Μερικές κρίσιμες Πολιτείες και ορισμένα σημαντικά ζητήματα θα κρίνουν τελικά εάν ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα είναι ο Ντόναλντ Τραμπ ή η Κάμαλα Χάρις
Φαινομενικά στις αμερικανικές εκλογές δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο ερώτημα για το ποιος θα κερδίσει. Σε τελική ανάλυση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τους περισσότερες ψήφους θα τις πάρει η Κάμαλα Χάρις. Άλλωστε, οι Δημοκρατικοί έχουν κερδίσει τη λαϊκή ψήφο σε όλες τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ από το 1992 και μετά, με την εξαίρεση των εκλογών του 2004 όταν ο Τζορτζ Μπους κέρδισε και τη λαϊκή ψήφο και τους εκλέκτορες. Με εξαίρεση αυτή την εκλογή, τόσο πρώτη εκλογή του Μπους το 2000 όσο και η εκλογή του Τραμπ το 2016 επιτεύχθηκαν στο επίπεδο των εκλεκτόρων, παρότι έχασαν τη λαϊκή ψήφο.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ιδιαιτερότητας – ή του αρχαϊσμού για τους επικριτές του – που έχει το εκλογικό σύστημα στις ΗΠΑ, που δεν στηρίζεται απλώς στο πιο υποψήφιος θα πάρει τις περισσότερες ψήφους, αλλά στο ποιος θα μπορέσει να πετύχει τον μαγικό αριθμό των 270 εκλεκτόρων, δηλαδή την απόλυτη πλειοψηφία στα 538 μέλη του Κολεγίου των Εκλεκτόρων, μια πλειοψηφία που δεν ταυτίζεται πάντα με την πλειοψηφία στην λαϊκή ψήφο.
Μόνο που οι ιδιαιτερότητες των εκλογών τις ΗΠΑ δεν περιορίζονται στο σύστημα των εκλεκτόρων. Με δεδομένο ότι τα δύο κόμματα έχουν αρκετά διαφορετικά δημογραφικά δεδομένα ως προς τις κοινωνικές ομάδες, τις μειονότητες, τα φύλα που τα υποστηρίζουν, αλλά και εξαιτίας των ιστορικά διαμορφωμένων χαρακτηριστικών και παραδόσεων σε συγκεκριμένες Πολιτείες, ξέρουμε περίπου εκ των προτέρων πώς θα ψηφίσουν συγκεκριμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, ξέρουμε ότι η Καλιφόρνια, μια Πολιτεία που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 10% των συνολικών εκλεκτόρων θα ψηφίσει Δημοκρατικούς, το ίδιο και η Νέα Υόρκη των 28 εκλεκτόρων.
Αντίστοιχα, ξέρουμε ότι το Κάνσας, η Βόρεια Ντακότα, το Ουαϊόμινγκ, η Αλάσκα και η Γιούτα έχουν ψηφίσει τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο σε όλες τις εκλογές από το 1972 και μετά. Από τις δημοσκοπήσεις ξέρουμε επίσης προς τα πού κατατείνουν οι περισσότερες Πολιτείες.
Οι ταλαντευόμενες Πολιτείες
Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή ξέρουμε ότι οι Δημοκρατικοί έχουν 181 «σίγουρους» εκλέκτορες και 44 πιθανούς, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν 125 «σίγουρους», 94 πιθανούς και ότι όλα θα κριθούν σε 91 εκλέκτορες που αφορούν Πολιτείες που αυτή τη στιγμή δεν μπορεί κανείς με σιγουριά να πει πώς θα ψηφίσουν.
Αυτές οι «ταλαντευόμενες» Πολιτείες, που μπορεί να πάνε με τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και αυτή τη στιγμή είναι: η Αριζόνα, η Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, η Νεβάδα, η Βόρεια Καρολίνα, η Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν. Αυτές είναι οι Πολιτείες που αυτή όλοι εκτιμούν ότι είναι ασαφές προς τα πού θα κλίνουν.
Σε αυτές μπορούμε να προσθέσουμε μερικές Πολιτείες που μπορεί να αλλάξουν: Η Βιρτζίνια, η Μινεσότα, το Νέο Μεξικό, το Νιου Χάμπσαϊρ, το Μέιν, η δεύτερη περιφέρεια της Νεμπράσκα, είναι Πολιτείες που αυτή τη στιγμή θεωρούν μάλλον των Δημοκρατικών, αλλά μπορούν να αλλάξουν. Ενώ από την άλλη μεριά, το Τέξας, η Φλόριντα και η δεύτερη περιφέρεια του Μέιν, που θεωρείται πιο πιθανό να ψηφίσουν Τραμπ, θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να μετατοπιστούν.
Στις προηγούμενες εκλογές ο Μπάιντεν κέρδισε τις Περισσότερες από αυτές: Πενσυλβάνια, Τζόρτζια, Μίσιγκαν, Αριζόνα, Ουισκόνσιν, Νεβάδα, Βιρτζίνια, Μινεσότα, Νέο Μεξικό, Νιου Χάμπσαϊρ, Μέον. Αντιθέτως, ο Τραμπ πήρε το Τέξας, την Φλόριντα, τη δεύτερη περιφέρεια του Μέιν και τη Βόρεια Καρολίνα.
Σε αρκετές Πολιτείες όλα θα κριθούν σε μικρό αριθμό ψηφοφόρων καθώς ο αριθμός των αναποφάσιστων δείχνει να περιορίζεται. Για παράδειγμα στη Τζόρτζια, τη Μινεσότα, το Ουισκόνσιν οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι είναι περίπου στο 3%.
Τι θα κρίνει τα πράγματα
Τι μπορεί να κρίνει τα πράγματα; Καταρχάς η συσπείρωση των δύο κομμάτων. Παρότι η Κάμαλα Χάρις κατάφερε να αποκαταστήσει ως ένα βαθμό την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών στο ότι έχουν μια υποψήφια που μπορεί να δώσει με αξιώσεις τη μάχη των εκλογών, εντούτοις η συσπείρωση των Δημοκρατικών είναι χαμηλότερη. Σε όλες τις Πολιτείες μέχρι τώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ενώ το 85% έως 93% των ψηφοφόρων του Τραμπ θα τον ξαναψηφίσουν, το αντίστοιχο ποσοστό ψηφοφόρων του Μπάιντεν που θα ψηφίσουν τη Χάρις κινείται στο 80%-90%. Αντίστοιχα, μέχρι και τις αρχές Σεπτέμβρη οι έρευνες έδειχναν μεγαλύτερο ποσοστό ψηφοφόρων του Μπάιντεν που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν Τραμπ από ό,τι ψηφοφόροι του Τραμπ που θα ψηφίσουν τη Χάρις.
Η δεύτερη κρίσιμη παράμετρος έχει να κάνει με τα ζητήματα που θα κρίνουν τις εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε όλες τις Πολιτείες που θεωρούνται ταλαντευόμενες η οικονομία παραμένει το ένα πιο σημαντικό ζήτημα. Αυτό αποτυπώνεται και στα πολύ υψηλά ποσοστά όσων δηλώνουν ότι το κόστος ζωής θα είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που θα καθορίσουν την ψήφο τους, μαζί με ζητήματα όπως το κόστος των υπηρεσιών υγείας, η μετανάστευση, οι αμβλώσεις, η εγκυρότητα των εκλογών.
Μόνο που γύρω από τα ζητήματα αυτά υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους υποψηφίους. Για παράδειγμα η οικονομία παραμένει το σχετικά ισχυρό χαρτί του Τραμπ κυρίως γιατί ο Μπάιντεν, παρότι ηγήθηκε της μεταπανδημικής ανάκαμψης έχει χρεωθεί την έκρηξη του κόστους ζωής, ακριβώς του ζητήματος που σήμερα είναι πιο ψηλά στην ιεράρχηση των ψηφοφόρων. Αντίστοιχα, η Χάρις κερδίζει από τη στάση της σε ζητήματα όπως οι αμβλώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση έρευνα του Pew Research Center ο Τραμπ προηγείται της Χάρις σε ζητήματα όπως η οικονομία, η πολιτική για τη μετανάστευση, ενώ η Χάρις κερδίζει στα ζητήματα των αμβλώσεων, θεωρείται ότι προσφέρει ένα καλό μοντέλο, ενώ κερδίζει τον Τραμπ και ως προς την νοητική οξύτητα (ένα ισχυρό σημείο του Τραμπ όταν είχε ως αντίπαλο τον Μπάιντεν). Ο Τραμπ προηγείται στους λευκούς ψηφοφόρους (56%-42%), ενώ η Χάρις δεν κερδίζει μόνο τους μαύρους ψηφοφόρους (84%-13%) και τους Ασιάτες (61%-37%) αλλά από ό,τι φαίνεται και τους Ισπανόφωνους (57%-39%).
Μέχρι και τις 11 Σεπτέμβρη οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ έδιναν οριακή υπεροχή της Χάρις στο Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν, τη Βόρεια Καρολίνα, την Πενσυλβάνια, και ουσιαστικά ισοπαλία στη Νεβάδα, τη Τζόρτζια, την Αριζόνα. Εάν αυτό μεταφραζόταν σε εκλέκτορες, η Χάρις θα μπορούσε να ξεπεράσει τους 270 εκλέκτορες. Ωστόσο, ακριβώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού συστήματος η μάλλον βέβαιη πρωτιά της Χάρις στην αθροιστική «λαϊκή ψήφο» δεν είναι βέβαιο ότι θα μεταφραστεί και σε νίκη.
Μια ακόμη ανοιχτή μάχη
Αυτό σημαίνει ότι οι α εκλογές στις ΗΠΑ παραμένουν ακόμη μια ανοιχτή πολιτική μάχη. Η Χάρις έχει με το μέρος τα συνολικά δημογραφικά χαρακτηριστικά του εκλογικού σώματος, την επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα και τις θέσεις της για ζητήματα όπως οι αμβλώσεις. Όμως, πληρώνει πολιτικό τίμημα για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και την κρίση κόστους ζωής που παραμένει ενεργή και που θα παίξει ιδιαίτερο ρόλο και στις ταλαντευόμενες Πολιτείες.
Ο Τραμπ, από τη μεριά του, έχει ως ισχυρό χαρτί την οικονομία, καθώς σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης έχει περάσει η αίσθηση ότι μπορεί να καταφέρει καλύτερα, ενώ επενδύει και στην ανησυχία για τη μετανάστευση που αποτυπώνεται και στις μετρήσεις. Από το debate δεν βγήκε κερδισμένος, κυρίως γιατί η Χάρις ήταν καλύτερα προετοιμασμένη, όμως ας μην ξεχνάμε ο «χαοτικός» τρόπου που μετατοπίζει τη ρητορική του έχει να κάνει και με τον τρόπο που παρακολουθεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις τάσεις εκεί, κάτι που επίσης του ανοίγει ένα δρόμο επικοινωνίας με μέρος του εκλογικού σώματος.
Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα ήδη ιδιαίτερα διαιρεμένη και αυτό αποτελεί και το έδαφος για τις διαφοροποιήσεις στους δύο υποψηφίους. Αυτό σημαίνει ότι σε μεγάλο βαθμό οι δύο υποψήφιοι μιλάνε στα δικά τους ακροατήρια. Δηλαδή, ακόμη και ένα ορόσημο όπως το debate τελικά δεν έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο. Σίγουρα συσπείρωσε τους οπαδούς, έπεισε όσους έχουν ήδη μετακινηθεί από τη μία πλευρά στην άλλη, όμως στους ταλαντευόμενους ψηφοφόρους αυτό που θα μετρήσει είναι τα βασικά ζητήματα και πώς τα προσεγγίζουν οι υποψήφιοι.
Πολλά θα κριθούν από το ποσοστό συμμετοχής αλλά και από το σε ποιες κατηγορίες θα υπάρξει η μεγαλύτερη άνοδος στη συμμετοχή, όπως προφανώς και από το πώς αυτό θα καταγραφεί στις ταλαντευόμενες Πολιτείες. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει την παράδοση να τα πηγαίνει καλύτερα από όσο τον έδιναν οι δημοσκοπήσεις, ενώ για την Κάμαλα Χάρις υπάρχει πάντα και το άγχος μιας επανάληψης του 2016, τότε που η Χίλαρι Κλίντον έδειχνε ότι είχε δυναμική νίκης, πιο συγκροτημένη παρουσία και ευνοϊκά δημογραφικά δεδομένα, όμως έχασε στις Πολιτείες που τελικά έκριναν το αποτέλεσμα.
Πηγή: in.gr