Στα παιδικά μου χρόνια, πουλούσαν στα περίπτερα κάτι τσιχλόφουσκες στρογγυλές, σαν μεγάλα νομίσματα. Χάλια ήταν, σκληρές σαν πέτρες, δεν μασιούνταν, αλλά το ενδιαφέρον ήταν το περιτύλιγμά τους. Μεταλλικό, που άνοιγε κάπως σαν πώμα, σε χρώμα μπλε ελεκτρίκ και με τη φιγούρα ενός έλληνα ηθοποιού. Κακαβάς, Κούρκουλος, Μπάρκουλης, Λάσκαρη, Καραγιάννη, τέτοια. Τα «δυνατά χαρτιά» βέβαια ήταν τα περιτυλίγματα με Αλίκη και Τζένη. Οι βουγιουκλακικές και οι καρεζικές συναγωνιζόμασταν για το ποια θα μάζευε τα περισσότερα «πώματα» με την αγαπημένη μας ηθοποιό. Και με αυτόν τον αγώνα παιδικού αυτοπροσδιορισμού πέρασαν ένα-δυο καλοκαίρια. Φυσικά αυτή η αντιπαλότητα υπήρχε στην πραγματικότητα μόνο ανάμεσα στα παιδικά ακροατήρια των δύο πρωταγωνιστριών, ωστόσο καλλιεργούσε τον μύθο τους. Μεταξύ τους, αν και εντελώς διαφορετικές ως προσωπικότητες, είχαν μια πολύ καλή σχέση, την οποία ωστόσο δεν πρόβαλλαν πολύ ίσως για να συντηρηθεί αυτός ο μύθος. Κι εκεί κάπου στη δεκαετία του ’80 μάλιστα κυκλοφορούσε η είδηση ότι θα συνεργαστούν στο θέατρο, στο «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν» που στην κινηματογραφική εκδοχή του είχε ενώσει δύο μεγάλες αντίπαλες στο Χόλιγουντ, την Τζόαν Κρόφορντ και την Μπέτι Ντέιβις.
Τέλος πάντων, θυμήθηκα εκείνες τις τσιχλόφουσκες όταν το 1992 πέθανε η Καρέζη. Και έβλεπα τη Βουγιουκλάκη, σε ζωντανή σύνδεση με κάποιο κανάλι, όχι απλώς να κλαίει, να σπαράζει από αναφιλητά. Και τότε συνειδητοποίησα πως για να ξεχωρίσει κάποιος ή κάτι πρέπει να υπάρχει και το αντίθετό του. Είτε μιλάμε για μεγέθη μεγάλης εμβέλειας είτε για πάγιες συνθήκες. Η τετραπέρατη Αλίκη, από τα πρώτα χρόνια της επιτυχίας της, ήξερε (και έλεγε) πως αν δεν υπήρχε η Τζένη, θα έπρεπε να την έχει εφεύρει. Εξάλλου μέσα σε τέτοια δίπολα ζούμε τη ζωή μας, επιλέγουμε και συνεχίζουμε. Κρέας ή ψάρι; Παγωτό κρέμα ή σοκολάτα; Καφές με ζάχαρη ή χωρίς; Καλοκαίρι ή χειμώνας; Νύχτα ή μέρα; Μπίρα ή κρασί; Βουνό ή θάλασσα; Κιθαρίστας ή ντράμερ που τραγουδούσε και ο Γιοκαρίνης. Αριστερά ή Δεξιά; Εδώ είμαστε.
Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτοί οι όροι ισχύουν πλέον. Και εννοώ τις λέξεις, όχι τις ιδεολογίες. Που κι αυτές έχουν διαμορφωθεί για να χωρέσουν σε σημερινά καλούπια. Τόσο η πάλαι ποτέ Δεξιά όσο και η πάλαι ποτέ Αριστερά περνάνε μια κρίση ταυτότητας. Κατά τη γνώμη μου πάντα, η πρώτη προσπαθεί να βρει αυτή τη νέα της ταυτότητα στο μέλλον, ενώ η δεύτερη σε τακτικές του παρελθόντος που έχουν αποδειχτεί ατελέσφορες αλλά ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί. Το γεγονός ωστόσο είναι ότι για να υπάρξει η μία πλευρά πρέπει να υπάρξει και η άλλη. Σε επίπεδο κομματικής εκπροσώπησης εννοώ και με οποιοδήποτε όνομα. Σύριζα, Τσίριζα, Μπάμπης ή Λίτσα.
Και αυτή τη στιγμή η κομματική Αριστερά διαλύεται, τελειώνει όχι με έναν λυγμό ούτε και με έναν κρότο. Τελειώνει με ένα μπάχαλο, με ένα ξεκατίνιασμα, με μια αγοραία σύγκρουση, με κύμβαλα αλαλάζοντα. Κι αυτό είναι κατάντια για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και μεγάλος κίνδυνος για τους απέναντι. Οταν παίζεις μόνος σου, όχι μόνο δεν κερδίζεις τίποτα, αλλά ουδείς έρχεται και στο γήπεδο. Να κάνει τι; Να σε χειροκροτεί όταν βάζεις γκολ σε άδειο τέρμα;
Το Σαββατοκύριακο
του τρόμου
Οσα συνέβησαν τις δύο προηγούμενες ημέρες στον ΣΥΡΙΖΑ μόνο θλίψη σού προκαλούν, σε όποια πλευρά κι αν ανήκεις. Παντελής απουσία πολιτικού λόγου, μόνο προσωπικές αντεγκλήσεις, επικλήσεις του θυμικού και καβγάδες που συνεχίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρώην συντρόφια πιάνονται από τα «μπικουτί», βγαίνουν με τις ρόμπες στα διαδικτυακά μπαλκόνια και φωνάζουν. «Ντροπή σου» ο ένας, «Ούτε καλημέρα» η άλλη, ποιου το lifestyle είναι το καλύτερο, πού ήταν ο Τάιλερ, πού δεν ήταν η Δώρα Πολάκη, πρώην φανατίλες τσιπρικοί και νυν «καψούρια» του Κασσελάκη αποκαλούν τον Τσίπρα μέγα δολοπλόκο και βόθρο, ο έκπτωτος πρόεδρος είναι πολύ συγχυσμένος, μασάει σύμφωνα, τρώει φωνήεντα, μιλάει για μια Αριστερά έτσι όπως του την έχουν διηγηθεί ή την έχει δει σε κάποιο σίριαλ, θα πέσουν οι μάσκες απειλούν οι μεν τους δε, να ‘χαμε να λέγαμε και ένα τοξικό σύννεφο πλανάται πάνω από την Κουμουνδούρου.