Με τον Δάνη Κατρανίδη συνεργαστήκαμε τρεις φορές. Η πρώτη ήταν στο έργο «Τζούλια», το οποίο ήταν και το πρώτο που έπαιξα εγώ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ο ίδιος τότε ήταν φτασμένος πρωταγωνιστής. Τον είχε πάρει η Αλίκη από το Εθνικό Θέατρο και είχαν κάνει ήδη το «Καμπαρέ». Εμένα ήταν η πρώτη μου εμπειρία με το θέατρο κι έπαιζα τη γυναίκα του. Τη γυναίκα του έπαιξα και στη δεύτερη συνεργασία μας, το «Amadeus», όπου ο Δάνης υποδύθηκε τον Μότσαρτ με Σαλιέρι τον Γιάννη Φέρτη. Εκεί, ήταν συγκλονιστικός και γνώρισε μεγάλη επιτυχία τόσο αυτός προσωπικά όσο και η παράσταση. Η τρίτη φορά που δουλέψαμε μαζί, ήταν άλλη μία σημαντική στιγμή, στο «Ο βασιλιάς κι εγώ» που έκανε τον βασιλιά του Σιάμ. Ηταν από τις πιο ωραίες παραστάσεις και παίχτηκε για δύο χρόνια με μεγάλη επιτυχία. Επειδή βρεθήκαμε μαζί σε δύο έργα που ήταν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες, τόσο τις δικές του όσο και τις δικές μου, ήμασταν πολύ πολύ κοντά καλλιτεχνικά και θεατρικά αλλά και στη ζωή. Ο Δάνης ήταν πολύ αξιοπρεπής και είχε το καλύτερο timing σε παίξιμο, τραγουδούσε και χόρευε καταπληκτικά. Για μένα που έχω παίξει με όλους τους πρωταγωνιστές σχεδόν, εκείνος ήταν πολύ ξεχωριστός και με πάρα πολύ ήθος. Ηταν ένας υψηλού επιπέδου άνθρωπος, κλειστός, εσωστρεφής και γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια που πρέπει να υπέφερε πάρα πολύ, είχε αποτραβηχτεί. Είναι κρίμα που έφυγε και μάλιστα τόσο νωρίς.
Από εκείνον θυμάμαι πολύ έντονα το χιούμορ του που ήταν φλεγματικό, αγγλικό. Χαρακτηριστικό είναι όταν τον πήρα τηλέφωνο για να του προτείνω τον ρόλο στο «Ο βασιλιάς κι εγώ» και του ζήτησα να βρεθούμε για του διαβάσω το σενάριο. Εκείνος παρακολουθούσε τη δουλειά μου και μου είχε εμπιστοσύνη.
Γι’ αυτό και η απάντησή του ήταν «Δεν χρειάζεται, το έχω δει στο σινεμά. Ξέρω ότι είναι πολύ ωραίο. Ξέρω πώς γράφεις». Προσπαθώντας να του εξηγήσω τις απαιτήσεις του ρόλου και τις ιδιαιτερότητες, εκτός από την προφορά τού είπα ότι θα έχει πολλή δουλειά γιατί είναι πολύ μεγάλο το κείμενό του, μεγαλύτερο από το δικό μου.
Τότε, μου απάντησε «Κατάλαβα, έχεις πολλές αλλαγές κοστουμιών και χρειάζεσαι χρόνο», χωρίς καν να διαβάσει το έργο.
Στην ίδια παράσταση είχαμε μια πολύ ωραία σκηνή που ο βασιλιάς προσπαθεί να διαβάσει τη Βίβλο και δεν καταλαβαίνει τι λέει ο Μωυσής. Εκεί, μου είχε βάλει η ενδυματολόγος ένα πολύ δύσκολο κοστούμι που άλλαζα από ένα φόρεμα και έπρεπε να βάλω κορσέ, φουρό, νυχτικό, μπέρτα. Ετσι, πάντα αργούσα στην αλλαγή.
Αρχικά λίγο, ένα λεπτό. Στη συνέχεια όμως, ο Δάνης επειδή τον άφηνα μόνο του στη σκηνή, εφηύρε να μιλάει κινέζικα. Ηταν τόσο αστείος που έπαιρνε χειροκρότημα οπότε κι εγώ ντυνόμουν με την ησυχία μου. Αυτό όμως δεν του πέρασε απαρατήρητο που μου σχολίασε «το έχεις ξεχειλώσει το θέμα». Εγώ τότε του απολογήθηκα λέγοντας «αφού παίρνεις χειροκρότημα, θες να βγω να στο χαλάσω;». Μία όμως από τις σκηνές που πάντα θα θυμάμαι όσο παίζω, ήταν εκεί που η Αννα και ο βασιλιάς χορεύουν μια πολύ γρήγορη πόλκα και τραγουδούν το περίφημο τραγούδι «Shall we dance». Ηταν μια πολύ δύσκολη σκηνή. Εγώ φόραγα ένα πολύ βαρύ φόρεμα κεντημένο με κρυστάλλους και ο Δάνης βελούδο. Οσο χορεύαμε και τραγουδούσαμε, 14 Κινεζάκια μάς έβλεπαν από τις κουίντες και ήταν κάτι πολύ συγκινητικό. Ηταν μια στιγμή που δεν αισθανόμουν καν να είμαι στη σκηνή. Ηταν πολύ τρυφερή. Κάθε φορά που την τελειώναμε, μου έλεγε «το περάσαμε και σήμερα το τεστ κοπώσεως». Αυτός ήταν ο Δάνης.
Με χιούμορ πολύ οξύ και με πολλή αγάπη. Ηταν επιλεκτικός, όχι ανοικτός άνθρωπος προς όλους. Αλλά σ’ αυτούς που αγαπούσε ήταν πολύ κοντά. Ηταν πολύ γενναιόδωρος σε ό,τι έκανε, ένας ωραίος άνθρωπος. Λεβεντιά!
Ως ηθοποιός ήταν πάντα ένας μεγάλος ρολίστας, δεν ήταν ζεν πρεμιέ ποτέ. Δεν του άρεσαν άλλωστε αυτοί οι ρόλοι παρ’ όλο που ήταν ωραίος. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στις πολύ μεγάλες του επιτυχίες ήταν το «Καμπαρέ» που έκανε τον κομπέρ, αυτόν τον περίεργο τύπο, ο βασιλιάς με την προφορά του Σιάμ και ο Μότσαρτ με τις ιδιαιτερότητές του. Εκανε πολύ ωραία τις προφορές τους και πιο περίεργους ρόλους. Είχε μια ευελιξία και μια μοναδική ικανότητα να παίζει, να τραγουδάει, να χορεύει.
Η Μιμή Ντενίση είναι ηθοποιός