Η επανάσταση αρχίζει απ’ τις κουζίνες

Στη γαστρονομική μυθολογία των παιδικών μου χρόνων (μιλάμε για δεκαετία του 1960 μέχρι τις αρχές του 1970) υπήρχαν δύο κορυφαία «κεφάλαια». Το ένα ήταν το μπλέντερ. Διότι μου έδινε τη δυνατότητα να «τρώω» με το καλαμάκι τα φρούτα που, στη φυσική τους μορφή, δεν μου άρεσαν. Το άλλο ήταν τα Tupperware που στο υπόλοιπο κείμενο θα τα λέω τάπερ για να συνεννοούμαστε. Και που με την αίτηση πτώχευσης την οποία κατέθεσε πριν από λίγες μέρες η εταιρεία που τα παρήγε, είναι σαν να κλείνει μία ολόκληρη εποχή. Εύκολα κι αβίαστα, όπως κλείνει ένα τάπερ. Τσαφ!

Τα τάπερ εισέβαλαν εκείνη την εποχή στις ελληνικές κουζίνες πριμοδοτώντας μία επανάσταση. Χωρίς εισαγωγικά διότι επρόκειτο για μια ουσιαστική επανάσταση που απελευθέρωσε την ελληνίδα νοικοκυρά από δεσμά του παρελθόντος και άλλαξε την καθημερινότητά της. Μαζί με το μπλέντερ που αναφέρω παραπάνω, το μίξερ, τη χύτρα ταχύτητας (αυτή νομίζω ότι δεν φτούρησε τελικά), διάφορα μικροεργαλεία (έβρισκα συναρπαστικό εκείνο που έκοβε με τη μία τα βραστά αβγά σε φέτες), τα έτοιμα προϊόντα όπως οι ζωμοί σε κύβους, το κέτσαπ, η μαγιονέζα, τα κατεψυγμένα και οι συνταγές της Χρύσας Παραδείση που ήταν πολύ πιο πρακτικές και εντυπωσιακές σε σχέση με τις περίπλοκες παρασκευές του μεγάλου Τσελεμεντέ.

Ολα αυτά μεταμόρφωσαν την κουζίνα, ακόμη και των μικροαστικών σπιτιών, από «τόπους γυναικείας εξορίας» σε χώρους δημιουργικής απασχόλησης. Σε «ναούς» της νέας γυναίκας – μιλάμε για εκείνη την εποχή – που δεν απαρνιέται τους παραδοσιακούς της ρόλους, φροντίζει όμως να τους εκσυγχρονίσει, να μη θυσιάσει σε αυτούς τον προσωπικό της χρόνο, να μη βάζουν αυτοί οι ρόλοι την προμετωπίδα στην προσωπικότητά της. Ηταν αυτή που άρχιζε πλέον να ταυτίζεται με τις αμερικάνικου τύπου ρεκλάμες και να ενσαρκώνει το NewLook του Κριστιάν Ντιόρ με ρούχα κομψά αλλά άνετα που της έδιναν τη δυνατότητα να κάνει… μεγάλα βήματα στο μέλλον. Ολα αυτά στη νεοελληνική, «συμμαζεμένη» εκδοχή τους.

Τα τάπερ λοιπόν ήταν μέρος αυτής της επανάστασης. Πρώτα απ’ όλα με τα ζωηρά χρώματά τους που έδωσαν τεχνικολόρ όψη στα «ασπρόμαυρα» μεταπολεμικά νοικοκυριά με τις ακόμη πιο «ασπρόμαυρες» κουζίνες τους. Με τα πολλά σχήματα, για άλλη χρήση το κάθε ένα, που έδιναν την πολυτέλεια του πλουραλισμού σε αντίθεση με τους, μέχρι τότε, περιορισμούς: αυτό για τις μαρμελάδες, αυτό για το ψωμί, αυτό το μεγάλο για τα κέικ, αυτό το χρησιμοποιείς και σαν φόρμα για ζελέ ή για το ρύζι στο κοτόπουλο μιλανέζα, αυτό έχει ενσωματωμένο και το ειδικό κουταλάκι για το μέλι, σε αυτές τις θήκες μπορείς να κάνεις παγωτά «ξυλάκια», αυτό είναι και σέικερ για τον φραπέ, αυτό που είναι σαν πιατέλα έχει και χωρίσματα για να μπαίνουν ξεχωριστά τα διάφορα «καναπέ».

Τα τάπερ να φέρεις

Η συνεισφορά των τάπερ στην καθημερινότητα της ελληνίδας νοικοκυράς δεν ήταν μόνο πρακτική. Στην πραγματικότητα, δημιούργησαν ένα καινούργιο σύμπαν. Ηταν εκείνες οι περίφημες επιδείξεις των τάπερ που πολύ γρήγορα καθιερώθηκαν ως κοινωνική εκδήλωση. Μαζεύονταν οι κυρίες σε ένα σπίτι, η νοικοκυρά ετοίμαζε τσάι ή καφέ με τα συμπαρομαρτούντα της Παραδείση και η εκπρόσωπος της Τάπερ (ένα καινούργιο επάγγελμα που μπορούσε μια γυναίκα να κάνει παράλληλα με το νοικοκυριό της) παρουσίαζε τα καινούργια μοντέλα αφού δεν υπήρχαν «φυσικά» καταστήματα.

Υστερα είναι η εικόνα. Αν προσέξουμε σε παλιές ελληνικές ταινίες ή σίριαλ εποχής, το «σου έφερα λίγο φαγητό» εικονοποιείται με μια πετσέτα με το γνωστό κομπόδεμα όπου μέσα υπήρχε το πιάτο ή τα τρόφιμα. Αυτό ακριβώς άλλαξαν τα τάπερ. Μια λεπτομέρεια που αποτελεί όψη ζωής.

Το κεφάλαιο «τάπερ» όμως έχει δώσει ουσία και ατάκες και στη σχέση ελληνίδας μάνας και παιδιών. Τα φαγητά που πηγαινοέρχονται (ακόμη και στο εξωτερικό) μέσα σε τάπερ είναι ο πιο ισχυρός δεσμός με το οικογενειακό σπίτι και το «Τα τάπερ να φέρεις» φράση αντίστοιχου κύρους με το «Ζακέτα να πάρεις». Πρόσφατα μάλιστα έπεσα σε μια διαδικτυακή συζήτηση ανάμεσα σε μάνα και κόρη. «Μαμά, χωρίσαμε με τον Γιώργο, γυρίζω σπίτι». «Τα τάπερ να φέρεις». «Πας καλά; Σου λέω χωρίσαμε». «Δεν με νοιάζει, εγώ θέλω πίσω τα τάπερ μου».