Το στιγμιότυπο περνά κάθε τόσο στην οθόνη των σόσιαλ μίντια. Η Νατάσσα Μποφίλιου τραγουδά στο θέατρο Λυκαβηττού, σε συναυλία για την επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Σε μία παύση απευθύνεται στο κοινό. Μιλάει για τις επικίνδυνες εποχές στις οποίες ζούμε (κάπου θα έχει δει τον κίνδυνο, ίσως εγώ να είμαι πολύ ντελούλου και να μην τον βλέπω, τουλάχιστον όχι μεγαλύτερο από τότε που ήμασταν με το ένα πόδι έξω από την Ευρώπη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Είναι ήρεμη, σταθερή, σίγουρη. Και ξαφνικά, από τη μία λέξη στην άλλη, παθαίνει ένα κρεσέντο – για να το πω κομψά. Καθώς προτρέπει τους θεατές να τσακίσουν τον φασισμό θυμώνει πολύ. Πάρα πολύ όμως. Παίρνει το μικρόφωνο και κάνει σαν να φεύγει από τη σκηνή. Εξω φρενών λέμε. Και, όσο να ‘ναι, μια αγωνία προκαλεί μην μπουρδουκλωθεί, έτσι αμείλικτα και αδιαπραγμάτευτα που είναι τα βήματά της, στις μαύρες, μακριές μουσελίνες που φοράει.
Η σκηνή είναι μάλλον αστεία. Διότι είναι υπερβολική και η υπερβολή ενός τραγικού, μάλιστα, στοιχείου, ειδικά πάνω σε σκηνή, γίνεται καρικατούρα. Είναι σαν να βλέπουμε στις «Τρωάδες» την Εκάβη να σπαράζει και να μοιρολογά όπως η Βλαχοπούλου σε εκείνη την κωμωδία που έκλαιγε τον θείο. Και νομίζω ότι ο σκηνοθέτης των παραστάσεων της Μποφίλιου θα έπρεπε να την προστατεύσει από τέτοιες υπερβολές διότι δεν είναι η πρώτη φορά που καταλαμβάνεται από τέτοιο μένος (έστω και ιερό) επί σκηνής. Εκτός κι αν δρα έτσι αυθορμήτως οπότε πάω πάσο – δικαίωμά της να θεωρεί ότι, συμβολικά, θα τσακίσει τον φασισμό ποδοπατώντας τον επί σκηνής. Θυμάμαι ωστόσο εκείνες τις πρώτες συναυλίες μετά τη μεταπολίτευση. Τότε που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το τσάκισμα του φασισμού προκαλούσε μεγαλύτερη συγκινησιακή φόρτιση λόγω της πρόσφατης Ιστορίας. Και μου έρχεται η εικόνα του Γρηγόρη Μπιθικώτση, με την κουστουμιά του, ανέκφραστος και σχεδόν ακίνητος, να τραγουδά το «Ενα το χελιδόνι», όλοι στο γήπεδο να τραγουδάνε μαζί του όρθιοι και δακρυσμένοι κι εγώ, στην πρώτη εφηβεία μου, να κλαίω με αναφιλητά χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει τον λόγο. Διότι ο φασισμός ή ό,τι άλλο δεν τσακίζεται με αναπαράσταση του τσακίσματος επί σκηνής, αλλά με τη συγκίνηση που προκαλείται στο κοινό και το βοηθά να συνειδητοποιηθεί και να ενεργοποιηθεί.
Το θέμα μου βέβαια δεν είναι η Μποφίλιου. Η γυναίκα έχει καθιερώσει αυτό το modus vivendi στην καριέρα της και φαίνεται ότι της πηγαίνει μια χαρά. Απορώ όμως πώς έχει αποτυπωθεί στην κοινωνική κουλτούρα μας η σύνδεση του τραγουδιού με τη διαμαρτυρία. Ανεξίτηλα λέμε. Συναυλία ενάντια στις ανεμογεννήτριες, υπέρ των ελεύθερων παραλιών, διαμαρτυρίας για τις πυρκαγιές, για την Παλαιστίνη, για το οτιδήποτε (και φυσικά δεν αναφέρομαι σε αυτές των οποίων τα έσοδα διατίθενται για έναν συγκεκριμένο σκοπό). Και κάποιοι να εγείρονται δημόσια γιατί στη συναυλία με τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο Καλλιμάρμαρο δεν ειπώθηκε κάτι για τα Τέμπη, για την ακρίβεια. Οτι τι δηλαδή; Θα τρίξουν τα δόντια οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριές μας, θα φοβηθεί και θα κρυφτεί ο φασισμός, θα πέσει η τιμή της φέτας και θα αγκαλιαστούν Εβραίοι και Παλαιστίνιοι; Ναι, συμβολικά. Αλλά ο συμβολισμός πρέπει να περιτυλίγει και μία ουσία. Ετσι σκέτος δεν λέει.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η τέχνη δεν είναι μέσον, είναι αυτοσκοπός. Και οι επιλογές του κάθε καλλιτέχνη αποτυπώνουν την πολιτική και την ιδεολογική του θέση. Και επειδή από τραγούδια να ‘χαμε να λέγαμε, ένας στίχος «λέει» πάντα πολύ περισσότερα από τετριμμένα τσιτάτα.
Με νέα σουξέ
Ηταν εξαφανισμένος από την ημέρα του συνεδρίου που τον απέπεμψε από τη θέση του αρχηγού του κόμματος. Και επανήλθε, ο Στέφανος Κασσελάκης εννοώ, με μία φωτογραφία (πολύ σφιχτό γκρο) και δύο συνθήματα. Το «Είμαι Εδώ» και το «Ο δικός μας ΣΥΡΙΖΑ». Ολο αυτό εμένα μου θυμίζει κάτι σαν «Ο Κωνσταντίνος Αργυρός σε αγαπημένα τραγούδια άλλων». Με λίγο πειραγμένους στίχους. «Είμαι εδώ γιατί τα όνειρα τα έκανα μαζί σου / Ισορροπώντας τη ζωή μου μες στα κόμματα…». Και «Το δικό μας το κόμμα / μ’ έχει μήνες διαλέξει / στην οδό γράφει “μόνος” / επικίνδυνη λέξη».