Μέλη της οργάνωσης ίδρυαν ανύπαρκτες επιχειρήσεις, μέσω των οποίων πραγματοποιούσαν εικονικές συναλλαγές και δαπάνες, λάμβαναν επιστροφή ΦΠΑ με εικονικά τιμολόγια, και από το 2019 εξαπατούσαν το Δημόσιο, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. που σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι εξιχνίασε την υπόθεση της απάτης «καρουζέλ».
Σε βάρος των μελών της εγκληματικής οργάνωσης σχηματίσθηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία στρεφόμενης σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον Φ.Π.Α. με απώλεια πόρων Φ.Π.Α. που υπερβαίνει τα 10.000.000 ευρώ.
Όπως αναφέρει η ΕΛ.ΑΣ., η οργάνωση εκτελούσε ένα σύνθετο σχέδιο «αλυσιδωτής απάτης» στο Φ.Π.Α. (carousel fraud), εκμεταλλευόμενη τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και το καθεστώς μη απόδοσης Φ.Π.Α. σε πωλήσεις εντός της Ε.Ε. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν ως «εξαφανισμένοι έμποροι» (missing traders) που δήλωναν πλασματικές συναλλαγές για να εισπράξουν παράνομα Φ.Π.Α. ή να αιτηθούν επιστροφές.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης των Αρχών συνελήφθησαν 21 μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και 3 αρχηγικά, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 41 άτομα που κατηγορούνται για τα ίδια αδικήματα.
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.:
«Για την αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης, έπειτα από πολύμηνη έρευνα υπό την εποπτεία του Ελληνικού Γραφείου Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, οργανώθηκε και υλοποιήθηκε την Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024, εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, με τη συνδρομή αστυνομικών της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής και της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας συνελήφθησαν 21 μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και 3 αρχηγικά.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία στρεφόμενης σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον Φ.Π.Α. με απώλεια πόρων Φ.Π.Α. που υπερβαίνει τα 10.000.000 ευρώ, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για παράβαση του νόμου για τα όπλα και τα ναρκωτικά. Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη -41- άτομα που κατηγορούνται για τα ίδια αδικήματα.
Προηγήθηκε σχετικό πόρισμα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ενώ από τη διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης είχαν ενταχθεί σε αυτή με διακριτούς ρόλους, έχοντας επιχειρησιακή υποδομή με σκοπό την πραγματοποίηση εικονικών συναλλαγών και την παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α.
Για να πετύχουν τον σκοπό τους, τα βασικά μέλη διαρθρώνονταν σε δυο υποομάδες, οι οποίες δρούσαν συντονισμένα, έχοντας εγκατασταθεί συγκεκαλυμμένα σε διαφορετικούς χώρους σε περιοχές της Αττικής, ενώ λάμβαναν και τα ανάλογα μέτρα για την αποφυγή αποκάλυψής τους (συνεχής ίδρυση νέων νομικών οντοτήτων, χρήση εικονικών δικτύων και τηλεφωνικών συνδέσεων «αχυρανθρώπων», φυσική μεταφορά χρημάτων κ.λπ.).
Πιο αναλυτικά, ως προς τον τρόπο δράσης της οργάνωσης:
Σύσταση εικονικών επιχειρήσεων: Τα μέλη της οργάνωσης ίδρυαν εταιρείες «βιτρίνες» χωρίς πραγματική εμπορική δραστηριότητα σε Ελλάδα, Κύπρο και Σλοβακία. Στις εταιρείες αυτές δηλώνονταν ως διαχειριστές άτομα χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, όπως άνεργοι και εξαρτημένα πρόσωπα, με στόχο την απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών διαχειριστών. Ενδεικτικό του εύρους της δράσης τους και της υποδομής, είναι το γεγονός ότι μια εκ των δυο υποομάδων, φέρεται να συνδέεται με την σύσταση 430 τουλάχιστον εικονικών οντοτήτων ή με νομιμοφανή λειτουργία.
Απάτη «Carousel»: Η οργάνωση εκτελούσε ένα σύνθετο σχέδιο «αλυσιδωτής απάτης» στο Φ.Π.Α. (carousel fraud), εκμεταλλευόμενη τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και το καθεστώς μη απόδοσης Φ.Π.Α. σε πωλήσεις εντός της ΕΕ. Οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν ως «εξαφανισμένοι έμποροι» (missing traders) που δήλωναν πλασματικές συναλλαγές για να εισπράξουν παράνομα Φ.Π.Α. ή να αιτηθούν επιστροφές.
Χρηματοπιστωτική νομιμοποίηση εσόδων: Τα κέρδη από τη φοροδιαφυγή διακινούνταν μέσω τραπεζικών λογαριασμών εικονικών επιχειρήσεων, πραγματοποιώντας εικονικές τραπεζικές συναλλαγές και αναλήψεις μετρητών. Οι δράστες χρησιμοποιούσαν κρυπτογραφημένα δίκτυα (VPN) και ανώνυμες κάρτες sim, ενώ προέβαιναν σε φυσική μεταφορά χρημάτων από περιφερειακά μέλη της οργάνωσης για την απόκρυψη της προέλευσης των παράνομων εσόδων.
Δηλώσεις Φ.Π.Α.: Τα μέλη της οργάνωσης υπέβαλαν ψευδείς ή ανακριβείς ή ελλειπείς δηλώσεις Φ.Π.Α. και προχωρούσαν σε λήψη εικονικών τιμολογίων για να δημιουργούν πλασματικές απαιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α.. Μέσω αυτής της μεθόδου, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει παράνομα από το κράτος ποσό άνω των 4,4 εκατ. ευρώ από επιστροφές Φ.Π.Α.
Στρατολόγηση περιφερειακών μελών:
Τα κεντρικά μέλη στρατολογούσαν άτομα με χαμηλά εισοδήματα και ποινικό παρελθόν για να τα τοποθετήσουν ως διαχειριστές των εικονικών επιχειρήσεων. Τα περιφερειακά μέλη λειτουργούσαν ως «προσωπικά εργαλεία» για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της οργάνωσης στη διασυνοριακή απάτη Φ.Π.Α., στη διακίνηση των σχετικών εσόδων τραπεζικά και την ανάληψή τους και στη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων. Χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης, είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν σχετίζονταν με τις επιχειρήσεις που ανήκαν στο φάσμα των δραστηριοτήτων της οργάνωσης, ενώ οι ίδιες είχαν διαφορετικά αντικείμενα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με σκοπό τη δήλωση εικονικών συναλλαγών.
Παράλληλα, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης, επεδίωκαν να μην υφίστανται εμφανείς ενδείξεις συσχέτισής τους με τις εικονικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές τους, προκειμένου να αποφεύγουν τις σε βάρος τους έννομες συνέπειες, καθώς στις συγκεκριμένες οντότητες μετακυλιόταν η υποχρέωση απόδοσης Φ.Π.Α. εκροών, ενώ παράλληλα οι νομιμοφανείς επιχειρήσεις στις οποίες μετείχαν τα μέλη, ισοσκέλιζαν το Φ.Π.Α. εισροών- εκροών, αποστερώντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του Δημοσίου για ανάκτηση των απολεσθέντων εσόδων.
Συνολικά μέσω των εταιρικών σχηματισμών που δημιούργησαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης πέτυχαν την απώλεια πόρων Φ.Π.Α. ποσού που ξεπερνά τα 26.000.000 ευρώ, για τα οποία είχαν δηλωθεί εικονικές συναλλαγές άνω των 150.000.000 ευρώ.
Επιπλέον, η μια υποομάδα της οργάνωσης ανέπτυξε δράση και εκτός του πλαισίου αυτής, όπου με την ίδια μέθοδο προέβη μέσω δημιουργίας συστήματος εταιρειών στην διασυνοριακή απάτη στο Φ.Π.Α. ύψους εκατομμυρίων ευρώ, προς όφελος εταιρείας που δραστηριοποιείται στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Επίσης, βασικό μέλος της οργάνωσης πέτυχε για επτά (7) επιχειρήσεις που διαχειριζόταν, την απατηλή εκταμίευση χρημάτων μέσω του μέτρου της επιστρεπτέας προκαταβολής, αποκομίζοντας παράνομο όφελος 770.000 ευρώ περίπου.
Για την εξάρθρωση της οργάνωσης, διενεργήθηκαν 39 έρευνες (σε οικίες, επιχειρήσεις, οχήματα, σωματικές), στις οποίες, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
696– ευρώ και καταμετρητής χαρτονομισμάτων, πολυτελές Ι.Χ.Φ., 10 ρολόγια χειρός ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, 62 σφραγίδες νομικών προσώπων, 46 κινητά τηλέφωνα, 7 φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τάμπλετ, πιστόλι με –2– γεμιστήρες, πλήθος δελτίων αποστολής, τιμολογίων, φορολογικών αποδείξεων και χειρόγραφων σημειώσεων, τραπεζικά παραστατικά, κάρτες, επιταγές και βιβλιάρια επιταγών ελληνικών και αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών, καταφανώς πλαστό δελτίο ταυτότητας αλλοδαπών Αρχών, 2 μηχανήματα POS και μεγάλος αριθμός εξωτερικών σκληρών δίσκων και φορητών μέσων αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων (USB STICKS), ενώ πραγματοποιήθηκε εξαγωγή ψηφιακών πειστηρίων προς περαιτέρω διερεύνηση του περιεχομένου αυτών.
Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνας λήφθηκε υπόψη πλήθος στοιχείων προερχόμενων από τη συλλογή και επεξεργασία φορολογικών, λογιστικών και τραπεζικών δεδομένων (άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών 230 οντοτήτων), την ανάλυση και συσχέτιση πολυάριθμων ηλεκτρονικών ιχνών, την εκτέλεση ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρση επικοινωνιών για συνολικά 85 τηλεφωνικές συνδέσεις και καταγραφή –179.450– τηλεφωνικών συνδιαλέξεων), την επεξεργασία και περιγραφή βιντεοληπτικού υλικού και την διενέργεια ογκωδέστατης αλληλογραφίας (780 εξερχόμενα έγγραφα για συγκέντρωση στοιχείων).
Καθοριστική συμβολή στην εξιχνίαση της υπόθεσης είχε και η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών με την αποστολή -12- ειδικών ερευνητών ψηφιακών δεδομένων του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, οι οποίοι αξιοποιώντας σύγχρονα εγκληματολογικά εργαλεία και εφαρμογές τεχνικής νοημοσύνης ανακαλύψανε και συσχετίσανε κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία κατά τις επιτόπιες έρευνες, ανάμεσα σε εκατομμύρια ψηφιακά δεδομένα που ήταν αποθηκευμένα τόσο τοπικά όσο και στο υπολογιστικό νέφος. Τα κατασχεμένα ψηφιακά δεδομένα θα αναλυθούν περαιτέρω από το εργαστήριο του Τμήματος Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων.
Επίσης, σημαντικός παράγοντας για την επιτυχή περαίωση της έρευνας ήταν η συνεργασία και ανταπόκριση Υπηρεσιών της ΑΑΔΕ, καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων στη χορήγηση στοιχείων.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στο Ελληνικό Γραφείο των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων και παραπέμφθηκαν σε Ανακριτή».