Τις ημέρες αυτές το «Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα» γιορτάζει το δικό του χρυσό ιωβηλαίο, αφού συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την 3.9.1974, όταν ο Α. Παπανδρέου ίδρυσε το κόμμα που έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά του στην πολιτική ζωή του τόπου κατά τη μεταπολίτευση. Μία συνιστώσα αυτής της διαδρομής αποτελεί η σχέση του ΠΑΣΟΚ με την Εκκλησία, η οποία αφετηριάζεται ήδη από την Καταστατική Διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου όπου προβλέπεται ρητώς ότι «διαχωρίζεται ὁριστικά ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό Κράτος καί κοινωνικοποιεῖται ἡ μοναστηριακή περιουσία». Ενδεικτικό είναι ότι η θέση αυτή διατυπώθηκε και στη Βουλή από τον Α. Παπανδρέου κατά τη συζήτηση του άρθρου 3 του Συντάγματος του 1975, όπου δήλωνε: «Πιστεύουμε στον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Αυτό είναι και το συμφέρον και της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Πρέπει η Εκκλησία να πάψει να είναι παράρτημα του Κράτους, χωρίς βέβαια να γίνει κράτος εν κράτει».
n Είναι γεγονός ότι η αυτοδύναμη «Κυβέρνηση της Αλλαγής», που προέκυψε από τις εκλογές της 18.10.1981, δεν επιχείρησε μία ριζική αναδιάταξη της σχέσης της με την Εκκλησία. Η συνταγματική διαρρύθμιση της τελευταίας ήταν άλλωστε νωπή… Αναλήφθηκαν, ωστόσο, νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες εξέφραζαν την ιδεολογία του κόμματος και για αυτό προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το 1982 η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό, χωρίς, πάντως, να νομοθετηθεί, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η υποχρεωτικότητά του, σε μία win-win συμφωνία με την Εκκλησία, καθώς και η αποποινικοποίηση της μοιχείας την ίδια χρονιά.
n Η δεύτερη κυβερνητική τετραετία, που ξεκίνησε μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1985, σημαδεύτηκε από τη ρήξη με την Εκκλησία, η οποία επήλθε το 1987. Αφορμή υπήρξε ο ν. 1700 με αντικείμενο τη «Ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας», που προωθούσε προς ψήφιση ο τότε υπουργός Παιδείας Αντ. Τρίτσης, με τον οποίο, πέρα από την υφαρπαγή εκκλησιαστικής και ιδίως, μοναστηριακής γης, η Πολιτεία νομοθέτησε ερήμην της Εκκλησίας για ζητήματα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στην εσωτερική διοίκησή της. Η συνδιαλλαγή επιτεύχθηκε με παρέμβαση στο ανώτατο επίπεδο, με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σεραφείμ και τον Πρωθυπουργό Αν. Παπανδρέου να συμφωνούν στο «Ἐῶμεν τούς νόμους καθεύδειν» και τον εμπλεκόμενο υπουργό Αντ. Τρίτση να οδηγείται σε παραίτηση…
n Αυτό το αμφίθυμο modus vivendi των 80ʼs διαδέχθηκε η μετωπική σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ, λίγο μόλις μετά την επικράτησή του, υπό τον Κ. Σημίτη, στις εκλογές της 9.4.2000, με την Εκκλησία, στο πηδάλιο της οποίας βρισκόταν ήδη από διετίας ως νέος Αρχιεπίσκοπος ο από Δημητριάδος Χριστόδουλος. Αφορμή στάθηκε η αιφνιδιαστική κυβερνητική απόφαση για διαγραφή του θρησκεύματος από τα δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων, η οποία εκλήφθη από την Εκκλησία, όχι αδίκως, ως προανάκρουσμα πρωτοβουλιών που θα οδηγούσαν στον χωρισμό της από την Πολιτεία. Αυτή τη φορά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν υπαναχώρησε, με συνέπεια την ήττα στην εκλογική αναμέτρηση που ακολούθησε… Η απόφαση, μάλιστα, του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη το 2004 να αναλάβει η Πολιτεία εξ ολοκλήρου τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου δεν αποδείχθηκε ικανή να ανατρέψει το επερχόμενο…
Ο περιβόητος «χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας» κατέστη τελικώς, ελέω πολιτικού ρεαλισμού, ανεκπλήρωτη προφητεία. Αλλωστε, κακώς υπήρξε και εξ αρχής το ζητούμενο…
Ο Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.