«Εδώ ήτανε Ελλάδα!» Ο ελληνισμός όλος έχει περάσει από «Το Διεθνές»

Αν οι τοίχοι μπορούσαν να μιλήσουν, το «Διεθνές» -ένα ζαχαροπλαστείο που βρίσκεται στην καρδιά της Μελβούρνης, στο Lonsdale Street- θα μιλούσε ώρες ατελείωτες για τους Έλληνες που πρωτοέφταναν στην Αυστραλία, τις οικογένειες που έφτιαξαν και πώς εξελίχθηκαν στη χώρα που επέλεξαν ως δεύτερη πατρίδα.

Δεν υπάρχει κανείς στη Μελβούρνη, ή ακόμα και στην Αυστραλία, που δεν γνωρίζει το «Διεθνές» (International Cakes), το οποίο υποδέχεται εδώ και πενήντα πέντε χρόνια, γενιές Ελλήνων -και όχι μόνο- στον χώρο του που βρίσκεται στον δρόμο όπου κάποτε χτυπούσε η «καρδιά» της Ελλάδας.

Μαζί με το επικείμενο κλείσιμό του, κλείνει και ένα σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής παροικίας, αφήνοντας πίσω του έναν κόσμο γεμάτο αναμνήσεις.

Απέναντι ακριβώς, στο νοσοκομείο Queen Victoria, γεννήθηκαν χιλιάδες Ελληνόπουλα, με τους μπαμπάδες και τους συγγενείς να περιμένουν ανυπόμονα τα γεννητούρια, στο φιλόξενο ζαχαροπλαστείο των Βασίλη Μπατζογιάννη (Bill Batz) και Μανώλη Γιοβάνογλου.

«Έκανα όσα ήθελα, πρόσφερα όσο μπόρεσα, και δεν έχω τίποτα άλλο να πω από ‘Ευχαριστώ’», λέει ο κ. Βασίλης, απευθυνόμενος στους αγαπημένους πελάτες του. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»/Μιχάλης Γεωργίου

Δίπλα του ακριβώς ήταν και τα γραφεία του «Νέου Κόσμου», με το προσωπικό κάθε μέρα να κάνει ουρά για τον πρωινό καφέ, όπου ο κ. Βασίλης μάθαινε τα νέα της πατρίδας και της παροικίας από πρώτο χέρι.

Ακόμα και ο γνωστός αρχισυντάκτης της εφημερίδας μας, Σωτήρης Χατζημανώλης, εργάστηκε εκεί ως φοιτητής τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τον κ. Βασίλη, συνάπτοντας μία φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα.

Ήταν αυτός ο λόγος, που ο κ. Βασίλης επέλεξε τον «Νέο Κόσμο» να ανακοινώσει στους αγαπημένους του πελάτες, ότι το «Διεθνές» κλείνει οριστικά τις πόρτες του στο τέλος του μήνα.

Μπορεί όλα γύρω από το ελληνικό ζαχαροπλαστείο να άλλαξαν, να έφυγαν από τον δρόμο 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά «το Διεθνές» παρέμεινε εκεί ολόιδιο για πάνω από μισό αιώνα, με τους ίδιους ιδιοκτήτες, να συνεχίζουν να προσφέρουν τις γλυκές γεύσεις και τη χαρακτηριστική φιλοξενία της πατρίδας.

«Έχουμε πελάτες από παντού. Έρχεται κόσμος κάθε μέρα, που από παλιά μας γνωρίζει. Τα πιο πολλά ελληνάκια, χιλιάδες δηλαδή, έχουν γεννηθεί εδώ απέναντι στο νοσοκομείο Queen Victoria. Αυτά τα παιδιά όλα, το θυμούνται και αγαπάνε το μέρος αυτό. Τι να σου πω; Έρχονται με τόσο σεβασμό στο μαγαζί μας -είναι μεγάλοι άνθρωποι τώρα- και με αποκαλούν ακόμα ‘θείο’. Αγαπάνε το μαγαζί για την ιστορία του», μας λέει κατασυγκηνιμένος ο κ. Βασίλης.

Στο «Διεθνές» το 1973. Στη φωτογραφία ο κ. Βασίλής (όρθιος) σερβίρει έναν πελάτη (δεξιά) που συνεχίζει μέχρι σήμερα να έρχεται στο μαγαζί

«ΕΔΩ ΗΤΑΝΕ ΕΛΛΑΔΑ»

«Αυτό το μαγαζί το αγάπησα από την πρώτη στιγμή γιατί είχε το ελληνικό στοιχείο. Ήταν σαν να ήμουν στην πατρίδα. Εδώ ήτανε Ελλάδα!», λέει και θυμάται τα πρώτα χρόνια που διατηρούσε το ζαχαροπλαστείο.

«Γιατί ήμουνα Έλληνας, και παρέμεινα Έλληνας – δεν έγινα ποτέ Αυστραλός. Αγαπούσα τους Έλληνες, τη ράτσα μου, είναι ωραίος κόσμος. Και εδώ στο μαγαζί υπήρχε τεράστιο σέβας. Στα πενηνταπέντε χρόνια δεν προέκυψε ποτέ κάποιο περιστατικό. Οι Έλληνες είναι περήφανος κόσμος. Είναι ωραίοι πελάτες, οι καλύτεροι πελάτες που μπορείς να έχεις».

Εδώ «άκουγες ελληνικές φωνές μέσα και έξω, ήτανε το κάτι άλλο. Τώρα δεν υπάρχουν Έλληνες εδώ».

Αναλογιζόμενος τις πρώτες δεκαετίες, λέει ότι «Όλα εδώ συνέβαιναν. Εδώ σε αυτόν τον δρόμο, τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία ήταν τρομερά, όπως και τα συλλαλητήρια για την Κύπρο. Από εδώ ξεκινούσαν όλα. Τα φεστιβάλ! Γινόταν της τρελής εδώ τα πρώτα χρόνια, δεν μπορούσες να βγεις από την πόρτα».

Υπήρχαν τότε πολλά καφενεία ελληνικά εδώ τριγύρω, συνεχίζει.

«Οι Έλληνες, αρκετοί ήταν μοναχοί τους τότε, έμεναν εδώ τριγύρω. Είχαμε καθημερινούς πελάτες, έτσι που γίνανε φίλοι μας, το αγάπησαν το μαγαζί και μπαινόβγαιναν. Δεν ήταν ποτέ το μαγαζί στο οποίο θα ‘ρθεις και θα σου ζητήσουν στην πόρτα να περιμένεις.

«Τα πόδια τους τραβάγανε εδώ μέσα. Ο κόσμος έμπαινε έβγαινε, ήταν δικό τους μαγαζί… των Ελλήνων μαγαζί».

Κάθε πρωί, για πενήντα και πλέον χρόνια, υποδεχόταν τους πελάτες του μ’ ένα χαμόγελο

Ο «Νέος Κόσμος» ήταν ακριβώς δίπλα μας, στο στενάκι αυτό, περιγράφει ο κ. Βασίλης.

«Και ήταν κάθε πρωί όλο το προσωπικό για καφέδες μέσα-έξω. Όλα τα μαθαίναμε από πρώτο χέρι… από τον Μουρίκη… από εκείνα τα χρόνια δηλαδή, που ήταν και ο Δημήτρης Γκόγκος. Όλα τα παιδιά που δούλευαν στον «Νέο Κόσμο», το είχαν στέκι τους. Τι να πω και τι να μην πω; Είναι μια ολόκληρη ιστορία το μαγαζί αυτό».

Στον δρόμο υπήρχαν και πολλά ταξιδιωτικά γραφεία εκείνον τον καιρό.

«Τότε βλέπεις δεν υπήρχε το ίντερνετ, και έτσι έπρεπε να έρθουν εδώ για να κλείσουν τα εισιτήριά τους κάθε χρόνο για την Ελλάδα και είχε πολλά πρακτορεία, όπως και άλλα γραφεία, λογιστών, δικηγόρων… 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις σε αυτόν τον δρόμο».

Οι ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να φεύγουν πριν από 30 περίπου χρόνια.

«Από το ’90 και μετά. Ανέβηκαν τα ενοίκια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Ελληνισμός άρχισε να εξαπλώνεται και δεν ήταν εύκολο να κατέβουν στην πόλη για το παραμικρό. Στην πόλη θα ερχότανε κάποτε μόνο για καφέ. Τώρα πρέπει να περάσεις τα freeway, θέλεις χρόνο, και να βρεις και να παρκάρεις. Όπως άρχισαν να ζούνε πιο έξω από τη Μελβούρνη, έτσι άρχισαν και αυτές οι επιχειρήσεις να φεύγουν από το κέντρο και ο ελληνισμός άρχισε να αφομοιώνεται μέσα στο αυστραλιανό περιβάλλον».

Ο κ. Βασίλης θυμάται συγκινημένος όλες τις όμορφες στιγμές που πέρασε στο μαγαζί του τα τελευταία 55 χρόνια. Φωτογραφία: «Νέος Κόσμος»/Μιχάλης Γεωργίου

Το μαγαζί διατηρήθηκε για πάντα οικογενειακό.

«Όλη η οικογένεια αγαπάμε αυτήν τη δουλειά. Όταν καθόμαστε στο τραπέζι να φάμε, για γλυκά μιλάμε».

Τα παιδιά του εργάστηκαν εδώ.

«Οι δυο μου κόρες κατά περιόδους. Αλλά του συνεταίρου μου ο γιος ακόμα εργάζεται εδώ. Έχω έναν συνέταιρο εδώ και 45 χρόνια, τον Μανώλη Γιοβάνογλου. Και με τον Μανώλη τα βρήκαμε. Για να σιγουρέψουμε την επιχείρησή μας, αγοράσαμε το κτήριο για να μην μπορεί κανείς να μας κουνήσει από εδώ. Δουλέψαμε όσο θέλαμε να δουλέψουμε, και πριν από 4-5 χρόνια πουλήσαμε το κτήριο με σκοπό να βγούμε στη σύνταξη. Και εκεί που τα κανονίσαμε ήρθε το Covid που μας κράτησε εδώ για λίγα χρόνια ακόμα».

Τον παλιό καλό καιρό καιρό όταν η οδός Lonsdale έσφυζε από Έλληνες.

«Αν και έχω βαριά καρδιά που φεύγω δηλαδή…», λέει ο κ. Βασίλης συγκινημένος. «Γιατί θα αφήσω τόσο κόσμο που θα είναι δυσαρεστημένος. Το λέω σε Αυστραλούς πελάτες μου και μου λένε πόσο θα τους λείψει.. με ρωτάνε ‘που θα πάς;’».

Είναι πολλοί που έρχονται κάθε μέρα, άνθρωποι από παλιά, όχι μόνο Έλληνες αλλά και Αυστραλοί, που μπαίνουν στο μαγαζί λες και είναι το σπίτι τους.

«ΕΛΕΓΑ ‘Ή ΘΑ ΠΕΤΥΧΩ ‘Ή ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ!’»

Ο Βασίλης Μπατζογιάννης, με καταγωγή από την Κατερίνη, ήταν μόλις 21 χρόνων όταν πάτησε πρώτη φορά το πόδι του στο «Διεθνές».

«Δούλευα στο Myers, όπου ήμουν ζαχαροπλάστης και, συγχρόνως, εργαζόμουν κι εδώ στο “Διεθνές” μέχρι το 1973, που ήρθα συνεταιριστικά στο μαγαζί, και στο οποίο βρίσκομαι μέχρι σήμερα».

Το όνειρό του ήταν πάντα να έχει τη δική του επιχείρηση. Από μικρό παιδί δηλαδή, 13 χρόνων, όταν ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη του ζαχαροπλάστη στην Κατερίνη όπου μεγάλωσε.

Όταν πρωτοήρθε στην Αυστραλία, ο Βασίλης Μπατζογιάννης δούλεψε για δύο χρονιά στο Yarraville «μ’ έναν υπέροχο ζαχαροπλάστη, Έλληνα από τη Σιάτιστα, τον Γιώργο Μάλαμα. Και αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε να μάθω την κουλτούρα της Αυστραλίας».

«Ήμουν 100% σίγουρος στα χέρια μου και για την τέχνη μου. Δούλεψα και τα γλυκά των Αυστραλών για 3 χρόνια στον Myers, γιατί σκεφτόμουν ότι μπορεί στα ελληνικά μαγαζιά να μην υπάρχει δουλειά αργότερα».

Αν και το αρχικό του σχέδιο ήταν να μείνει στην Αυστραλία για πέντε χρόνια και μετά να επιστρέψει στην Ελλάδα, τελικά πέρασαν 55 χρόνια. Ποτέ δεν το έχει μετανιώσει όμως.

«Αγάπησα αυτή τη χώρα, παρά πολύ, γιατί νομίζω ότι είναι η καλύτερη χώρα στον Κόσμο, για μένα».

«Ήθελα να έχω δική μου επιχείρηση και να δουλέψω όσο θέλω χωρίς να έχω αφεντικό στο κεφάλι μου. Έχει περάσει πολύ προσωπικό από εδώ, Έλληνες, ξένοι, και πάντα είχαν ένα σεβασμό. Σεβόμουνα και εγώ το προσωπικό μου. Είχα το δικό μου τρόπο να εργάζομαι εδώ. Πάντα. Αγάπησα αυτό το μέρος, αυτή τη δουλειά και δεν θα το άλλαζα με τίποτα».

Κάποιο Πάσχα, όλο το προσωπικό στο «Διεθνές». Φωτογραφία: Supplied

Όταν πρωτοήρθε, δούλεψε δύο χρόνια στο Yarraville «μ’ έναν υπέροχο ζαχαροπλάστη Έλληνα από τη Σιάτιστα, τον Γιώργο Μάλαμα. Και αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε να μάθω την κουλτούρα της Αυστραλίας και πώς δουλεύει το σύστημα».

Ο κ. Βασίλης δεν φοβόταν τη δουλειά.

«Δεν ήρθα στην Αυστραλία να φάω, να πιω και να περάσω καλά. Ήθελα να προοδεύσω. Όπως όλοι οι Έλληνες. Δούλευα 7 μέρες την εβδομάδα, 10-12 ώρες την ημέρα, και έλεγα ‘ή θα πετύχω ή θα πεθάνω!’»

«Έπρεπε κάποτε να βάλω μια θυσία. Δεν γίνεται τίποτες αν δεν θυσιάσεις χρόνο. Αρκεί όμως να υπάρχει καλή θέληση. Να βάλεις καλά θεμέλια, και να μην τα κάνεις όλα για τα λεφτά. Στην πορεία, είναι η αγάπη για το μαγαζί, όχι για τα λεφτά που θα βγάλεις…»

«Συνδέθηκα εδώ με τους πρώτους Έλληνες, εκείνοι δηλαδή που μόλις έφταναν από την Ελλάδα. Είχαμε μια εκτίμηση μεταξύ μας. Και μόνον για μένα, για το πρόσωπό μου, ερχότανε συνέχεια. Τους είχα αγαπήσει».

Ο Μανώλης Γιοβάνογλου, ο τραγουδιστής Κώστας Μοναχός, και ο Βασίλης Μπατζογιάννης, στο εργαστήρι τους στο «Διεθνές».

Όταν πηγαίνει στα μνήματα καμιά φορά και βλέπει τον κόσμο που έχει φύγει από τη ζωή, «Τι να σου πω; Ραγίζει η καρδιά μου. Γλυκύτατος κόσμος, ωραίος κόσμος. Μπορεί να αλλάζει [η ομογένεια] σιγά-σιγά αλλά το ελληνικό στοιχείο κρατάει καλά. Τα παιδιά των Ελλήνων εδώ καλά κρατάνε. Ακόμα και τα πιο μικρά. Λίγο τα σχολεία… λίγο τα πανηγύρια… λίγο οι εκκλησίες. Θα αργήσει το ελληνικό στοιχείο να χαθεί από τη Μελβούρνη. Αφομοιώνεται, αλλά πολύ αργά», λέει και αναφέρεται και στην Ελληνική Κοινότητα -πάντα συμπαραστάτες του- και τη δουλειά που κάνουν για τον Ελληνισμό.

«Θα μου λείψει το μαγαζί. Θα μου λείψει ο κόσμος και όχι μόνο οι Έλληνες. Έκανα όσα ήθελα, πρόσφερα όσο μπόρεσα, και δεν έχω τίποτα άλλο να πω από ‘Ευχαριστώ’ στους πελάτες μου για όλη την συμπαράσταση».

«Έχει συμβεί να κάνω την τούρτα γάμου για ένα ζευγάρι και χρόνια αργότερα να φτιάξω την τούρτα γάμου των παιδιών τους!» λέει ο κ. Βασίλης
Ο κ. Βασίλης εν ώρα εργασίας.
Ο δικαστής σήμερα Κέβιν Ζερβός, μπροστά στο “Διεθνές” όταν ήταν νέος δικηγόρος.

The post «Εδώ ήτανε Ελλάδα!» Ο ελληνισμός όλος έχει περάσει από «Το Διεθνές» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.