Προχθές το βράδυ – είχε και ωραία θερμοκρασία – βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω κάποιες ψιλοτακτοποιήσεις, να μαζέψω τα απλωμένα ρούχα, να μυρίσω τις τελευταίες πνοές των βασιλικών. Μέσα έπαιζε η τηλεόραση, το τηλέφωνο ήταν στο πολύ χαμηλό, δεν το άκουγα. Οταν, κάποια στιγμή, το πήρα στα χέρια μου είδα ότι είχα πέντε αναπάντητες κλήσεις από ανθρώπους που δεν είχαν σχέση μεταξύ τους. Μου έκανε εντύπωση. Τέτοια ώρα; Πήρα πρώτα τον συνάδελφο που με είχε καλέσει, θεώρησα ότι κάτι ήθελαν από την εφημερίδα. Εκείνος μου το είπε. Συγκεκριμένα, με ρώτησε αν ήξερα κάτι παραπάνω. Και όταν τον ρώτησα για ποιο θέμα, μου εξήγησε τι είχε συμβεί στο Ηρώδειο.
Και τα άλλα τηλεφωνήματα ήταν σχετικά με αυτό το γεγονός. Μια φίλη ηθοποιός, μια άλλη φίλη Ελληνοαμερικανίδα που βρίσκεται στην Ελλάδα για διακοπές, η κολλητή μου, ένας διανοούμενος από τον χώρο των εικαστικών με τον οποίον έχω μάλλον τυπική σχέση. Με ρωτούσαν αν ήξερα κάτι παραπάνω ή, απλώς, ήθελαν να το συζητήσουμε. Να συζητήσουμε τι ακριβώς; Να επαναλάβουμε τα ίδια και τα ίδια, να μοιραστούμε αυτό το συλλογικό αίσθημα που μας καταλαμβάνει κάθε φορά που βλέπουμε να είδωλά μας να ραγίζουν. Και που κάθε φορά είναι σαν να τα λέμε για πρώτη φορά.
Δεν είναι το σοκ της κατάρρευσης πάνω στη σκηνή, μπροστά στα μάτια του κοινού. Είναι το σοκ που σου προκαλεί η αδυναμία ενός προσώπου που, με κάποιον τρόπο, είναι πάντα εκεί, παρόν – απόν σε μια γωνιά της ζωής σου, σαν να την παρακολουθεί ακούσια. Και να την τραγουδάει. Και που έχεις την εντύπωση ότι θα είναι πάντα εκεί, μέχρι το δικό σου τέλος, όσο κι αν δεν βγαίνουν τα χρόνια. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με αντικειμενικές καλλιτεχνικές αξίες. Είναι το προσάναμμα που πυροδοτεί τα είδωλα και τη σχέση μας μαζί τους. Που μάθαμε να λέμε ότι είναι «άστρο», ότι γεννιέται κάποιος με αυτό, αλλά, όσο περνούν τα χρόνια, πιστεύω ότι είναι κάτι που καλλιεργείται με πολλή δουλειά, ακόμη και αν δεν φαίνεται πάντα, και με ακόμη περισσότερη συνέπεια.
Προσωπικά, έχω την εντύπωση ότι η Μαρινέλλα ήταν «παρούσα» σε πολλές στιγμές της ζωής μου. Οταν, μικρή, μαντηλοδενόμουν και, μπροστά στον καθρέφτη, τραγουδούσα (προσπαθούσα δηλαδή) το «Ανοιξε πέτρα», έτσι όπως είχα δει να το κάνει στο «Γοργόνες και μάγκες». Ή όταν προσπαθούσα να μιμηθώ την κίνηση των χεριών της. Με θυμάμαι, «κρεμασμένη» στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, να παρακολουθώ την πρώτη ελληνική συμμετοχή στη Γιουροβίζιον. Ενώ την πρώτη φορά που πήγα σε μπουάτ, είδα τη Μαρινέλλα με τον Κώστα Χατζή και εκστασιάστηκα. Από ‘κει και πέρα, στις μελαγχολίες και στα κέφια μου, στις ερωτικές μου εξάρσεις, με ή χωρίς αφορμή, τις περισσότερες φορές, κάπου στο βάθος, «έπαιζε» μια Μαρινέλλα. Και αν το «Πέλαγο» του Χατζιδάκι, που τραγουδάει μαζί με τον Καζαντζίδη, είναι μέσα στο τοπ 3 των καλύτερων μου τραγουδιών, το «Να παίζει το τρανζίστορ», του Χατζηνάσιου σε στίχους Μπουρμπούλη, είναι το πιο σέξι ελληνικό τραγούδι, ένας πρώιμος ύμνος της γυναικείας ερωτικής χειραφέτησης.
Τι περίεργο! Να «παρακολουθεί» τη ζωή μου, όπως και τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων άλλων ανθρώπων, χωρίς να το ξέρει και χωρίς να το ξέρουν καν οι ίδιοι, μόνο να το συνειδητοποιούν κάτω από ειδικές συνθήκες. Αυτό είναι το αόρατο νήμα που δένει τα είδωλα με το κοινό. Και που μπορεί να συνδέσει, στην προκειμένη περίπτωση, έναν διανοούμενο με μια «τρελοθεία απ’ το Σικάγο».
Περί ηλικίας και άλλων δαιμονίων
Μέσα στο τοξικό περιβάλλον των σόσιαλ μίντια, υπήρξαν και αρκετοί που, με αφορμή το περιστατικό, σχολίασαν ή ακόμη και χλεύασαν την ηλικία της Μαρινέλλας. «Μα γιατί να τραγουδάει σε αυτήν την ηλικία;». Αυτό το «γιατί» μόνο να το φανταστούμε μπορούμε όσοι δεν ζούμε, εβδομήντα, σχεδόν, χρόνια όπως εκείνη, την εμπειρία της σκηνής. Αυτό που νιώθει ο καλλιτέχνης όταν «συνομιλεί», μόνος αυτός, με χιλιάδες κόσμο. Διότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν μια δουλειά, μπορεί και με εξαιρετικό τρόπο. Και άλλοι, όπως η Μαρινέλλα, που είναι η δουλειά τους. Και αν σταματήσουν τη δουλειά, θα σταματήσουν και να «είναι».
Στα κείμενα που είχαν γράψει ο Θανάσης Νιάρχος και ο αείμνηστος Γιάννης Κοντός για τη μουσική παράσταση που είχε κάνει στο Μέγαρο Μουσικής ο Γιώργος Νταλάρας για τον Βασίλη Τσιτσάνη, μια γυναίκα υποτίθεται ότι έλεγε: «Μα πού με ήξερε αυτός ο άνθρωπος και διηγήθηκε τη ζωή μου;» Το ίδιο θεωρώ ότι ισχύει και για τη Μαρινέλλα