Σεισμολογία και πυρηνικές δοκιμές μετά τη Χιροσίμα

Στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945 ο κόσμος άλλαξε, μπήκε σε νέα εποχή με τον πυρηνικό βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Οποιος δεν έχει επισκεφθεί το μοναδικό Μουσείο του Πυρηνικού Ολοκαυτώματος στη Χιροσίμα αδυνατεί να αντιληφθεί την έκταση και την ένταση της ανθρωπιστικής και υλικής καταστροφής που υπήρξε τότε. Αλλά οι συνέπειες είχαν παγκόσμια διάσταση γιατί η δυνατότητα παραγωγής πυρηνικών όπλων επεκτάθηκε σύντομα και σε άλλες χώρες. Ο κόσμος σύντομα εισήλθε στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου. Ο ξέφρενος πυρηνικός ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, έφερε την ανθρωπότητα στο χείλος της καταστροφής.

Ενώπιον του τρομερού κινδύνου και της ταυτόχρονης κατακραυγής από την παγκόσμια κοινή γνώμη, οι δύο υπερδυνάμεις αναγκάστηκαν, όχι να μειώσουν τον ρυθμό πραγματοποίησης πυρηνικών δοκιμών, αλλά τουλάχιστον να συμπλεύσουν στον τρόπο πραγματοποίησής τους. Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποφάσισαν οι πυρηνικές δοκιμές να μη γίνονται πλέον στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όπως γίνονταν μέχρι τότε, αλλά να πραγματοποιούνται στο υπέδαφος. Η συμφωνία αυτή, την οποία προσυπέγραψαν οι περισσότερες πυρηνικές δυνάμεις της εποχής εκείνης, έγινε με το πρόσχημα της αποφυγής της ραδιενεργού μόλυνσης της ατμόσφαιρας. Ομως ο στρατηγικός στόχος και των δύο υπερδυνάμεων ήταν η παρακολούθηση των πυρηνικών δοκιμών που πραγματοποιούσε ο αντίπαλος συνασπισμός. Πράγματι, μια δοκιμή στο υπέδαφος παράγει σεισμικά κύματα τα οποία καταγράφονται από σεισμογράφους εγκατεστημένους σε όλη την επιφάνεια της Γης. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει όταν η δοκιμή γίνεται στην κατώτατη ατμόσφαιρα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι οι ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων, Τζον Κένεντι και Νικίτα Χρουστσόφ, είχαν τόσο συχνές συναντήσεις με τους σεισμολόγους τους ώστε τελικά «έγιναν και οι ίδιοι σεισμολόγοι». Με ταχύτατο ρυθμό αναπτύχθηκαν παγκόσμια σεισμογραφικά δίκτυα εξελιγμένης τεχνολογίας. Ο εντοπισμός του επίκεντρου και του χρόνου πραγματοποίησης μιας δοκιμής εξελίχθηκε σε ιδιαίτερο κλάδο της σεισμολογίας.

Αυτή η ιδιότυπη και αμοιβαία παρακολούθηση συνέβαλε, μαζί με άλλους γεωπολιτικούς παράγοντες, στη σταδιακή μείωση της ψυχροπολεμικής έντασης και το 1976 οδήγησε σε νέα συμφωνία. Οι περισσότερες πυρηνικές δυνάμεις συμφώνησαν να πραγματοποιούνται δοκιμές με ένα ορισμένο ανώτατο όριο ισχύος. Για την τήρηση και αυτής της συμφωνίας επιστρατεύτηκε και πάλι η επιστήμη της σεισμολογίας, η οποία κλήθηκε να υπολογίζει και την ισχύ της δοκιμής, με τρόπο παρόμοιο με τον υπολογισμό του μεγέθους ενός φυσικού σεισμού.

Η σεισμογραφική παρακολούθηση των πυρηνικών δοκιμών ουδέποτε σταμάτησε. Το 1996, έπειτα από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ιδρύθηκε ο Οργανισμός για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (Comprehensive Nuclear-Test-Ban Treaty Οrganization, CTBTO), ο οποίος εγκαταστάθηκε και λειτουργεί στη Βιέννη με τη συμμετοχή δεκάδων χωρών. Εως ότου επιτευχθεί ο βασικός του προορισμός, ο CTBTO έχει έκτοτε την ευθύνη της παρακολούθησης των πυρηνικών δοκιμών που πραγματοποιούνται παγκοσμίως. Για τον σκοπό αυτό, στο πλαίσιο του CTBTO εγκαθιδρύθηκε Διεθνές Κέντρο Παρακολούθησης στο οποίο εντάχθηκε και το παγκόσμιο σεισμογραφικό δίκτυο αυτού του Οργανισμού. Είναι χαρακτηριστικό της επιτυχούς απόδοσης του CTBTO ότι μέχρι σήμερα έχει γίνει κατορθωτός ο εντοπισμός όλων των πυρηνικών δοκιμών που έχει πραγματοποιήσει η Βόρεια Κορέα.

Στη διάρκεια των τελευταίων ετών ο CTBTO συμβάλλει και στην έγκαιρη προειδοποίηση για τσουνάμι με την παροχή, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, των σεισμογραφικών καταγραφών που συλλέγει, προς τα τέσσερα διακρατικά συστήματα προειδοποίησης που λειτουργούν στην υφήλιο υπό την αιγίδα της UNESCO.

Η συμβολή της σεισμολογίας υπήρξε, και εξακολουθεί να είναι, καθοριστικής σημασίας στην πορεία προς την παγκόσμια ειρήνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Ταυτόχρονα, η εξέλιξη της επιστήμης της σεισμολογίας και της φυσικής του εσωτερικού της Γης, στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα, δεν θα είχε γίνει κατορθωτή αν δεν είχε μεσολαβήσει ο τρομερά επικίνδυνος για την ανθρωπότητα πυρηνικός ανταγωνισμός. Αυτή η εξέλιξη συνιστά ένα μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία παράδειγμα, όπου μια επιστήμη εξελίσσεται ταχύτατα εξαιτίας μεγάλης κλίμακας γεωστρατηγικών ανταγωνισμών.

Ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος είναι μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO