Ένα στυγερό έγκλημα που ακόμη κλονίζει -και- την παροικία μας

Ήταν 13 Ιανουαρίου του 1977 όταν η Suzanne Armstrong και η Susan Bartlett, εντοπίστηκαν δολοφονημένες άγρια, με δεκάδες μαχαιριές, στο σπίτι όπου έμεναν μαζί, στην Easey St του Collingwood.

Ήταν ένα στυγερό έγκλημα, με τις Αρχές να κάνουν λόγο για «μια απολύτως φρικτή, τρομακτική, φρενήρη ανθρωποκτονία».

Όπως διαπιστώθηκε η Suzanne είχε βιαστεί κιόλας, ενώ σε διπλανό δωμάτιο, βρέθηκε ο 16 μηνών γιος της, Gregory. Ήταν σώος, αλλά πολύ ταλαιπωρημένος καθώς για τρεις ημέρες που μεσολάβησαν από το φονικό ηταν στην κούνια του.

Όλη η Αυστραλία παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση που κλόνισε ιδιαίτερα και την παροικία μας.

Εκτός του ότι οι φόνοι της Easy Street («Easey St murders» όπως έμειναν γνωστοί ανά τις δεκαετίες) έλαβαν χώρα στο «ελληνοκρατούμενο» εκείνη την εποχή «Κόλλυγουντ», οι δύο γυναίκες ήταν «γνωστές και αγαπητές σε πολλούς Έλληνες».

Το άρθρο στη σελίδα 3 του «Νέου Κόσμου» στις 17 Ιανουαρίου 1977. Πηγή: Ηλεκτρονικό αρχείο «Νέου Κόσμου»

Όχι τυχαία μάλιστα κάποιοι ομογενείς βρέθηκαν να «συζητώνται» μεταξύ των υπόπτων, ενώ, σύμφωνα με πρωτοσέλιδο της εποχής του «Νέου Κόσμου» (Δευτέρα, 31 Ιανουαρίου 1977) η αστυνομία της Βικτώριας:

«…ζήτησε από την ’Ιντερπόλ να βρει και να ανακρίνει τον Έλληνα φίλο της Σ. Άρμστρογκ … Η αστυνομία πιστεύει, ότι ο Έλληνας πατέρας του παιδιού της, που κατά πάσα πιθανότητα ζει στην Ελλάδα, θα μπορούσε να δώσει στοιχεία για το παρελθόν και τα μελλοντικά σχέδια της Άρμστρογκ, που θα βοηθούσαν -ίσως- στην ανακάλυψη του δολοφόνου της».

Για πολύ καιρό, υπενθύμιζε η The Age, η αστυνομία εξέτασε ψευδείς πληροφορίες από έναν κρατούμενο φυλακής, ανώνυμες καρτ ποστάλ που στάλθηκαν στην αίθουσα σύνταξης του ABC, διάφορες ευφάναστες θεωρίες και τρελούς ισχυρισμούς της Βρετανίδας μέντιουμ, Doris Stokes.

Οι αβάσιμες πληροφορίες και οι φήμες όχι μόνο καθυστέρησαν και αποσυντόνισαν τους ντετέκτιβ, αλλά και ενέπλεξαν ψευδώς δεκάδες άνδρες στους διαβόητους φόνους, μεταξύ των οποίων ο αείμνηστος θρύλος των αγώνων αυτοκινήτου Peter Brock και ο πρώην δημοσιογράφος της εφημερίδας Truth, John Grant.

Άρθρο στη σελίδα 3 του «Νέου Κόσμου» στις 24 Ιανουαρίου 1977. Πηγή: Ηλεκτρονικό αρχείο «Νέου Κόσμου»

Κανείς ωστόσο δε συνελήφθη για τις δολοφονίες εδώ και σχεδόν μισό αιώνα. Εικασίες υπήρχαν μόνο για το κίνητρο και δεν ήταν λίγοι αυτοί που είχαν «αποσύρει» στο πίσω μέρος του μυαλού τους τον τραγικό χαμό της Suzanne Armstrong και της Susan Bartlett, που ήταν 27 και 28 χρόνων.

Όμως το περασμένο Σάββατο (21 Σεπτεμβρίου), νωρίς το πρωί, η αστυνομία της Βικτώριας, ανακοίνωσε τη σύλληψη από τις ιταλικές Αρχές ενός άνδρα, 65 ετών, διπλής υπηκοότητας, Αυστραλιανής και Ελληνικής, σε αεροδρόμιο της Ρώμης (Leonardo da Vinci–Fiumicino Airport), το βράδυ της Πέμπτης 19 Σεπτεμβρίου, «στο πλαίσιο της έρευνας του τμήματος των Ανθρωποκτονιών … για τη δολοφονία δύο γυναικών σε ακίνητο στην Easey Street του Collingwood το 1977».

«Για τη σύλληψή του εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης και απαγγελία κατηγοριών. Παραμένει υπό κράτηση και η αστυνομία … θα εργαστεί τώρα για να επιδιώξει την έκδοσή του στη Βικτώρια», ανέφερε το αστυνομικό ανακοινωθέν.

Το όνομα του συλληφθέντα έγινε γνωστό κάποιες ώρες αργότερα, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση ειδικά στην παροικία μας: Perry Kouroumblis (Πέρι Κουρουμπλής).

Σημειώνεται ότι καθώς ο ομογενής είναι εκτός συνόρων δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες από τις αυστραλιανές Αρχές, και όταν απαγγελθούν, θα πρέπει να αποδειχθούν από τις Αρχές ενώπιον της αυστραλιανής Δικαιοσύνης.

Από το πρωτοσέλιδο του «Νέου Κόσμου» στις 31 Ιανουαρίου 1977. Πηγή: Ηλεκτρονικό αρχείο «Νέου Κόσμου»

Επί του παρόντος, σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το ABC, ο κ. Kouroumblis κρατείται στις κακόφημες φυλακές Regina Coeli της Ρώμης και αναμένεται το επίσημο αίτημα των αυστραλιανών Αρχών για την έκδοσή του. Η όλη διαδικασία/προετοιμασία των σχετικών εγγράφων έχει  εκκινήσει.

Ο Ιταλός δικηγόρος Nicola Canestrini δήλωσε ότι πιστεύει ότι αν ο 65χρονος αποφασίσει να πολεμήσει νομικά τη διαδικασία έκδοσης μέσω του ιταλικού δικαστικού συστήματος, θα μπορούσε να περάσουν από μερικές εβδομάδες έως και χρόνια μέχρι να επιστρέψει στην Αυστραλία.

«Έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο», είπε.

«Αυτό μπορεί να πάρει … δύο ή τρεις μήνες, περισσότερο. Και αν το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαιώσει την έκδοση, την τελευταία λέξη πρέπει να πει το Υπουργείο Δικαιοσύνης».

Οι αυστραλιανές Αρχές έχουν προθεσμία 45 ημερών από την ημερομηνία σύλληψης.

Η ΣΥΛΛΗΨΗ

Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, οι ντετέκτιβ του τμήματος Ανθρωποκτονιών συνέχισαν να διεξάγουν έρευνα για την άγρια δολοφονία της Suzanne Armstrong και της Susan Bartlett, δύο φίλες από τότε που πήγαιναν στο Λύκειο στη Benalla, οι οποίες έμεναν μαζί στην Easey St του Collingwood

Με την πάροδο των χρόνων οι εξετάσεις υλικού DNA μπήκαν στο «οπλοστάσιο» των Αρχών, αλλά η υπόθεση είχε «παγώσει» (went cold).

Το 2017, η αστυνομία ανακοίνωσε αμοιβή ύψους 1 εκατ. δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη και καταδίκη οποιουδήποτε είναι υπεύθυνος για το θάνατο των δύο γυναικών.

Το περασμένο Σάββατο, ανακοινώνοντας τη σύλληψη, ο αρχηγός της αστυνομίας της Βικτώριας, Shane Patton, δήλωσε ότι οι Αρχές είχαν εκδώσει ειδοποίηση στην Interpol (red notice alert) για δύο κατηγορίες για φόνο και μία για βιασμό.

Ο 65χρονος συλληφθείς, είπε, ήταν ένα από τα πολλά «άτομα ενδιαφέροντος» (people of interest) για την υπόθεση.

Ο Perry Kouroumblis. Φώτο: Facebook

Οι ερευνητές, πρόσθεσε, «τον αναζητούσαν εδώ και αρκετά χρόνια», αλλά έπρεπε να περιμένουν να φύγει από την Ελλάδα.

«Δεν μπορούσε να συλληφθεί στην Ελλάδα. Υπάρχει ένα 20ετές, όπως καταλαβαίνω, κώλυμα (statute bar on initiation of murder charges) για την κίνηση κατηγοριών για φόνο (στην Ελλάδα λόγω παραγραφής)», δήλωσε ο κ. Patton στους δημοσιογράφους το Σάββατο.

«Το ένταλμά μας δεν εκδόθηκε εντός αυτής της περιόδου των 20 ετών».

Όπως έγινε γνωστό, οι προσπάθειες μέσω της διπλωματικής οδού απέτυχαν και ο ομογενής τέθηκε σε διεθνή κατάλογο παρακολούθησης.

«Ήταν θέμα αναμονής, αν θέλετε, μέχρι να βρεθεί εκτός Ελλάδας», εξήγησε ο αρχηγός της αστυνομίας της Βικτώριας.

«Δεν γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο ο ύποπτος βρισκόταν στην Ιταλία, ή περνούσε από ή προς τη Ρώμη», πρόσθεσε.

«Το μόνο που ξέρω είναι ότι μέσω της ύπαρξης των ενταλμάτων, μέσω της συνεργασίας με την Interpol, η ‘κόκκινη ειδοποίηση’ λειτούργησε».

Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Donald Rothwell, δήλωσε στο ABC ότι «υπάρχουν δύο ξεχωριστοί παράγοντες … ο ένας είναι … ένα πιθανό ζήτημα σε σχέση με την ιστορική φύση αυτών των εγκλημάτων και ουσιαστικά μια παραγραφή, η οποία θα μπορούσε να έχει σχέση με την ελληνική νομοθεσία περί έκδοσης».

«Αλλά η άλλη πληροφορία που έχουμε είναι ότι το εν λόγω άτομο είναι διπλός Έλληνας, (Αυστραλός) υπήκοος».

«Και ορισμένες χώρες είναι πολύ απρόθυμες ακόμη και να εξετάσουν την έκδοση των δικών τους υπηκόων. Έτσι, αυτές είναι δύο ξεχωριστές πτυχές που τώρα δεν παίζουν ρόλο», σχολίασε ο καθηγητής.

Ο κ. Patton τόνισε ότι «οι ‘φόνοι της Easey Street’, όπως έμειναν γνωστοί, αποτελούσαν πάντοτε προτεραιότητα για την αστυνομία της Βικτώριας και έχει γίνει τεράστιο έργο από πολλούς … για να φτάσουμε στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα…».

«Πρόκειται για ένα έγκλημα που έπληξε την καρδιά της κοινότητάς μας – δύο γυναίκες στο ίδιο τους το σπίτι, όπου θα έπρεπε να αισθάνονται πιο ασφαλείς».

«Αν και έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας, η σύλληψη αυτή αποτελεί σημαντική πρόοδο».

Ο κ. Patton περιέγραψε τις δολοφονίες ως «μια απολύτως φρικτή, τρομακτική, φρενήρη ανθρωποκτονία».

H Suzanne Armstrong (δεξιά) και η Susan Bartlett που δολοφονήθηκαν μέσα στο σπίτι τους στο Easey Street του Collingwood το1977. Φώτο: AAP Image/Supplied by Vic Police

Είπε ότι η πρόοδος στην τεχνολογία, με νέες τεχνικές έρευνας και η ανάκτηση παλαιών καταθέσεων μαρτύρων συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή.

«Πρόκειται για την πιο σοβαρή ανεξιχνίαστη υπόθεση της Βικτώριας και τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ανεξιχνίαστη υπόθεση που έχουμε λύσει ποτέ, και γι’ αυτό αποτελεί τόσο σημαντικό επίτευγμα», τόνισε.

«Απλά δεν υπάρχει ημερομηνία λήξης για εγκλήματα που είναι τόσο βάναυσα όσο αυτό».

Ο αρχηγός της Αστυνομίας έκανε αναφορά στην «ανθεκτικότητα» των οικογενειών των θυμάτων, «οι οποίες θρηνούν για πάνω από τέσσερις δεκαετίες και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή θα είναι μια πολύ συναισθηματική στιγμή γι’ αυτούς».

«Ελπίζω αυτή η σύλληψη να σας φέρει πιο κοντά στις απαντήσεις που τόσο πολύ αξίζετε και περιμένατε τόσο καιρό», είπε.

Από την πλευρά τους, οι οικογένειες της Suzanne Armstrong και της Susan Bartlett ζήτησαν προστασία της ιδιωτικής τους ζωής.

«Για δύο ήσυχες οικογένειες από τη Βικτώρια ήταν πάντα αδύνατο να κατανοήσουν τον βίαιο τρόπο με τον οποίο πέθαναν οι δυο τους. Η σοβαρότητα των συνθηκών γύρω από τον θάνατό τους άλλαξε τη ζωή μας αμετάκλητα», ανέφεραν σε κοινή ανακοίνωσή τους.

«Θα είμαστε για πάντα ευγνώμονες για την υποστήριξη και την κατανόηση που μας έδειξαν οι φίλοι και η οικογένειά μας τα τελευταία 47 χρόνια. Είναι δύσκολο να εκφράσουμε επαρκώς την εκτίμησή μας στην αστυνομία της Βικτώριας και στους πολλούς ερευνητές που επιδίωξαν ακούραστα απαντήσεις και Δικαιοσύνη για εμάς για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα».

«Η επιμονή και η αφοσίωση που απαιτούνται για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα σήμερα είναι κάτι που πραγματικά πρέπει να δει κανείς. Επειδή πάντα μας δίνετε ελπίδα και δεν τα παρατάτε ποτέ, λέμε απλά, ευχαριστώ».

Η Εγκληματολόγος Δρ Xanthe Mallett του Πανεπιστημίου του Newcastle δήλωσε στο ABC ότι πρόκειται για μια «υπόθεση απίστευτα υψηλού προφίλ» και ότι η είδηση της σύλληψης αποτέλεσε έκπληξη.

«Πρόκειται για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά θα έλεγα ότι η πρόοδος στις τεχνικές έρευνας, η πρόοδος στις τεχνολογίες DNA για παράδειγμα και προφανώς η ‘παλιά’ καλή δουλειά της αστυνομίας, είναι αυτό που έφερε την υπόθεση στο προσκήνιο και την προχώρησε».

Η Δρ Mallett εξήρε την απόφαση των ερευνητών το 1977 να θέσουν το DNA στο επίκεντρο της προσοχής τους.

«Δεν καταλαβαίναμε (το 1977) πόσο επιδραστικό και χρήσιμο θα ήταν το DNA».

«Έτσι, είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτά τα στοιχεία διατηρήθηκαν και προστατεύθηκαν ώστε να μπορούν να αποφέρουν ακόμη αποτελέσματα, ξέρετε, 40, 50 χρόνια αργότερα».

Η έρευνα παραμένει σε εξέλιξη και θα παρέχονται περαιτέρω πληροφορίες καθώς η υπόθεση θα εξελίσσεται, επισήμανε το σχετικό αστυνομικό ανακοινωθέν, καλώντας όποιον μπορεί να έχει πληροφορίες για τους φόνους της Easey Street να επικοινωνήσει με το Crime Stoppers στο 1800 333 000 ή να υποβάλει εμπιστευτική αναφορά στο διαδίκτυο στη διεύθυνση www.crimestoppersvic.com.au.

Ο ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΑΣ

Σύμφωνα με πληροφορίες σε μία σειρά από αυστραλιανά μέσα ο Perry Kouroumblis έφυγε για την Ελλάδα το 2017, αφού η αστυνομία τον προσέγγισε για να του ζητήσει δείγμα DNA στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνας για την ανεξιχνίαστη υπόθεση του 1977.

Όμως ο αδελφός του, Tony Kouroumblis, ο οποίος ζούσε μαζί του στην Bendigo St, στο Collingwood εκείνη την εποχή, απέρριψε οποιαδήποτε σύνδεση.

«Δε θα περίμενε δεκαετίες για να φύγει από την Αυστραλία αν ήταν ένοχος», δήλωσε στην Herald Sun.

«Αν επρόκειτο να κρυφτεί, δεν θα έμενε εδώ για 40 και πλέον χρόνια μετά από αυτό».

«Αν το έκανα αυτό, θα είχα φύγει, ξέρετε, σε μια εβδομάδα ή δύο εβδομάδες ή οτιδήποτε άλλο».

«Αλλά ήταν εδώ για 40 και πλέον χρόνια, οπότε δεν είναι σαν να κρύβεται».

O αδελφός του, πρόσθεσε, «δεν είχε πολλά» στην Αυστραλία για τα οποία άξιζε να μείνει εδώ.

Οι δυο τους, είπε, μίλησαν για τελευταία φορά προ ημερών αλλά δεν είχε γίνει καμία συζήτηση σχετικά με τα σχέδια του Perry να επισκεφθεί την Ιταλία.

«Δεν πιστεύω ότι έχει κάνει τίποτα, δεν μπορώ να το πιστέψω», ανέφερε ο αδελφός του που ζει στη Μελβούρνη.

«Δεν πιστεύω ότι ήταν ικανός να κάνει κάτι τέτοιο».

«Νομίζω ότι πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος. Θα δούμε τι θα συμβεί».

Ο Tony Kouroumblis δήλωσε επίσης στον Guardian Australia: «Είμαι 100% σίγουρος ότι όλα είναι ένα μεγάλο λάθος. Είμαι 100% σίγουρος».

«Αυτό είναι το συναίσθημά μου… Ξέρω τον αδελφό μου. Δεν νομίζω ότι είναι ικανός να κάνει κάτι τέτοιο».

Aνέφερε ακόμα ότι ο αδελφός του ήταν γνωστός με το παρατσούκλι Dingo και ότι δεν είχε σύντροφο ή παιδιά.

Τα αρχεία δείχνουν ότι ο Perry Kouroumblis λειτουργούσε μια επιχείρηση, την AAA Victorian Wrought Iron, στο Bulleen και στη συνέχεια στο Dandenong. Φέρεται επίσης να έζησε κάποια χρόνια στη Νέα Νότια Ουαλία.

Ο Arjan Tuli, ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου ζούσε ο ομογενής στην Μελβούρνη δήλωσε στην The Age ότι ο 65χρονος σήμερα ομογενής, «μετακόμισε επειδή η μητέρα του είχε μετακομίσει εκεί και ήταν μόνη της…».

Ο κ. Tuli γνωρίζει τον Perry Kouroumblis για περισσότερα από 20 χρόνια μέσω της κόρης του, η οποία είναι παντρεμένη με τον Tony Kouroumblis.

Δήλωσε σοκαρισμένος για τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντας τον 65χρονο έναν «φυσιολογικό άνθρωπο».

«Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Perry εμπλέκεται σε τέτοιου είδους πράγματα. Ήταν πολύ ανοιχτός, πολύ ήρεμος».

«Αν κάποιος είχε κάνει κάτι τέτοιο θα κρυβόταν, δεν θα ζούσε μια φυσιολογική ζωή εδώ πέρα ως κανονικός πολίτης».

Δικαστικά αρχεία -ανέφερε η The Age- δείχνουν ότι ο ομογενής είχε «μόνο μικρές περιπέτειες» με το νόμο στην Αυστραλία, συμπεριλαμβανομένης της οδήγησης χωρίς άδεια το 1996 και απρόσεκτης οδήγησης και τοδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ το 1999 (αρχεία από το 1993 δεν είναι διαθέσιμα).

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Phil Akers, που ανέφερε στο ABC ότι μιλούσε με τον Perry Kouroumblis σχεδόν κάθε μέρα για περίπου 10 χρόνια, όταν αυτός ζούσε δίπλα στην επιχείρησή του στο Dandenong.

«Όταν άκουσα τα νέα … έμεινα άναυδος», είπε. «Δεν νομίζω ότι είναι ικανός για φόνο».

«Όλα είναι πιθανά, αλλά δεν είδα ποτέ καμία επιθετικότητα σε αυτόν …  Δεν νομίζω ότι ήταν μυστικοπαθής. Δεν ήταν εκκεντρικός σε καμία περίπτωση, αλλά ζούσε τη δική του ζωή».

Ο κ. Akers είπε ότι ο κ. Kouroumblis ήταν επαγγελματίας ηλεκτροσυγκολλητής που κέρδιζε αρκετά χρήματα ώστε να μπορεί να παίρνει παρατεταμένες άδειες για να ταξιδεύει στην Ελλάδα και να επισκέπτεται την οικογένειά του κάθε χρόνο.

«Ταξίδευε εκεί για να επισκεφτεί τη μητέρα του και μετά εκείνη αρρώστησε…».

«Έτσι μετακόμισε εκεί … και στη συνέχεια πούλησε όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του εδώ».

Το Nine News φιλοξενούσε δηλώσεις από άτομο ονόματι Περικλή Κουρουμπλή (Periklis Kouroumblis) στην Ελλάδα, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως ξάδερφος με όχι καλή σχέση (estranged cousin) του 65χρονου ομογενή.

Ο Περικλής ανέφερε ότι ο Perry «ήταν ένα προβληματικό παιδί», «ένα δύσκολο παιδί» και «δύσκολος χαρακτήρας».

Ο 65χρονος ζούσε με τον αδελφό του, Ανδρέα, σε ένα οικογενειακό σπίτι στην Αθήνα, κατά το Nine News. «Μπορείτε παρακαλώ να σεβαστείτε την ιδιωτική μου ζωή;» δήλωσε ο αδελφός όταν τον πλησίασαν στην Αθήνα για κάποια δήλωση. «Ελπίζω να βγει η αλήθεια να λάμψει», πρόσθεσε.

ΤΟΤΕ

Ο βετεράνος αστυνομικός ρεπόρτερ John Silvester δήλωσε στο ABC πως πιστεύει ότι oi οι φόνοι της Easy Street είναι από τα πιο φρικιαστικά ανεξιχνίστα φονικά στην ιστορία της Βικτώριας.

«Αυτό που βρήκε η αστυνομία ήταν η Susan Bartlett στο διάδρομο κοντά στην μπροστινή πόρτα. Είχε μαχαιρωθεί περισσότερες από 20 φορές», είπε ο κ. Silvester στην εκπομπή «7.30».

«Η Suzanne Armstrong βρισκόταν σε μια κρεβατοκάμαρα. Είχε υποστεί σεξουαλική επίθεση και είχε μαχαιρωθεί περισσότερες από 50 φορές», πρόσθεσε.

Το έγκλημα έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1977 και τα πτώματά τους, καθώς και ο μικρός Gregory (ο πατέρας του οποίου ήταν στη Νάξο σύμφωνα με τις πληροφορίες της εποχής) εντοπίστηκαν στις 13 του μήνα.

Κάποιες ημέρες αργότερα, κατά το ABC, οι αστυνομικοί τυχαία σταμάτησαν τον 17χρονο τότε Perry Kouroumblis κοντά στην Easey Street. Ένα μαχαίρι σε θηκάρι βρέθηκε μέσα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του.

Σε σχέση με ό,τι δήλωσε τότε ο ομογενής στην αστυνομία, ο κ. Silvester ανέφερε: «’Κοιτάξτε, διέσχιζα ένα overpass πάνω από τον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό. Είδα το μαχαίρι και πήγα και το πήρα’…».

Τότε αναγνωρίστηκε ως το άτομο που βρήκε το «φονικό όπλο», ζούσε με την οικογένειά του μόλις 300 μέτρα από το σπίτι των θυμάτων.

Και η Herald Sun έγραψε ότι η αστυνομία είχε σταματήσει τον ομογενή τότε για έλεγχο και βρέθηκε ένα μαχαίρι στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του:

Ο πρώην αστυνομικός, Ron Iddles, δήλωσε ότι όταν ο νέος ερωτήθηκε σχετικά ισχυρίστηκε ότι είχε βρει το όπλο στις σιδηροδρομικές γραμμές εκεί κοντά άτω από μια πεζογέφυρα κοντά στην Hoddle St.

Ο κ. Iddles, ο οποίος ήταν τότε αστυνομικός για τρία χρόνια τοποθετημένος στο Collingwood, δήλωσε ότι γνώριζε τον έφηβο, ο οποίος δεν του δημιούργησε κανένα πρόβλημα εκείνη την ημέρα, όταν σταμάτησε το αυτοκίνητό του και φέρεται να είχε άλλοθι.

Σύμφωνα με τον κ. Sylvester, η αστυνομία είχε τότε «περίπου οκτώ βασικούς υπόπτους» και ο κ. Kouroumblis «δεν ήταν στο κάδρο» επειδή πίστευαν ότι «μία από αυτές τις γυναίκες γνώριζε τον δολοφόνο και του είχε ανοίξει την πόρτα». Εκτιμούσαν ότι ήταν απίθανο να είναι ένας 17χρονος ή 18χρονος.

Ο Perry Kouroumblis, αναφέρεται ως μαθητής στο Collingwood High School, γνωστό σήμερα ως Collingwood College, όπου η Susan Bartlett εργαζόταν ως καθηγήτρια Τεχνών και Χειροτεχνίας.

Όλα αυτά τα χρόνια… στο παρασκήνιο, οι ερευνητές συνέχισαν να αποκλείουν περί τα 130 «άτομα ενδιαφέροντος» από τον αρχικό φάκελο της υπόθεσης μέσω εξετάσεων DNA (90 ήταν εν ζωή ενώ 41 είχαν πεθάνει και εξετάστηκαν μέσω DNA συγγενών), μέχρι που απέμεινε ένα όνομα, αυτό του Perry Kouroumblis, επισήμανε το ABC.

Το 2017, «πηγαίνουν στον συγκεκριμένο τύπο, ο οποίος φέρεται να έχει βρει ένα όπλο που πιστεύουν ότι είναι το φονικό όπλο. Οπότε τον πλησιάζουν και του λένε: ‘Χρειαζόμαστε το DNA σου’. Εκείνος απαντά: ‘Ναι, κανένα πρόβλημα’ … Και τότε απλά εξαφανίζεται και πηγαίνει στην Ελλάδα», σύμφωνα με τον κ. Silvester.

Ένα δείγμα DNA από έναν από τους συγγενείς του Kouroumplis ταυτοποιήθηκε με άλλα εγκληματολογικά στοιχεία από την υπόθεση, ανέφερε η Sydney Morning Herald.

Μιλώντας και στο ραδιόφωνο 3AW ο κ. Sylvester είπε ότι γνώριζε ότι η αστυνομία είχε έναν ύποπτο εδώ και «έξι χρόνια» και ότι είχαν στοιχεία DNA που τον συνέδεαν με τους θανάτους, αλλά δεν μπορούσαν να τον έχουν την έκδοσή του μέχρι να φύγει από την Ελλάδα.

«Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η αστυνομία ζήτησε να παραμείνει μυστικό», είπε. «Εξέτασαν τη διπλωματική και τη νομική οδό και δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο».

ΤΙ ΕΓΡΑΦΕ Ο «ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» ΤΟ 1977

Σε σχέση με το στυγερό έγκλημα ο «Νέος Κόσμος» σε φύλλο της 17ης Ιανουαρίου 1977 έκανε λόγο για δύο γυναίκες «γνωστές και αγαπητές σε πολλούς Έλληνες».

«Φρικτό και απαίσιο χαρακτηρίζεται αυτό το έγκλημα από την αστυνομία, τον Τύπο και την Κοινή Γνώμη. Και είναι … Τα τραγικά θύματα έμεναν στο ίδιο σπίτι στην EASEY ST., COLLINGWOOD. Τα πτώματά τους βρέθηκαν στις 9.30 το πρωί στο σπίτι που έμεναν από μία φίλη τους. Η αστυνομία υπολογίζει ότι δολοφονήθηκαν 48 ώρες νωρίτερα. Η ταυτότητα των θυμάτων: Σουζάνα Άρμστρογκ, 27 χρόνων, μητέρα ενός παιδιού 16 μηνών. Σούζαν Μπαρλέτ, 28 χρονών δασκάλα στο Γυμνάσιο του Κόλλυγουντ».

«Τόσο η ίδια όσο και η φίλη της Σούζαν είχαν γνωριμίες με Έλληνες και ήταν εξαιρετικά  αγαπητές σ’ όλο τον κύκλο τους. Ένας νεαρός Έλληνας φοιτητής, ο Τσάρλυ Αλεξόπουλος, 18 χρονών, που υπήρξε μαθητής της Μπαρλέτ είπε στους δημοσιογράφους ότι ή δολοφονημένη δασκάλα ήταν ‘μία πραγματικά καλή κυρία’. Στο σχολείο μας, πρόσθεσε, είχαμε ένα χορευτικό γκρούπ πού χόρευε ελληνικούς χορούς και η Μπαρλέτ έραβε όλα τα κουστούμια στον ελεύθερο χρόνο της…. Με τον ίδιο τρόπο μίλησαν κι’ άλλοι πού ήξεραν τις δύο γυναίκες».

«Η αστυνομία στο μεταξύ προσπαθεί να συγκεντρώσει στοιχεία που θα της επιτρέψουν να φθάσει στον παρανοϊκό δολοφόνο. Ωστόσο, ο τελευταίος φαίνεται ότι δεν άφησε κανένα ίχνος πίσω του, εκτός από τα πτώματα των θυμάτων του που βρίσκονταν μέσα σε μία λίμνη αίματος… και ένα μικρό παιδάκι, τον Γκρέγκορυ, γιό της Σουζάνας, να κλαίει μέσα στο κρεβατάκι του. Το παιδί έμεινε 48 ώρες μόνο και νηστικό στο κρεβάτι του, δίπλα από το δωμάτιο που βρέθηκε το πτώμα της μητέρας του. Φίλοι των θυμάτων είπαν στην αστυνομία ότι αυτές συνήθιζαν να μην κλείνουν την πόρτα του σπιτιού τους».

Έτσι ο … δολοφόνος τους δε θα πρέπει να βρήκε δυσκολία να μπει στα δωμάτιά τους τις πρωινές ώρες της Τρίτης. Πρώτη φαίνεται ότι δέχθηκε την επίθεσή του η Άρμστρογκ. Η Μπαρλέτ βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο και φαίνεται ότι άκουσε θόρυβο σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο της φίλης της που κανείς δεν ξέρει σε τι κατάσταση την βρήκε. Ο δολοφόνος όμως άφησε τη μία και έπιασε την άλλη».

«Για δύο μέρες, μέχρι την Πέμπτη το πρωί, που μια φίλη των γυναικών και γειτόνισσά τους πήγε να δει τι γίνονται, το σπίτι τους σκεπάστηκε από σιγή. Την σιγή του θανάτου…».

Στις 24 Ιανουαρίου ο «Νέος Κόσμος» ανέφερε ότι οι έρευνες παρέμεναν «άκαρπες» για να βρεθεί ο δολοφόνος και ότι «ένα μαχαίρι που βρέθηκε από την αστυνομία στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού Βικτώρια Παρκ αποτελεί το κυριότερο μέχρι στιγμής στοιχείο για το στυγερό έγκλημα στο Κόλλυγουντ».

«Τα ίχνη αίματος που βρέθηκαν στη λαβή του δεν αποτελούσαν οπωσδήποτε στοιχείο ότι αυτό είναι το όπλο του εγκλήματος γιατί ενώ ο τύπος αυτού του αίματος ταιριάζει με το αίμα της Άρμστρογκ» δεν ταίριζα με εκείνο της φίλη της Μπάρτλετ. Γι’ αυτό η αστυνομία συνεχίζει τις ανακρίσεις της και προς άλλες κατευθύνσεις».

«… η Σούζαν Μπάρτλετ ήταν πολύ γνωστή με Έλληνες της Μελβούρνης. Στο γυμνάσιο του Κόλλυγουντ όπου δίδασκε αφιέρωνε ώρες ολόκληρες με τα Ελληνόπουλα τα οποία βοήθησε να συγκροτήσουν χορευτική ομάδα. Συχνά παρευρίσκονταν σε ελληνικές εκδηλώσεις, χορούς κλπ. Ένας από τους στόχους της ήταν να πάει στην Ελλάδα το 1977. Η Σούζαν (σ.σ. Άρμστρογκ) είχε αποκτήσει ένα παιδί που γεννήθηκε στη Νάξο, σε προηγούμενο ταξίδι στη χώρας μας. Ο πατέρας του παιδιού ζει στη Νάξο».

Στις 31 Ιανουαρίου ο «Νέος Κόσμος» έγραψε ότι «η αστυνομία της Μελβούρνης ζήτησε από την ’Ιντερπόλ να βρει και να ανακρίνει τον Έλληνα φίλο της Σ. Άρμστρογκ … Η αστυνομία πιστεύει, ότι ο Έλληνας πατέρας του παιδιού της, που κατά πάσα πιθανότητα ζει στην Ελλάδα, θα μπορούσε να δώσει στοιχεία για το παρελθόν και τα μελλοντικά σχέδια της Άρμστρογκ, που θα βοηθούσαν -ίσως- στην ανακάλυψη του δολοφόνου της».

Αλλά και στις 16 Ιανουαρίου 1978, φύλλο Δευτέρας, αναφερόταν ότι «την περασμένη Παρασκευή έκλεισε ένας χρόνος από την ήμερα που έγινε το απαίσιο έγκλημα στην EASEY ST. του Κόλλυγουντ … η αστυνομία δεν έχει πετύχει να ανακαλύψει τίποτε για τον δράστη ή δράστες του φρικτού εγκλήματος … στο μεταξύ έγινε γνωστό ότι ο μικρός (σ.σ. Γκρέγκορυ θα πάρει απ’ την πολιτειακή κυβέρνηση την ειδική αποζημίωση που δικαιούται για το θάνατο της μητέρας του)».

The post Ένα στυγερό έγκλημα που ακόμη κλονίζει -και- την παροικία μας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.