Υπουργός ή υποτελής;

Ο κύριος Γεωργιάδης κατ’ επανάληψη έχει εκδηλώσει την περιφρόνησή του προς τα δικαιώματα των πολιτών. Είναι ο κύριος πολιτικός εκφραστής όλων των προσκείμενων στην κυβέρνηση οι οποίοι θεωρούν «δικαιωματισμό» κάθε αμφισβήτηση του κράτους δικαίου, κάθε επίκληση ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάθε συζήτηση για έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας και περιορισμό της από το Σύνταγμα και τους Νόμους. Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κάποιος ότι με την προχθεσινή του τοποθέτηση δεν έκανε και κάτι καινούργιο, ήταν απλώς ο Γεωργιάδης που ξέρουμε.

Το πόσο αντιδημοκρατική και αντιθεσμική ήταν η τοποθέτησή του εκτέθηκε από πολλούς. Ομως, ο κύριος Γεωργιάδης προχθές δεν περιορίστηκε να πει στους πολίτες, αλλά κυρίως στους δημοσιογράφους και στους πολιτικούς του αντιπάλους, ότι αν ζητούν να προστατεύεται το απόρρητο των επικοινωνιών τους «έχουν κάτι να κρύψουν» και άρα να τους εκβιάσει ευθέως να μην το ζητούν. Το έχει ξανακάνει άλλωστε χυδαία, όταν ρωτούσε τον κύριο Ανδρουλάκη να πει αυτός για ποιον λόγο τον παρακολουθούσε η κυβέρνηση. Αυτήν την φορά ο κύριος Γεωργιάδης προχώρησε ένα βήμα παραπάνω. Απεμπόλησε τα δικά του δικαιώματα, τόσο ως υπουργού όσο και ως ατόμου. Δεν ευτέλισε απλώς το Σύνταγμα και τους Νόμους, αυτοεξευτελίστηκε. Και η διάσταση αυτή της τοποθέτησής του δεν έτυχε της απαιτούμενης προσοχής, αν και κατά τη γνώμη μου είναι η σοβαρότερη.

Πρώτον, ο κύριος Γεωργιάδης δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι ως υπουργός είναι υπόλογος στους πολίτες, στους οποίους ανήκει η εξουσία της οποίας είναι φορέας, και δεν δικαιούται να παραιτείται από τα δικαιώματα που συνοδεύουν το αξίωμά του. Είναι φανερό ότι θεωρεί πως την εξουσία αυτή του την έδωσε ο Πρωθυπουργός και μόνο σ’ αυτόν οφείλει να δίνει λογαριασμό τι την κάνει. Και δεύτερον, έκανε σαφές ότι προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία αυτή, είναι πρόθυμος να παραιτηθεί από θεμελιώδη δικαιώματά του, όπως η ίδια η ατομική του αξιοπρέπεια ή, αντίστροφα, ότι όσο κι αν προσβληθεί η ατομική του αξιοπρέπεια και ο ιδιωτικός του χώρος, αυτός δεν πρόκειται να παραιτηθεί από την  εξουσία, δεν πρόκειται καν να διαμαρτυρηθεί. Ολοι μας, όμως, ξέρουμε μέχρι πού θα ακούγονταν οι φωνές του αν την εισβολή αυτή στην ιδιωτική του σφαίρα την είχε υποστεί επί κυβέρνησης των πολιτικών του αντιπάλων. Σήμερα δεν τον πειράζει επειδή ακριβώς την υφίσταται επί αυτής της κυβέρνησης.

Αυτή η τοποθέτηση του κυρίου Γεωργιάδη δεν ήταν άλλη μια κυνική, θρασεία και αντιδημοκρατική παρέμβασή του που απευθύνεται στους θορυβώδεις υποστηρικτές του του ώστε αυτοί, σφουγγοκωλάριοι άλλωστε και οι ίδιοι, να τον αποθεώσουν γιατί «δίνει πόνο στους συριζαίους» και «τσακίζει τους δικαιωματιστές». Δεν ήταν ούτε μια εκδήλωση νομιμοφροσύνης προς την κυβέρνηση. Η τοποθέτηση απευθυνόταν ξεκάθαρα στον Πρωθυπουργό και ήταν μια δήλωση δουλοφροσύνης προς αυτόν. Η πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού για το δυσώδες σκάνδαλο των παράνομων παρακολουθήσεων είναι δεδομένη, την έχει άλλωστε αποδεχθεί κι ο ίδιος, ασχέτως αν δεν αποδέχθηκε τις συνέπειες της. Και ο κύριος Γεωργιάδης στον Πρωθυπουργό είπε προχθές «Δεν πειράζει, κάνε ό,τι θέλεις. Κάνε ό,τι θέλεις και σε μένα τον ίδιο. Το αποδέχομαι». Ηταν μια πανηγυρική δήλωση υποτέλειας.

Είναι μεγάλο πρόβλημα για τη Δημοκρατία μας αν οι υπουργοί δεν θεωρούν τους εαυτούς τους συνεργάτες και πολιτικούς υφιστάμενους του Πρωθυπουργού αλλά υποτελείς του. Είναι, όμως, ακόμη μεγαλύτερο όταν αποδεικνύεται, όχι για πρώτη φορά, ότι ο Πρωθυπουργός όχι μόνο δεν ενοχλείται, όπως θα έπρεπε, από αυτές τις εκδηλώσεις δουλοφροσύνης, αλλά αρέσκεται και τις επιβραβεύει. Κι όταν ο Πρωθυπουργός αρέσκεται να κυριαρχεί επί των υπουργών του και όχι να προΐσταται και περιμένει να διατρανώνουν δημοσίως την υποτέλειά τους σ’ αυτόν, μπορούμε να φανταστούμε τι περιμένει από τους απλούς πολίτες.

Ο Αντύπας Καρίπογλου είναι δικηγόρος