Οχι στον μιθριδατισμό

Σε άρθρο μου τον Φεβρουάριο του 2023 σε αυτήν την εφημερίδα κατέληγα ότι το απόστημα των υποκλοπών (και της συγκάλυψής τους) πρέπει να σπάσει και η τοξικότητα που εμπεριέχει να σταματήσει να δηλητηριάζει τις σχέσεις θεσμών, κομμάτων και προσώπων στην πολιτική σκηνή του τόπου. Δυστυχώς, το πρόσφατο εισαγγελικό πόρισμα για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, αντί να τάμει, συσσώρευσε και άλλο πύον στο απόστημα.

Η εξέταση των επιμέρους ζητημάτων που ανακύπτουν από τη μελέτη του πολυσέλιδου πορίσματος και της εκτενούς δικογραφίας, καθώς και η διατύπωση αναλυτικής γνώμης του δικηγόρου προς τον εντολέα του, είναι εργώδεις. Ομως σε αυτή τη φάση και από αυτή τη θέση να πω ότι η υπόθεση των υποκλοπών δεν τελειώνει εδώ ως προς το νομικό της σκέλος. Ο αγώνας που ξεκινήσαμε μια ομάδα νομικών στο πλευρό του προέδρου του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος – Κινήματος Αλλαγής Νίκου Ανδρουλάκη, διαβαίνοντας στις 26 Ιουλίου 2022 το κατώφλι του Αρείου Πάγου, θα συνεχιστεί. Εφερε μέχρι τώρα καρπούς με την ιστορική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και με τη διεθνοποίηση του θέματος.

Θα ήθελα όμως περαιτέρω να σταθώ στις ευρύτερες πολιτειακές και θεσμικές συνέπειες της παρούσας έκβασης του ποινικού σκέλους της υπόθεσης:

Πρώτον, εμπεδώνεται ότι είναι συμβατό με το Σύνταγμα και πολιτευματικά ανεκτό να παρακολουθούνται βουλευτές και υπουργοί, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί από τις μυστικές υπηρεσίες χωρίς να υπάρχει φυσικά πραγματικός λόγος εθνικής ασφάλειας. Επικυρώνεται δηλαδή η επικίνδυνη θεωρία ότι η διακύβευση της εθνικής ασφάλειας προέρχεται κατεξοχήν από τους ασκούντες συντεταγμένες εξουσίες και όχι από έξωθεν κινδύνους. Είναι μια συγκεκαλυμμένη νεκρανάσταση της θεωρίας των εσωτερικών εχθρών, που τόσο ταλάνισε στο παρελθόν τον τόπο μας. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι μια τέτοια αντίληψη τροποποιεί τους συσχετισμούς ισχύος υπέρ του λεγόμενου βαθέος κράτους επί το δυσμενέστερο για το πολιτικό σύστημα.

Δεύτερον, εμπεδώνεται ότι είναι συμβατό με το Σύνταγμα και πολιτευματικά ανεκτό ότι η δικαστική εγγύηση του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών εμφανίζεται συνεσταλμένη και αναποτελεσματική. Προληπτικά περιορίζεται σε προσυπογραφή αιτημάτων χωρίς αιτιολογία και επιπλέον χωρίς η αιτιολογία αυτή να καθίσταται γνωστή στους παρακολουθούμενους. Πρόκειται για παρανάγνωση της επικαλούμενης στο πόρισμα απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που προσαπαιτεί τη γνωστοποίηση της τεκμηρίωσης της παρακολούθησης στο θύμα. Με άλλα λόγια, γίνεται δεκτό ότι είναι ανεκτό σύστημα όπου οι λόγοι της παρακολούθησης προκύπτουν είτε από το σώμα της δικαστικής διάταξης είτε από τον φάκελο που καθίσταται γνωστός στον παρακολουθούμενο. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ανεκτό σύστημα κατά το οποίο ούτε η αιτιολογία προκύπτει από το σώμα της διάταξης ούτε ο φάκελος αιτιολόγησης καθίσταται γνωστός στον παρακολουθούμενο. Προκύπτει έτσι ότι οι συσχετισμοί ισχύος τροποποιούνται επί το δυσμενέστερο εις βάρος του δικαστικού συστήματος, τόσο ως ενδεχόμενου στόχου παρακολούθησης, όσο και ως ακίνδυνου ελεγκτή.

Τρίτον, η ποινική έρευνα και τα ευρήματά της, τα οποία καθ’ ημάς βέβαια δεν επιστηρίζουν το συμπέρασμά της, καταδεικνύουν το φιάσκο της Εξεταστικής Επιτροπής του 2022, η οποία, όπως φάνηκε, είχε πολύ περισσότερα να κάνει από το να κλείσει άρον άρον την έρευνά της.

Τέταρτον, με όλα τούτα, η κοινή γνώμη, ο λαός και καθένας πολίτης ξεχωριστά ως υποκείμενο ατομικών δικαιωμάτων αναπτύσσουν έναν θεσμικό μιθριδατισμό, επιδιώκεται να αποκτήσουν ανοχή και ανοσία στις εκτροπές. Καθίσταται έτσι επείγον να αναλογιστούμε σε τι χώρα θέλουμε να ζούμε, να δημιουργούμε και να αναπτύσσουμε, ελεύθερα οπωσδήποτε, την προσωπικότητά μας και τι χώρα θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Και αφού αναλογιστούμε και συνέλθουμε από το λήθαργο να δράσουμε αναλόγως.

Είπαμε παραπάνω ότι η νομική πορεία της υπόθεσης συνεχίζεται. Τα στοιχεία που θα βλέπουν το φως της δημοσιότητας θα τροφοδοτούν τη δημόσια συζήτηση στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό. Είναι όμως σαφές ότι το ζήτημα της κατάστασης του κράτους δικαίου στη χώρα μας πρέπει να αποτελέσει στο εξής θεμελιώδες διακύβευμα, ζητούμενο και προσδιοριστικό παράγοντα της δράσης (και κοινής ακόμα) των πολιτικών δυνάμεων που συμμερίζονται αυτήν την αγωνία μεγάλης μερίδας του λαού μας.

Ο Μανόλης Ι. Βελεγράκης είναι δικηγόρος ΑΠ, διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακούς τίτλους στο Δημόσιο Δίκαιο και το Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II. Είναι πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων