Οι πληγές του ελληνικού πολιτικού σκηνικού

Ποτέ δεν βαριέσαι παρακολουθώντας τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις. Χωρίς συνήθως ποτέ να συμβαίνει κάτι συγκλονιστικά καινούργιο. Ολοι έχουν άποψη, την εκφράζουν, αδιαφορώντας συνήθως για τις συνέπειες για την παράταξή τους και, κυρίως, για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας. Μου θυμίζει αυτή η κατάσταση το σχόλιο, πριν από πολλά χρόνια, ενός ανταποκριτή του σοβιετικού τότε πρακτορείου ειδήσεων ΤΑΣΣ: «Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να κάνω τη δουλειά μου. Πώς να στείλω ρεπορτάζ για το τι συμβαίνει στη χώρα; Εδώ όλοι κάνουν συνέχεια δηλώσεις. Ασταμάτητα. Συχνά τα έχω χαμένα».

Δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε. Μπορώ να πω μάλιστα πως έχουν μάλλον χειροτέψει. Με μια διαφορά. Εχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές στον χώρο της συντηρητικής – φιλελεύθερης παράταξης. Εκεί έχουν κοπάσει οι πολλές φωνές και κυριαρχεί μια αδιατάρακτη ομοφωνία. Αυτό οφείλεται στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας και στον τρόπο συμπεριφοράς της ΝΔ, του αρχηγού και των στελεχών της. Χωρίς βέβαια κι αυτό να μην ενέχει κινδύνους. Στον χώρο όμως της Αριστεράς επικρατεί πλήρες χάος. Ο ΣΥΡΙΖΑ σπαράσσεται. Ενώ το ΠΑΣΟΚ δεν κουράζεται να αναζητεί ηγεσίες που αυτόματα, με την κίνηση λ.χ. ενός μαγικού ραβδιού, θα μπορέσει, υποτίθεται, να του δώσει την παλιά του αίγλη.

Στην Αριστερά το αδιέξοδο δεν φαίνεται να οδηγείται σε κάποιο τέλος. Δίχως τη δυνατότητα προβολής μιας νέας πρότασης, που να συναρπάζει και να κινητοποιεί τον κόσμο, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ σε μεγάλο βαθμό, συνεχίζουν να προβάλλουν αφηρημένες θεωρητικές θέσεις με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Η επίκληση μιας φθαρμένης φαντασίωσης περί Αριστεράς και η προβολή αναμνήσεων από τα χρόνια του Ανδρέα Παπανδρέου δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση πλέον να συγκινήσουν τα λαϊκά στρώματα και να προκαλέσουν κινητοποιήσεις. Ετσι όλα καταλήγουν σε ατέρμονες συζητήσεις, σε έναν κυκεώνα δηλώσεων και κινήσεων τακτικής τοποθέτησης που εκτός από σύγχυση δεν προκαλούν το οποιοδήποτε άλλο αίσθημα.

Κραταιά παλαιά κόμματα μετατρέπονται βαθμηδόν σε μικρά κομματίδια μπλεγμένα σε ατέρμονες γραφειοκρατικές καταστατικές διαδικασίες που αφήνουν εντελώς αδιάφορη την κοινωνία. Το μήνυμα δεν φαίνεται να είναι εύκολο να γίνει κατανοητό – αν και η κοινωνία το έχει επανειλημμένα στείλει. Τα ιδεολογήματα περί γνήσιας Αριστεράς και ξεκάθαρου «προοδευτισμού» δεν συγκινούν πλέον παρά ελάχιστους. Ο κόσμος έχει προβλήματα και ψάχνει για λύσεις. Η ιδεολογική αναζήτηση και οι καταστατικές αψιμαχίες τον αφήνουν αδιάφορο. Αν δεν αντιμετωπιστεί αυτό το δεδομένο, δεν υπάρχει προοπτική.

Στην αντίπερα όχθη η κατάσταση είναι διαφορετική. Η αποστέρηση των στελεχών της κυβέρνησης από τη δυνατότητα να έχουν γνώμη και ιδιαίτερη πολιτική προσωπικότητα έχει επιβάλει μια ιδιότυπη ηρεμία και μια επιφανειακή ομοιογένεια. Η έννοια όμως του επιτελικού κράτους, που ψαλιδίζει τα φτερά της όποιας διαφοροποίησης των στελεχών του, έχει κάποια επικίνδυνα αποτελέσματα. Επικεντρώνει την όποια δυσαρέσκεια στον κεντρικό κυβερνητικό πυρήνα και κάνει τη φθορά αναπότρεπτη. Οι πληγές που δημιουργούνται φαντάζουν αγιάτρευτες και η φθορά που προκαλείται παίρνει γεωμετρικές διαστάσεις. Είχα και παλαιότερα προειδοποιήσει πως ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός ενέχει κινδύνους μεγάλης κεντρικής φθοράς. Που δύσκολα πλέον θα είναι δυνατόν να αντιστραφεί. Η απόλυτη γενική σιωπή καθ’ όσον αφορά επιμέρους διαφοροποιήσεις ενέχει τον κίνδυνο κατάρρευσης του κεντρικού κορμού. Λόγω απουσίας διάσπαρτων βαλβίδων ασφαλείας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για εκτόνωση μιας κατάστασης. Εκτιμώ βέβαια πως δυνατότητες ακόμα υπάρχουν. Κυρίως λόγω του χάους που επικρατεί στην αντίπερα πολιτική όχθη.