Υπάρχουν φορές που είναι σημαντικό να επιστρέφει κανείς στις πηγές. Ιδίως όταν από αυτές έχουν προέλθει τέτοιας έκτασης και διάρκειας εντάσεις και αντιθέσεις όπως συνέβη με τον αείμνηστο Χρήστο Γιανναρά και, κυρίως, με την επιφυλλίδα του «FINIS GRAECIAE» στο «ΒΗΜΑ» της 6ης Ιουλίου 1986 – ίσως του πιο επιδραστικού κειμένου του είδους των τελευταίων σαράντα χρόνων. Γιατί σχεδόν τόσος καιρός πέρασε έκτοτε. Την ώρα της εξόδου του από τη ζωή, το ερώτημα οφείλει πλέον να τεθεί εκ νέου: Τι ήταν όλα αυτά; Φαντασιακές υπερβολές, όπως πλήθος εκ των πολέμιών του πάντοτε επέμειναν ή, αντιθέτως, τραγικές αλήθειες;
«[…Πού είναι η Ελλάδα – θα σας το πω εγώ! Τη σκοτώσαμε, εσείς κι εγώ. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες της. Δεν νιώθετε γύρω σας το κενό; Δεν σας περονιάζει η παγωνιά που είσαστε χωρίς πατρίδα; Δεν ακούτε λοιπόν τίποτα από τον σαματά που κάνουν οι νεκροθάφτες θάβοντας την Ελλάδα; Δεν σας χτύπησε η μπόχα της σήψης; Σαπίζουν κι οι πατρίδες. Η Ελλάδα πέθανε, η Ελλάδα θα μείνει νεκρή! […] Να μιλάς για πατρίδα είναι γλυκερός ιδεαλισμός, οι πατρίδες πέθαναν, υπάρχει μόνο το κράτος, ρυθμιστής και διαχειριστής του παιχνιδιού της οικονομίας. Ελάτε στα σχολεία μας και στα πανεπιστήμια να δείτε πως γιορτάζουμε τις εθνικές γιορτές. Η λέξη ελευθερία είναι σχεδόν απαγορευμένη, όλοι μιλάμε μόνο για ειρήνη. […] Δεν έχει νόημα να απαριθμούμε τα συμπτώματα του εκούσιου αυτομηδενισμού μας.[…] Γιατί οι πράξεις, έστω κι αν έχουν δημόσια διαπραχθεί, χρειάζονται χρόνο για να γίνουν ορατές και να συνειδητοποιηθούν από τους πολλούς. Εξάλλου, το μέγεθος της συντελεσμένης καταστροφής είναι τόσο μεγάλο, που γίνεται απρόσιτο στα μέτρα των δικών μας σπιθαμιαίων αναστημάτων. Κι όμως εμείς είμαστε που διαπράξαμε την πελώρια καταστροφή – εμείς, οι επίγονοι νάνοι. […] Ολοι ξέρουμε ότι τα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης ήταν το έσχατο ψήγμα ελπίδας να περισωθεί από τη χρεωκοπία η οικονομία της χώρας. Και όλοι σαμποτάρουν τα μέτρα αυτά εν ψυχρώ και με κάθε τρόπο. […] Τον παραλογισμό τον συνειδητοποιούμε όταν η καταστροφή έχει πια συντελεστεί. Ετσι έγινε το ’97, έτσι έγινε το ’22, έτσι και το ’74 στην Κύπρο. Μόνο που τώρα οι προδιαγραφές του παραλογισμού οδηγούν όχι απλώς σε εθνική συμφορά, αλλά σε οριστικό τέλος. FINIS GRAECIAE[…]
Μακάρι η απάντηση στο αρχικό ερώτημα να μπορούσε να είναι η πρώτη. Αν είχε σφάλει με τέτοιο τρόπο, ακόμα και ο ίδιος ο Γιανναράς θα είχε, ακριβώς λόγω ακεραιότητας και αποτελέσματος, τη χαρά να το πει πρώτος. Ομως είχε; Απλώς σε τίτλους: Η Ελλάδα από τότε μέχρι σήμερα πτώχευσε, έχασε γύρω στο 30% του ΑΕΠ της, πολύ πιο σημαντικό, έχασε περίπου 500.000 νέους ανθρώπους, της πιο παραγωγικής ηλικίας και με την πιο ισχυρή κατάρτιση που έφυγαν από τη χώρα για να βρουν αλλού την τύχη τους. Αυτό σε έναν πληθυσμό περίπου δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων, ο οποίος χαρακτηρίζεται από υψηλή υπογεννητικότητα και που σύμφωνα με τις δημογραφικές προβλέψεις, σε άλλα σαράντα χρόνια από σήμερα, θα είναι πλέον συρρικνωμένος, πιθανώς στα επτά εκατομμύρια, βασικά γερόντων. Θα είναι η εποχή που θα ολοκληρώνονται και οι συνέπειες της πτώχευσης, αλλά και που, αντίθετα, η πάντα απειλούσα Τουρκία θα έχει εκτοξευθεί πληθυσμιακά και όχι μόνον…
Είχε λοιπόν ή δεν είχε δίκιο τελικά ο Γιανναράς; Και αυτό, μιλώντας απλώς για κάποια μόνον από τα ζητήματα που τόσο πιεστικά έθετε τότε, όπως και διαρκώς εν συνεχεία, αφήνοντας έξω άλλα, όπως τη γλώσσα, τη συνείδηση, ή τα καμένα που έγιναν οικόπεδα και πλήθος άλλα. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας πάλι το ίδιο εκείνο το κείμενο, μπορεί να κρίνει πλέον πιο αυθεντικά απ’ ό,τι μέσα από τις ιαχές που ξεσηκώθηκαν και ακόμα και μετά τον θάνατό του δεν λένε να καταλαγιάσουν – με τη θλιβερή εξαίρεση της ελληνικής Πολιτείας και φυσικά και της Εκκλησίας που τον «τίμησαν» με την ένοχη εκκωφαντική σιωπή τους, παρά το διαμέτρημά του και παρά το γεγονός ότι κάθε άλλο παρά συνηθίζουν, ιδίως η πρώτη, κάτι τέτοιο… Ομως για τον Γιανναρά αυτό μάλλον είναι τελικά περισσότερο τίτλος τιμής παρά οτιδήποτε άλλο.
Η πολεμική εναντίον του υπήρξε διαρκής και μανιασμένη, με κύριο επιχείρημά της ότι ήταν, υποτίθεται, φανατικός αντιευρωπαϊστής. Αν και οι γραμμές εδώ είναι λεπτές καθώς ο Γιανναράς μιλούσε για τη μίμηση, δεν μπορεί κανείς να μην επιστρέψει πάλι στο ίδιο κείμενο, όπως και σε πολλά άλλα δικά του επί του θέματος: ο Γιανναράς ξεκάθαρα ρίχνει τις ευθύνες του κακού στους Ελληνες, όχι στους ξένους. Αυτός είναι που σπάει δηλαδή τον μοιραίο φαύλο κύκλο της ανευθυνότητας και της κλάψας «οι κακοί ξένοι ανθέλληνες που θέλουν να μας καταστρέψουν εμάς τους καλούς». Και δείχνει ότι δεν χρειάζεται τίποτα τέτοιο, αφού το κάνουμε μια χαρά μόνοι μας συστηματικά και χωρίς έλεος.
Είναι αλήθεια αυτό αντιευρωπαϊσμός; Ισως, στα μάτια των επικριτών του Γιανναρά και όψιμων υπερασπιστών μιας Ευρώπης που την ώρα που ο Καραμανλής πάλευε μόνος με νύχια και με δόντια, με θεούς και δαίμονες να κάνει την Ελλάδα μέρος της, οι περισσότεροι εξ αυτών, μαρξιστογενείς γαρ, ήταν εναντίον φανατικά, με το… μαχαίρι στο στόμα εναντίον και του… Καραμανλή!.. Μετά, για διάφορους λόγους, που δεν είναι της παρούσης, είδαν το φως της Ευρώπης το αληθινό. Που προδήλως τους τύφλωσε τόσο πολύ, ώστε να ξεχάσουν ακόμα και τα θεμελιώδη του τι σημαίνει να είσαι αληθινά Δυτικός και Ευρωπαίος.
Γιατί μπορεί σήμερα να γνωρίζουμε ότι ο Βολταίρος ουδέποτε πράγματι είπε ή έγραψε την περίφημη φράση «Διαφωνώ με ό,τι λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες», όμως, αυτή απηχεί απόλυτα το έργο του μεγαλύτερου πνεύματος του Διαφωτισμού, δηλαδή ενός κεντρικού πυλώνα του ευρωπαϊκού και συνολικά του δυτικού πολιτισμού – γι’ αυτό άλλωστε και προσπάθησε να τον συνοψίσει έτσι η βιογράφος του Beatrice Hall αλλά μπέρδεψε το σύμπαν βάζοντάς τη σε εισαγωγικά. Ομως, εδώ, πολλοί είναι εκείνοι που ενώ δηλώνουν φανατικά Δυτικοί, όχι απλώς αγνοούν αυτή τη διάσταση του να είσαι γνήσια Δυτικός, μα μισαλλόδοξα πολεμούν εμπράκτως το δικαίωμα στον λόγο όταν αυτός δεν τους είναι αρεστός: είναι η κληρονομιά του «μαρξιστικοδυτικού υβριδίου» που τόσο πολύ φυτρώνει στην Ελλάδα. Και ο αείμνηστος ελεύθερος άνθρωπος Χρήστος Γιανναράς υπήρξε διά βίου – και όχι μόνον – στόχος της.