Οι προσδοκίες από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν

Στο ρευστό διεθνές περιβάλλον που μας επιβάλλει η συγκυρία, η επικείμενη συνάντηση των δύο ηγετών Ελλάδας – Τουρκίας στα περιθώρια της συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αποκτά ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα: καλές είναι, βέβαια, οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σχέσεων με μέτρα χαμηλής πολιτικής, ευπρόσδεκτη είναι η ηρεμία που επικρατεί στους ουρανούς και στις θάλασσες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά αυτά δεν αρκούν. Είναι εύθραυστα, όπως έδειξε το επεισόδιο της Κάσου, που κατέδειξε πως η Τουρκία δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε νόμιμες ενέργειες της Ελλάδας και σε αντίστοιχες παράνομες, κι ότι ανεξαρτήτως της φύσης της δραστηριότητας, απαιτεί την προηγούμενη κοινοποίησή τους, κι ενδεχομένως την άδειά της προκειμένου αυτή να υλοποιηθεί. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία, για κάθε καλόπιστο άτομο, πως οι ελληνικές ενέργειες στα ανοιχτά της Κάσου ήταν σύμφωνες με το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας. Πράγματι, σύμφωνα με αυτό, η ελευθερία των θαλασσών παραμένει, κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι η υφαλοκρηπίδα ή η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη( ΑΟΖ) έχουν οριοθετηθεί, αναφορικά με ορισμένα συστατικά στοιχεία της, την ελευθερία της ναυσιπλοϊας και την ελευθερία πόντισης υποθαλάσσιων καλωδίων και αγωγών. Κι εφόσον η ελευθερία πόντισης παραμένει αλώβητη σε αυτές τις ζώνες, και οι προπαρασκευαστικές εργασίες για την πόντιση απολαμβάνουν των ίδιων προνομίων. Κατά συνέπεια η επιχείρηση του ιταλικού πλοίου δεν έχρηζε άδειας εκ μέρους του τουρκικού κράτους, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι βρισκόταν σε τουρκική υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ.

Αυτές οι τουρκικές υπερβολές καταδεικνύουν την ανάγκη για ριζικές λύσεις. Για ένα ξεκαθάρισμα σε ποιον ανήκει και τι ανήκει στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας, και, παρεπόμενο, η νομιμότητα ή η παρανομία του τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Εάν τα προβλήματα αυτά για τις θαλάσσιες ζώνες δεν επιλυθούν, δεν υπάρχει περίπτωση η Τουρκία να ησυχάσει. Το περιβόητο σχήμα της «γαλάζιας πατρίδας», που της δίνει το μισό Αιγαίο και τη μισή Ανατολική Μεσόγειο, θα εξακολουθήσει να εμπνέει κάθε κίνησή της, που δεν θα είναι πάντα φιλειρηνική. Και που θα παραβιάζει τη Διακήρυξη των Αθηνών, πάνω στην οποία η Ελλάδα έχει στηρίξει προσδοκίες.

Θα πρέπει, λοιπόν, στη συνάντηση των δύο ηγετών στη Νέα Υόρκη, η ελληνική πλευρά να θέσει την ανάγκη να προχωρήσουν οι δύο χώρες άμεσα σε διαπραγματεύσεις σοβαρές για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους. Αλλωστε οι σοβαρές διαπραγματεύσεις είναι ένα ζητούμενο και από τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης (ΔΔΔ, ICJ), ως απαραίτητη προϋπόθεση πριν από αίτημα προσφυγής σε αυτό. Και , βεβαίως, το ΔΔΔ δεν απαιτεί αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις, αλλά πειστικές ότι έγιναν προσπάθειες επίλυσης από τα δύο μέρη. Εξάλλου τι άλλο περιμένουμε από αυτό το καθεστώς προηγούμενης προσέγγισης, πριν από το στάδιο της αντιμετώπισης των κυρίως εκκρεμοτήτων; Οι δύο χώρες έχουν προ πολλού εξαντλήσει κάθε μέσον που θα οδηγούσε στην ειρηνική επίλυση των διαφορών τους, στα 50 περίπου χρόνια, που διαρκεί αυτή η κρίση σχέσεων. Η καλύτερη, λοιπόν, λύση για την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων είναι η αντιμετώπιση των κυρίως διαφορών τους, μέσω της επίλυσης των εκκρεμοτήτων τους, κι όχι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, που ποτέ δεν θα επιτευχθεί, όσο η Τουρκία απαιτεί ανάλογες συμπεριφορές με αυτές που απαίτησε στο επεισόδιο της Κάσου.

Είναι ωραίο, βέβαια, να μιλάμε για άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων, αλλά ξεκινάμε από διαφορετικές αφετηρίες. Η Ελλάδα όταν εννοεί άμεσες διαπραγματεύσεις αναφέρεται στις θαλάσσιες ζώνες. Η Τουρκία, από τη δική της πλευρά, θέλει να προσθέσει μια ποικιλία αιτιάσεων εις βάρος της Ελλάδας και διεκδικήσεων που έχει συσσωρεύσει, τόσο για το Αιγαίο, όσο και για την Ανατολική Μεσόγειο. Οι οποίες περιλαμβάνουν την αποστρατιωτικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου, που βρίσκονται πλησίον των τουρκικών ακτών, τις γκρίζες ζώνες, που πλέον περιλαμβάνουν και κατοικημένα ελληνικά νησιά, το θέμα της αιγιαλίτιδας και του συναφούς εθνικού εναέριου χώρου, καθώς και το ζήτημα της διάσωσης σε περίπτωση κινδύνου ζωής από τα πλέοντα πλοία στο Αιγαίο. Δεν είναι, μόνο, φυσικά αυτή η πληθώρα των τουρκικών διεκδικήσεων που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διαμόρφωση κοινής ατζέντας των προς επίλυση προβλημάτων. Ακόμα και αν δεν υπήρχαν αυτές, το πρόβλημα θα παρέμενε στις θαλάσσιες διαφορές. Γιατί η Τουρκία επιμένει ότι τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδας, πράγμα αντίθετο με το Αρθρο 121 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, και το εθιμικό δίκαιο που η τελευταία έχει προκαλέσει, ενώ οι ελληνικές διεκδικήσεις για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ είναι υπερβολικές και χρειάζονται αναθεώρηση πριν παρουσιαστούν επισήμως. Φυσικά οι ελληνικές θέσεις είναι θέσεις διαπραγμάτευσης, και στις διαπραγματεύσεις πάντοτε επιδιώκεις το maximum, προτού προσαρμοστείς σε πιο ρεαλιστικές λύσεις, αλλά σίγουρα δεν βοηθούν, έτσι όπως παρουσιάζονται, στην επίλυση των εκκρεμοτήτων.

Το ερώτημα είναι προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Θα τολμήσουν οι δύο ηγέτες να ξεπεράσουν τις φοβίες και να αναγνωρίσουν ότι ήγγικεν ο χρόνος για τολμηρά βήματα; Ή πάλι θα επικρατήσει η λογική του πολιτικού κόστους, και θα αρκεστούν να επαναβεβαιώσουν τη βελτίωση των σχέσεων και να αναβάλουν για πιο «εύθετο χρόνο» την ουσία. Κυρίως η Ελλάδα πρέπει να είναι η επισπεύδουσα σε αυτό το σημείο, καθώς οι καθυστερήσεις εκείνη βλάπτουν. Και για την επιβεβαίωση του αληθινού λόγου, μια ματιά του ποιες ήταν οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στην έναρξη της κρίσης, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή (ο οποίος ετόλμησε να τις θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μαζί με τον Σημίτη, της δεκαετίας του ’90, που επίσης ετόλμησε να θίξει τη στερεότυπη αποχή από τη συζήτηση) και ποιες είναι σήμερα. Θα διαπιστώσετε ότι τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά οι διαφορές έχουν πάρει διαστάσεις, που, αν δεν τις προσέξουμε και δεν τις τιθασεύσουμε, θα έχουμε εγγράψει προσημείωση για χειρότερα δεινά της χώρας. Οι καιροί δεν δουλεύουν για δικό μας όφελος, και κάθε καθυστέρηση στη λύση του ζητήματος των θαλασσίων ζωνών ενισχύει την Τουρκία, η οποία δεν βιάζεται, αφού έχει το πάνω χέρι, να δώσει λύσεις. Και αρκείται σε αυτό που έχει σήμερα, δηλαδή μια κατάσταση ομηρείας του Αιγαίου και διατήρησης της αβεβαιότητας για την έκταση των δικαιωμάτων. Και καθώς η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας απαιτεί, ομού με το εθιμικό δίκαιο, συμφωνία για την οριοθέτηση, έως το σημείο που αυτή επιτευχθεί όλα τα επιχειρήματα των σύνοικων κρατών παραμένουν απλές διεκδικήσεις, μηδαμινής  βαρύτητας για το Διεθνές Δίκαιο. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι στη Νέα Υόρκη θα γίνει το μεγάλο βήμα, κι ότι οι δύο ηγέτες θα διαβούν τον Ρουβίκωνα για ένα καλύτερο μέλλον στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που μόνο τότε θα αποκατασταθούν πλήρως.

Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών