Το 2006 μας είχε συγκλονίσει η ταινία του Ντόνερσμαρκ «Οι ζωές των άλλων». Τι σημαίνει να παρακολουθεί, σε 24ωρη βάση, κάποιος τη ζωή σου, τι είδους συναισθηματική εξάρτηση μπορεί να αναπτύξει ο «παρακολουθών» με τον «παρακολουθούμενο». Ακόμη τότε όμως η σχέση μας με το Διαδίκτυο μπουσουλούσε και η ιδέα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης το πολύ να υπήρχε ως φαντασίωση στο μυαλό του Μαρκ Ζάκερμπεργκ.
Σήμερα, εμείς οι ίδιοι σερβίρουμε στους άλλους τις ζωές μας στο πιάτο. Στην αρχή, η κατάσταση έμοιαζε κάπως με καρτ ποστάλ. Ειδυλλιακή και αθώα. Οι άνθρωποι ανέβαζαν τα πιοτά τους, τα φαγιά τους, τα παιδιά τους, τα σκυλιά τους, τα γατιά τους, τις ακρογιαλιές και τα δειλινά τους. Και από κάτω βροχή τα likes αφού η νέα συνθήκη έλεγε ότι για κάποιον άγνωστο αλλά συμπαντικό λόγο έπρεπε να αποθεώσεις ένα κομμάτι φέτα με λάδι και ρίγανη. Ηταν ακόμη τα χρόνια της αθωότητας αλλά από τότε κύλησε πολύ νερό στον μύλο όχι μόνο της αυτοέκθεσης αλλά και του Μεγάλου Αδελφού. Τον Ιούλιο, πηγαίνοντας με το καράβι στη Σύρο, με το που περάσαμε τη νησίδα Πάτροκλος απέναντι από το Σούνιο, άρχισαν να εμφανίζονται στο κινητό μου αναρτήσεις για το τάδε συριανό μεζεδοπωλείο, το «απόλυτο σημείο» για brunch στην Ερμούπολη, την τάδε παραλία και beach bar του νησιού. Εντάξει, δεν ήταν άσχημα, άρχισα να νιώθω τουρίστρια στον τόπο μου και άντε να πεις ότι τα ραντάρ, οι δορυφόροι και «τα δεν ξέρω πώς τα λένε» εντόπισαν το σήμα του κινητού μου στο συγκεκριμένο πλοίο και αυτόματα ενεργοποιήθηκε το «σύστημα πληροφόρησης». Το ίδιο πλοίο όμως «έπιανε» στη συνέχεια Τήνο και Μύκονο, θα μπορούσα να πήγαινα κι εκεί. Γιατί έβλεπα μόνο Σύρο;
Αυτά που λέω τώρα, σε έναν ειδικό μπορεί να είναι αλφαβητάρι, αλλά εγώ η άσχετη υποθέτω ότι θα «έδωσε στίγμα» το ηλεκτρονικό μου εισιτήριο, η συχνή αναφορά μου στα σόσιαλ μίντια για τη Σύρο. Ο,τι και να ήταν, μπήκα κι εγώ συνειδητά στο παιχνίδι. Αφού είμαι «παρακολουθούμενη» θα παίζω κι εγώ με τους δικούς μου όρους. Από τότε, κάθε μέρα σχεδόν, αναζητώ ηλεκτρονικά μια συγκεκριμένη κατηγορία ειδών. Από σωβρακοφανέλες μέχρι υλικά οδοντιατρείου και προϊόντα Χίου. Σε πέντε λεπτά αρχίζει και παρελαύνει από την οθόνη του κινητού μου ό,τι υπάρχει σε εσώρουχο, σιλικόνες αποτυπωτικών, μανταρίνι και μαστίχα. Πλάκα μου κάνουν, πλάκα τους κάνω.
Αλλά και μέχρι εδώ ας πούμε ότι είναι ένα νταραβέρι που, μέχρι ενός σημείου, είναι και διευκολυντικό. Τα σκούρα αρχίζουν όταν κάποιος που δεν σε γνωρίζει προσωπικά, επεμβαίνει στις αναρτήσεις σου, κάνει αναδημοσιεύσεις, τις «ανοίγει» σε ένα «κοινό» που δεν είναι δικό σου, προκαλεί, ανάμεσα σε αγνώστους, μια συζήτηση που αφορά τη δική σου ζωή. Την πιο τοξική εκδοχή την είδαμε τα χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ έσπερνε και θέριζε τον διχαστικό λόγο, την εχθροπάθεια και τις δολοφονίες χαρακτήρων. Ακόμη κι αυτό όμως είχε ένα, έστω και σαθρό, ιδεολογικό άλλοθι. Από ‘κει και πέρα αρχίζει μια διαστρέβλωση που σε καλεί, εμμέσως πλην σαφώς, να απολογηθείς, εν ονόματι μίας τάχα μου woke κουλτούρας, για θέματα της καθημερινής σου ζωής. Εδώ δεν έχουμε απλώς «Τις ζωές των άλλων», αλλά έναν εισοδισμό «στις ζωές των άλλων».
Γιατί γυναίκα, γιατί τίμια;
Χθες, μία φίλη που ζει με τις δύο κόρες της, έκανε μία ανάρτηση, μέσω της οποίας ρωτούσε τους «φίλους» της αν έχουν να της συστήσουν μια γυναίκα για γενική καθαριότητα στο σπίτι που να είναι όμως τίμια και δοκιμασμένη. Και μία άλλη κυρία, άγνωστή της, θεώρησε ότι αυτό πρέπει να το σχολιάσει στον δικό της λογαριασμό, «κουνώντας το δάχτυλο» ότι δεν πρέπει να συνδέει τις γυναίκες με τις οικιακές εργασίες διότι δεν κάνουν αποκλειστικά αυτήν τη δουλειά την οποία εξάλλου κάνουν πολύ καλά και οι άνδρες. Και από κάτω σχολίαζαν ότι ήταν άστοχο και το «τίμια» διότι υπονοεί ότι οι άλλες δεν είναι. Και με τούτα και με κείνα, η φίλη βρέθηκε να απολογείται.
Ο φίλος μας ο Οργουελ κάτι δεν προέβλεψε σωστά. Ο Μεγάλος Αδελφός δεν είναι ένα σκοτεινό σύστημα που μας παρακολουθεί και μας υπαγορεύει τι να λέμε. Είναι ο χαμογελαστός άνθρωπος της διπλανής πόρτας.