Οι τελευταίες εκτιμήσεις της Επιτροπής Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος αποτιμούν το κόστος των προβλεπόμενων κλιματικών μεταβολών για την ελληνική οικονομία σε περίπου 1% του ΑΕΠ (2,3 δισ. ευρώ) μέχρι το 2100. Το κόστος αυτό λαμβάνει υπόψη την επιβάρυνση από τυχόν αδράνεια προσαρμογής, σχεδόν 200 δισ. ευρώ έως το 2100 με 2% προεξοφλητικό επιτόκιο, αλλά και από το όφελος, της τάξεως του 30%, από τη λήψη μέτρων προσαρμογής.
Στο τέλος του 2024 θα δημοσιευθεί η τελική έκθεση, που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις κλιματικές μεταβολές των επόμενων δεκαετιών, οι οποίες προβλέπουν:
Αύξηση της μέσης θερμοκρασίας από 1,2°C έως και 2°C, σε σχέση με την περίοδο 1971-2000, από 1,2°C έως και 2°C, ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Η δεκαετία του 2050 περιλαμβάνει το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη. Μετά το 2060, η αύξηση στη μέση θερμοκρασία θα φτάσει τους 2°C έως και 5°C περίπου, ανάλογα με το σενάριο εκπομπών. Σημαντική θα είναι η αύξηση και του αριθμού ημερών με καύσωνα στα πεδινά, έως και κατά 10-15 ημέρες μέχρι τα μέσα του αιώνα και έως 30-50 μέρες μέχρι το 2100, εάν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών CO2. Σημαντική μείωση της βροχόπτωσης μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας. Το 40% της Ελλάδας, ιδίως τα ανατολικά και νότια τμήματα κινδυνεύουν μέχρι το τέλος του αιώνα να ερημοποιηθούν στην περίπτωση που δεν ληφθούν παγκοσμίως μέτρα για τον περιορισμό των θερμοκηπικών αερίων. Αύξηση της συχνότητας των ακραία έντονων βροχοπτώσεων, που θα γίνεται εντονότερη όσο λιγότερα μέτρα ληφθούν και όσο οδεύουμε προς το τέλος του 21ου αιώνα. Αύξηση στον αριθμό των ημερών με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς: από 10 έως και 20 περισσότερες ημέρες πυρκαγιάς μέχρι τα μέσα του αιώνα και από 15 έως και 50 περισσότερες ημέρες με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς προς τα τέλη του αιώνα, ιδιαίτερα στις περιοχές που και σήμερα είναι πιο επιρρεπείς στις δασικές πυρκαγιές. Εως τα μέσα του αιώνα αναμένεται η στάθμη της θάλασσας να ανέβει κατά 15 έως 20 εκατοστά και κατά 20 έως 80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του αιώνα, ανάλογα με την εξέλιξη των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων, με συνέπειες μεταξύ άλλων στη γεωργία στις παράκτιες περιοχές.
Μείωση του ΑΕΠ
Σύμφωνα με μελέτες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα παγκοσμίως εκτιμάται ότι οδηγούν σε μείωση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαία μονάδα τη χρονιά που συμβαίνουν. Ακόμη και αν ανακάμψει σταδιακά η παραγωγή, η αυξημένη αβεβαιότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Σε σχέση με τον πληθωρισμό, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες.