. Εφεραν στην επιφάνεια το «πνεύμα» και όχι το «γράμμα» του Αριστοφάνη, προφανώς από την ενίοτε ολισθηρή περιοχή ενός είδους που «εμπνέεται από το πρωτότυπο». Είναι ζήτημα προς διερεύνηση, πάντως, πόσοι από τους συνολικά 18.400 θεατές των δύο παραστάσεων αντιλήφθηκαν τα εμβόλιμα κομμάτια του Πάμπλο Νερούδα («Εγώ που έχω μάθει να πετάω/ με το φτερούγισμα όλων των πουλιών… μαζί σας τη ζωή γιορτάζω»), τους ορφικούς ύμνους της νύχτας, τη διατήρηση της Παράβασης και την απάλειψη ολόκληρων σκηνών (η Αηδόνα δεν υπήρχε καν ως ρόλος).

Στα επεισόδια που έμειναν αυτούσια, η παρέλαση των «παράσιτων», όπως τους ονομάζει ο Αριστοφάνης, ήρθε για να μείνει στην παραστασιολογία της αριστοφανικής Επιδαύρου. Παίρνοντας ο ένας τη σκυτάλη από τον προηγούμενο οι ηθοποιοί εμφανίζονταν από τις δύο παρόδους – με την αντίστοιχη ειρωνεία και αμφισημία που κάνουν το ανάλαφρο σοβαρό και το σοβαρό βέβηλο. Ο χρησμολόγος (Στέλιος Ιακωβίδης), που κατέφτασε σαν φουριόζος παππούλης με ράσα, ξιφουλκούσε με τον κεραυνό του Δία εναντίον των «τοτεμιστών και ορνιθολατρών». Και όταν έπιασε εκείνα τα καθαρευουσιάνικα, ο σκηνοθέτης είχε έτοιμο το τρικ για να παρωδήσει την πανταχόθεν σοβαροφάνεια. «Απέδωσε!» φώναζε ο χρησμολόγος. «Απόδωσε! Απόδωσε!» είναι το σωστό τού πέταξε ο Ευελπίδης. Η Ποιήτρια της Κωνσταντίνας Τάκαλου «ρίχτηκε» απρόκλητη ως γκουρού επί των πολιτιστικών για να οργανώσει την καλλιτεχνική ζωή της Νεφελοκοκκυγίας με ανταμοιβή της τα «ποσοστά επί των κερδών» και παρουσία σε όλες τις πρεμιέρες (θου, Αριστοφάνη, φυλακή τω στόματι αν κάνουμε πως αναγνωρίζουμε πάνσεπτες μορφές των γραμμάτων, των τεχνών και της δημοσιογραφίας). Ο Μέτων (Ερρίκος Μηλιάρης) κατέφτασε επίσης για να μεταμορφώσει την πολιτεία των πουλιών σε παγκόσμιο ταξιδιωτικό προορισμό χρησιμοποιώντας όλη τη βιρτουοζιτέ ενός ζογκλέρ της γραφειοκρατίας, της οικοπεδοφαγίας και πάει λέγοντας. Ο Επίτροπος – Μάριος Παναγιώτουυποσχόταν «υγεία και σωτηρία» (σαν να λέμε, «πνεύμα και ηθική» του Βασίλη Αυλωνίτη) καθώς αναλάμβανε ευχαρίστως τις απευθείας αναθέσεις. Στο τέλος, ο Συκοφάντης του Θανάση Ισιδώρου εμφανίστηκε σαν καλοκουρδισμένο ανθρωπάκι του Γαΐτη – ένας οσφυοκάμπτης που βρίσκει θέση σε οποιοδήποτε σύστημα εξουσίας και μεταμορφώνεται σε δικτατορίσκο του τετάρτου ή πέμπτου ορόφου. Ας καταγραφεί και εδώ ότι οι ηθοποιοί της «πινακοθήκης» ανήκαν στις καλύτερες στιγμές της παράστασης. Επαγγελματίες και ερασιτέχνες ταυτοχρόνως – χαίρονταν οι ίδιοι την παράσταση στην οποία έπαιζαν, όπως και ο Έποπας – Κώστας Κορωναίος.

Το ίδιο ισχύει για το πρωταγωνιστικό δίδυμο, που υπήρξε καταλυτικό για τις εντυπώσεις. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου – Ευελπίδης παραδίδει ένα μάθημα για το πώς ο άριστος «δεύτερος» ρόλος συμπληρώνει τον πρώτο. Και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος – Πεισθέταιρος αποτινάσσει – όπως το κάνει συνήθως – τα πρωτεία αφήνοντας οξυγόνο στους συνοδοιπόρους του.

Η μουσική ήταν μέρος του υπαινικτικού σκηνικού (μία μεγάλη σπείρα με αφαιρετικά δέντρα), που έφερε την υπογραφή του Πάρι Μέξη μαζί με τα ποπ κοστούμια των πουλιών. Ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης χώρεσε στα 100 λεπτά ηχοτοπία από μια χοϊκή, ενίοτε βαλκανική παράδοση – η γκάιντα στο ορφικό πανηγύρι της μεταμόρφωσης των ανθρώπων –, αλλά και από τη χατζιδακική έμπνευση: η μελωδία του τέλους ενώ ακούγεται το ομαδικό «Ελα, έλα, με το τραγούδι να γεννηθείς ξανά».

Απόδραση και Μπέκετ

Οι «Ορνιθες» του Α. Μπινιάρη ήταν μια παράσταση του ημίφωτος, των ψιθύρων, της μάσκας και της ονειρικής απόδρασης από έναν κόσμο που καταρρέει – σαφές, αλλά όχι κραυγαλέο το σχόλιο για την οικολογία. Με την αισθητική μιας μπεκετικής ατμόσφαιρας όπου οι Βλαδίμηροι και οι Εστραγκόν αυτού του κόσμου αγωνιούν, αντιστέκονται στις επιθυμίες τους, εφορμούν, πέφτουν και ξανασηκώνονται μπροστά στον Ηρακλή και τον Ποσειδώνα. Οι δύο πρωταγωνιστές έτρεξαν πολλές φορές σε σπειροειδείς διαδρομές τη σκηνή – μαζί με τα πουλιά, στη λεπτοδουλεμένη κινησιολογία του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου – πριν καθίσουν στο ημιφωτισμένο σκηνικό (το credit των καίριων φωτισμών ανήκει στον Βαγγέλη Μουντρίχα) έχοντας απέναντί τους την κοινότητα των θεατών – μια άλλη πολιτεία που αναζητά τη φυγή.

Οι δυο τους είχαν «ριχθεί» στη σκηνή μέσα από το σκοτάδι, βρήκαν τον βηματισμό τους ως φίλοι (ένας από τους παράλληλους άξονες της παράστασης), συμμάχησαν με τη δύναμη της φύσης και επιστρέφουν σε μια υπαρξιακή στιγμή ανάτασης. Εστω και αν ένας επιμέρους καταιγισμός από ατάκες σλάπστικ ή ένας υπερδραματικός μονόλογος βρήκαν κι αυτοί θέση σε ένα ονειρόδραμα με μακρινές αναφορές στη σαιξπηρική «Τρικυμία» και το «Ονειρο θερινής νυκτός».

Το τέλος του αριστοφανικού έργου δεν υπήρχε καν. Ούτε γάμος του Πεισθέταιρου με τη Βασιλεία ούτε «καλή ξανθιά». Η έξοδος των δύο ηρώων ξεκινούσε από ένα μονοπάτι εσωτερικό. Τι άλλο μπορεί να είναι το «μόνον της ζωής μας ταξείδιον» πέρα από μια ημέρα στην οποία χάσαμε και ξαναβρήκαμε – για μια στιγμή έστω – τον εαυτό μας; Ποιος άλλος κόσμος είναι ο πιο ονειρικός, ο πιο απόμακρος, ο πιο ποιητικός; «Πώς είναι να ζεις με τα πουλιά;» ξαναρωτάει ο Πεισθέταιρος. Και μαζί με τον Ευελπίδη αναζητούν τον ουρανό με καινούριο βλέμμα. «Ο αέρας… Αχ… Ανάσα». Αυτό ζητούσαν στην παράσταση. Μια ανάσα. Ετσι κι αλλιώς, είναι κι αυτοί, είμαστε κι εμείς «από την ουσία των ονείρων πλασμένοι κι ύπνος τυλίγει τη μικρή ζωή μας».