Το τελευταίο ποτό

Το Ρενώ 5 δυσκολευόταν στην ανηφόρα. Παλιό, με σβησμένες αναρτήσεις και χαλασμένο κλιματιστικό, αγκομαχούσε, μαζί και η οδηγός του. Ανέβαινε με πρώτη το φιδωτό δρομάκι του Αϊ-Λια προσπαθώντας να διώξει τις μαύρες σκέψεις, ότι εκεί θα την άφηνε το μεταχειρισμένο δωράκι του πατέρα της με την απόκτηση του πτυχίου της Νομικής. Αυτός με τη Μερσεντές του φυσικά – αλλά δεν τον γλίτωσε. Στούκαρε πριν από τρία χρόνια μετά από ολονύχτιο ξενύχτι.

Η ημέρα είχε ανοίξει και ο ήλιος πυρπολούσε τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Μάλλον είχε ντυθεί βαριά, νομίζοντας ότι στο χωριό θα έκανε κρύο. Το Ρενώ έφτυνε ήχους σαν φυματικός. Μία – δύο φορές και μετά σταμάτησε.

Προσπάθησε να βάλει και πάλι μπρος. Η μηχανή του δεν άκουγε πια. Βγήκε στον δρόμο. Βρισκόταν σε μια στροφή, αν κάποιος ερχόταν με φόρα κατεβαίνοντας από το χωριό θα έπεφτε πάνω της. Εβγαλε τον σάκο της και προχώρησε μερικά μέτρα προς τα μπρος. Να βλέπει αν έρχεται κάποιος και να τον προειδοποιήσει.

Το κόκκινο ημιφορτηγό, που ανέβαινε σπινιάροντας, μόλις και πρόλαβε να σταματήσει μπροστά της. Ενας μαυριδερός άνδρας κατέβηκε να ρωτήσει τι έγινε. Του εξήγησε. Τη βοήθησε να σπρώξουν το σαραβαλάκι της στο πλάι. Συστήθηκε – Τόλης. Πήγαινε κι αυτός στο χωριό και προσφέρθηκε να την πάρει μαζί του.

Αναγκάστηκε να του εξηγήσει ότι είναι καλεσμένη από τον Πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου, τον Μανώλη Σημαντήρα – ναι, βεβαίως τον γνώριζε, είχαν μεσιακό ένα κτήμα με ελιές – να διαβάσει το μυθιστόρημά της. Γραμμένο σε ντοπιολαλιά, είχε κάνει μεγάλη αίσθηση στην Αθήνα, είχε μάλιστα κερδίσει και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου της Εταιρείας Λογοτεχνών, είχαν γραφτεί κριτικές από σημαντικούς ανθρώπους. Ο Μανώλης, συγγραφέας και ποιητής – έγραφε κι αυτός στο ντόπιο ιδίωμα – και παράγων του χωριού, σκέφτηκε να την καλέσει στο χωριό τού πατέρα της να την τιμήσουν στη μνήμη του.

Το παλιό χωριάτικο σπίτι έτριζε όπου κι αν πάταγες. Ανοιξε τα παράθυρα. Κοίταξε το ψυγείο, ευτυχώς λειτουργούσε, αλλά έπρεπε να πεταχτεί στο μπακαλικάκι – ταβέρνα – καφενείο, όλα σε ένα, του χωριού για να αγοράσει γάλα, ψωμί και ό,τι άλλο βρει φαγώσιμο. Δεν σκόπευε να μείνει πάνω από ένα βράδυ. Μικρή περνούσε τα καλοκαίρια εδώ, με τη γιαγιά και τον παππού. Τώρα δεν ζει κανείς συγγενής στο χωριό.

Μπήκε στο μπακάλικο, «Εδώδιμα – αποικιακά» έγραφε ακόμα η ταμπέλα, και κοίταξε γύρω. Στον έναν τοίχο κονσέρβες. Ενα ψυγείο στον άλλον με μπίρες και αναψυκτικά. Στο βάθος τέσσερα τραπέζια. «Τι να προσφέρω». Ο Μίμης! Μεγάλωσε, άφησε και μούσι σαν χίπστερ. Τα καλοκαίρια μέχρι τα δεκαπέντε της έπαιζαν μαζί στους κήπους. Υπήρξε κι ένα φλερτ. Είχαν φιληθεί κάνα δυο φορές. Την κοίταζε περίεργα.

«Για την εκδήλωση». Ναι, μόνο γι’ αυτήν και φεύγω τρέχοντας. «Καλημέρα, θέλω κάτι για πρωινό».

Ο Μίμης έβγαλε τυρί συσκευασμένο, λάιτ παρακαλώ, μισό καρβέλι ψωμί και γάλα.

«Κάτι άλλο; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε».

Την κοίταζε περίεργα. Την ώρα που της έδινε τα τρόφιμα, της χάιδεψε το χέρι. Τραβήχτηκε. Τι νόμιζε;

«Οχι, ευχαριστώ».

«Θα έρθω το βράδυ να σ’ ακούσω».

Τον ευχαρίστησε κι έφυγε με ανακούφιση.

Είχε μόλις καθίσει στο τραπέζι, αφού είχε βάλει γάλα σε ένα ποτήρι – της πήρε τρία λεπτά να το ξεγαριάσει -, όταν χτύπησε η πόρτα. Ο Μανώλης Σημαντήρας. Με ένα χαμόγελο πλατύ μπήκε χωρίς να ρωτήσει.

«Πόσο χαίρομαι που επιτέλους ήρθες να επισκεφθείς το χωριό του πατέρα σου».

«Μανώλη, σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση».

Τον ήξερε κι αυτόν χρόνια τώρα. Ηταν συνομήλικος με τον πατέρα της. Βαθιά έχθρα υπήρχε ανάμεσα στους δυο τους. Οι λόγοι, πολιτικοί. Ξεκίνησαν από το ίδιο χωριό, και οι δύο με ελπίδες. Ο μπαμπάς της έγινε πολιτικός μηχανικός και μετά μεγαλοεργολάβος. Ο Μανώλης τελείωσε τη Γεωπονική και ξαναγύρισε στο χωριό. Αγρότης με πτυχίο. Δεξιός, βασιλικός. Ο μπαμπάς, με τον ΣΥΡΙΖΑ.

«Αφού διαβάσεις κομμάτια από το μυθιστόρημά σου, θέλω να απαγγείλω κι εγώ κάποια ποιήματά μου, αν μου επιτρέπεις».

Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.

«Νόμιζα ότι η εκδήλωση είναι για μένα και τον πατέρα μου, γιατί να τα κάνουμε όλα αχταρμά;» Φυσικά δεν του άρεσε η σκέψη μου.

«Ελεγα να το συνδυάσουμε, αλλά όπως θέλεις».

Εκανε στροφή κι έφυγε χωρίς να τη χαιρετήσει.

H εκδήλωση κυλούσε ομαλά μέσα σε αφόρητη ζέστη. Ο χώρος, το παλιό πέτρινο δημοτικό σχολείο που τώρα είχε γίνει Πολιτιστικό Κέντρο, ελλείψει παιδιών στο χωριό, είχε μεν μεγάλα παράθυρα, αλλά ο ζεστός αέρας μάλλον διευκόλυνε τα κύματα ζέστης να υπερίπτανται σαν συμπαγή σύννεφα πάνω από τα κεφάλια των τριάντα περίπου παρόντων. Η Νένα διάβασε το πρώτο και το τρίτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημά της που είχε τίτλο «Φόνος στο χωριό». Μιλούσε για μια ιστορία που αφορούσε τη ζωή δύο χωριατόπαιδων, του Σταύρου και του Μένου. Μεγάλωσαν μαζί στα χωράφια κυνηγώντας τσίχλες, τρώγοντας άγουρα φρούτα από τα δέντρα και κάνοντας βουτιές στις στέρνες. Μέτριοι μαθητές και οι δύο, τελείωσαν το Δημοτικό και μετά μετακόμισαν στην πλησιέστερη κωμόπολη για να τελειώσουν το Γυμνάσιο. Συνέχισαν να είναι κολλητοί φίλοι. Εδωσαν εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο. Ο ένας μπήκε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ο άλλος σε μια τεχνική σχολή. Ο Μένος έμεινε στην Αθήνα, ο άλλος γύρισε στο χωριό. Παντρεύτηκε το πιο όμορφο κορίτσι που και οι δύο το ήθελαν, όμως αυτή, η Ελένη, παντρεύτηκε τον Σταύρο. Και ο Μένος βρήκε μια τσαπερδόνα στη σχολή του και κύλησε κι αυτός στα γρανάζια του γάμου. Τα ζευγάρια συνέχισαν να κάνουν παρέα όταν ο Μένος ανέβαινε τα καλοκαίρια στο χωριό. Κάπου εκεί έγινε το κακό. Η Ελένη φαίνεται ότι υπέκυψε στο φλερτ του Μένου, ο Σταύρος το έμαθε και μια μέρα κυνηγώντας στα βουνά με τον Μένο τον έσπρωξε και τον έριξε στον γκρεμό. Ολα αυτά, γραμμένα με μια περίπλοκη τεχνική, μέσα από τις σκέψεις των διαφόρων χαρακτήρων που εναλλάσσονται με τέτοιο τρόπο, που ο αδαής αναγνώστης δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τη συνέχεια, καθώς δεν ξεχώριζαν ο ένας χαρακτήρας από τον άλλον και οι σκέψεις του ενός γίνονταν ξαφνικά οι σκέψεις του άλλου. Μεταμοντέρνο, γι’ αυτό και επαινέθηκε. Γράφτηκε ότι «η δομή είναι φτιαγμένη για να αποδομηθεί, ο χρόνος για να αναιρεθεί, οι αιτίες για να καταρρεύσουν, τα τείχη της πραγματικότητας και της φαντασίας να αλληλοκαταστραφούν».

Το Ρενώ είχε μεταφερθεί σε έναν τοπικό μάστορα στην κωμόπολη. Πρωί πρωί, της το έφερε έξω από το σπίτι.

«Ευτυχώς το σταματήσατε νωρίς πριν κάψετε τη μηχανή. Είναι εντάξει τώρα, θα σας πάει μια χαρά στην Αθήνα. Αλλά να το δει και ένα κανονικό συνεργείο, θέλει ολικό σέρβις ή απόσυρση κι αγορά ενός καινούργιου. Τώρα, με την επιτυχία του βιβλίου σας, δεν θα είναι δύσκολο».

Τον ευχαρίστησε. Δεν θέλησε να της πάρει χρήματα, γνώριζε τον μπαμπά της.

«Καλός άνθρωπος, συμπονετικός, άτυχος όμως», είπε. Ολοι ήξεραν για το δυστύχημά του. Τη λυπούνται.

Πέταξε το bag pack στο πίσω κάθισμα. Αναψε τσιγάρο και ξεκίνησε. Πήρε με την πρώτη μπρος.

Οταν έφτασε στη διασταύρωση, εκεί περίπου που την είχε αφήσει, άκουσε έναν δυνατό θόρυβο. Ταράχτηκε. Πάτησε απότομα φρένο. Θα με αφήσει πάλι στη μέση, κουταμάρες μού έλεγε ο μάστορας.

Ομως η μηχανή δεν έσβησε. Ακουσε πάλι το μπαμ. Εκανε να βγει από το αυτοκίνητο, όταν μπροστά της είδε τον Μανώλη Σημαντήρα. Κρατούσε ένα δίκαννο που κάπνιζε. Της έκανε νόημα να ανοίξει εντελώς το παράθυρο. Σκηνή γουέστερν, πού έμπλεξα.

«Τι έγινε, Μανώλη, βγήκες για κυνήγι;»

Την κοίταξε με ένα βλέμμα τρελού.

«Γιατί το έγραψες αυτό;»

«Ποιο, Μανώλη, τι λες; Χαμήλωσε, σε παρακαλώ, το όπλο».

«Πού ήξερες όλα αυτά για μένα και τον πατέρα σου;»

Εμεινε να τον κοιτάζει. Δίσταζε. Τι να του πει.

«Μανώλη, όλα αυτά είναι μυθοπλασία, παραμύθια. Μην τα μπλέκεις».

«Κι εγώ κι αυτός αγαπούσαμε την Ελένη. Η Ελένη αγάπησε πιο πολύ εμένα».

«Μανώλη, μην τα μπλέκεις, όλα είναι μια ψεύτικη ιστορία. Δεν καταλαβαίνω τι λες».

«Ξέρεις καλά τι λες και τι γράφεις. Αυτή είναι η δική μου ιστορία. Αλλά έπρεπε τότε να τον σκοτώσω. Δείλιασα μια στιγμή κι αυτός το έσκασε σαν λαγός».

«Μανώλη, σε παρακαλώ, κατέβασε το όπλο. Τι σχέση έχω εγώ με αυτά που λες και δεν τα καταλαβαίνω».

«Η Ελένη με άφησε όταν μαθεύτηκε στο χωριό ότι πήγε με τον πατέρα σου. Θα σε σκοτώσω αντί γι’ αυτόν».

Κοίταξε τα μάτια του Μανώλη, θολά. Σίγουρα θα πραγματοποιούσε την απειλή του.

Ο Μανώλης είχε πλησιάσει πολύ κοντά. Ανοιξε με δύναμη την πόρτα του οδηγού, τον χτύπησε στα χέρια που κρατούσαν το δίκαννο και γκάζωσε όσο δεν έπαιρνε. Ευτυχώς δεν είχε σβήσει τη μηχανή. Το Ρενώ σπινιάρισε στη στροφή και βγήκε στην ισιάδα με τις μπάντες. Ο Μανώλης πυροβολούσε, αλλά ο στόχος είχε απομακρυνθεί αρκετά.

Μεσημέριασε. Οδηγούσε τέσσερις ώρες χωρίς διακοπή. Ετρεμε σε όλη τη διαδρομή. Εβλεπε πια τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια της πόλης. Αισθάνθηκε σιγουριά. Αποφάσισε να σταματήσει σε ένα ΣΕΑ. Φούλαρε το αμαξάκι της με βενζίνη και πήγε στου Γρηγόρη για ένα φρέντο. Η ιστορία σήκωνε ουίσκι. Οπως στα φιλμ νουάρ. Το τελευταίο ποτό κάνει την εκδίκηση πιο γλυκιά.

O Γιάννης Μπασκόζος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών, Μεταίχμιο, 2023.