Η άνοδος της Ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό χώρο, σε συνδυασμό με την έλλειψη πραγματικών ηγετικών προσωπικοτήτων, έχει από καιρό προκαλέσει ανησυχίες στις κοινωνίες των χώρων-μελών της Ενωσης και, μάλιστα, όχι μόνο σε όσους δεν έχουν συμπάθεια στον δεξιό χώρο. Οι ανησυχίες αυτές έχουν ήδη εκφρασθεί τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης από αναλυτές που αναλογίζονται τι μέλλει γενέσθαι αν σε μερικά χρόνια τα κράτη-μέλη θα κυβερνώνται σε σημαντικό ποσοστό από κόμματα των οποίων ηγεσίες, με μεγαλύτερη άνεση από άλλες, δεν θα είναι διστακτικές στο να «πατήσουν το κουμπί».
Την κραταίωση των ακραίων κομματικών σχηματισμών τη βλέπουμε στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, ενώ τώρα παρατηρούμε την άσκηση αποφασιστικής επιρροής τους στη Γερμανία.
Οταν στη συγκεκριμένη χώρα παρουσιάζονται μεγεθυμένα φαινόμενα ξενοφοβίας σε σημείο που η κυβέρνησή της να αποφασίζει, συρόμενη, την εφαρμογή περιορισμών στη διέλευση των συνόρων της, εύλογο είναι να αρχίσει να φοβάται κανείς ότι η πίεση ακραίων συγκυβερνώντων σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μπορεί, ακόμα και στο ορατό μέλλον, να πάρει επικίνδυνη τροπή.
Με την εξέλιξη αυτή η Γερμανία, σε συνδυασμό με το κολοσσιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει ο καγκελάριος Σολτς, στρέφει τους ευρωπαίους πολίτες στο παρελθόν ωθώντας τους να ανασύρουν στη μνήμη στιγμές σκοτεινών εποχών. Και αυτό ιδίως όταν, σε μια κοινότητα κρατών, μερικοί περιχαρακώνονται στα σύνορά τους αδιαφορώντας για την τύχη της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η Ελλάδα, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πολωνία και η Ιταλία, έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους στα εξαγγελθέντα γερμανικά μέτρα που στην ουσία σημαίνουν εγκατάλειψη από το Βερολίνο των κανόνων Σένγκεν. Εγκατάλειψη που μερικές φωνές στη γερμανική Μπούντεσταγκ δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν επιθυμούν να είναι συγκεκριμένης διάρκειας αλλά να απλώνεται σε βάθος χρόνου.
Με όποια σημασία αυτό μπορεί να έχει σε ένα από τα δύο κορυφαία επιτεύγματα της ΕΕ, τη Συνθήκη Σένγκεν. Με δεύτερο, την καθιέρωση του ευρώ ως επισήμου νομίσματος των είκοσι από τα είκοσι επτά κράτη-μέλη της.
Θα μπορούσε μήπως κανείς να φανταστεί ποια θα ήταν η εξέλιξη εάν στο προσεχές μέλλον η ακραία Δεξιά έπαιρνε τη λαϊκή εντολή να κυβερνήσει ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες;
Με όσα συμβαίνουν σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και πολύ πέρα από αυτόν, με τον κόσμο να βρίθει αυταρχικών καθεστώτων και τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή, όσοι δυτικοί ηγέτες κινούνται στο πλαίσιο του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», καλό θα ήταν να θυμηθούν τον εφησυχασμό της Ευρώπης στον καιρό του Μεσοπολέμου.
Και να ασχοληθούν με υπευθυνότητα με το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο ανάληψης της εξουσίας από ακραίες, «ασυγκράτητες» και ρηχές προσωπικότητες – θιασώτες των, λαϊκά εύπεπτων, «αποφασιστικών λύσεων» που τίποτα δεν αποκλείει να αντιμετωπίσουν, ελαφρά τη καρδία, την οποιασδήποτε εσωτερική ή εξωτερική κρίση. Με σοβαρό το ενδεχόμενο να επαναληφθεί ακόμα πιο δυσάρεστα η Ιστορία. Το εύφλεκτο υλικό είναι δίπλα μας. Η σπίθα λείπει.
Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ