«Στα 83 μου, αποφάσισα να εκτεθώ» θα μου πει γελώντας ο Γιώργος Αρβανίτης πίνοντας μια γουλιά από το τσάι του. «Να εκδοθώ! Κάπως έτσι προέκυψε το βιβλίο “Γιώργος Αρβανίτης: Μια ζωή στο φως”». Ακολουθούν γέλια και από τους δυο μας. «Και τι ωραία έκθεση!» του λέω από τη μεριά μου. Πρωί Σαββάτου, 19 Οκτωβρίου, καθόμουν μαζί του στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Halepa στα Χανιά παίρνοντας πρωινό. Το κείμενο, αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, οφείλεται καθαρά στην τύχη: το 12ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, στο οποίο ήμασταν και οι δύο προσκεκλημένοι, μας έκλεισε δωμάτιο στο ίδιο ξενοδοχείο, αυτό το υπέροχο κτίριο που κάποτε υπήρξε στέγη της πρεσβείας της Μεγάλης Βρετανίας στα Χανιά. Παρασκευή 18, Σάββατο 19 και Κυριακή 20 Οκτωβρίου θα ήταν μέρες άκρως φορτισμένες από συγκίνηση για τον διάσημο διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη, γνωστό από τη δουλειά του πίσω από την κάμερα, πρώτα στις ταινίες της Φίνος Φιλμ και αργότερα σε εκείνες του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Μαζί με την Ελισάβετ Χρονοπούλου, που έγραψε και επιμελήθηκε μαζί του το βιβλίο, ο Αρβανίτης θα το παρουσίαζε στην κατάμεστη – όπως αποδείχθηκε – αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου, εκεί όπου την προηγουμένη (18/10) είχε γίνει η τιμητική βράβευσή του από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων μετά την προβολή της ταινίας του Ντίνου Κατσουρίδη «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», της οποίας η διεύθυνση φωτογραφίας είναι δική του.
«Προσπαθώ να διατηρούμαι fit» μου είπε όταν σχολίασα το λιτό πρωινό που είδα στα πιάτα του. Ενα μπολ δημητριακών με γάλα, ένα τσαμπί σταφύλι, ένα ακτινίδιο και ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι. Δείχνει κεφάτος και έχει κάθε λόγο να είναι. Η κυκλοφορία του βιβλίου έχει πάει θαυμάσια και όπως είπε δέχεται διαρκώς τηλεφωνήματα από αγνώστους οι οποίοι του λένε πόσο πολύ το ευχαριστήθηκαν. «Δεν ξέρω… Η Ελισάβετ με είχε φάει… “Να γράψεις τη ζωή σου!” “Μα, βρε παιδί μου τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει η ζωή μου; Αλλοι άνθρωποι έχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να πουν από μένα”. “Οχι, όχι, όχι…”. Οπότε της το ξεκαθάρισα. “Εγώ είμαι της εικόνας, δεν είμαι του λόγου. Θες να το γράψεις; Γράψ’ το εσύ”!». Ετσι και έγινε. Μετά από δεκαπέντε μέρες συναντήσεών της με τον Αρβανίτη, η Χρονοπούλου είχε ηχογραφημένο όλο το υλικό για τη ζωή του.
Και τι ζωή, αλήθεια – σκέτη κινηματογραφική ταινία. Η πρώτη εικόνα που γράφει ότι θυμάται είναι «ενός φλεγόμενου χωριού που τότε λεγόταν Λιάσκοβο». Δεν θυμάται καν σε ποιον πόλεμο. «Μπορεί στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, μπορεί όμως στο Δεύτερο Αντάρτικο». Εχοντας γεννηθεί στο χωριό Δίλοφο στη Σπερχειάδα του Νομού Φθιώτιδος στις 22 Φεβρουαρίου 1941, ο Αρβανίτης είδε την οικογένειά του να καταστρέφεται από τον Εμφύλιο. Είδε τον πατέρα του, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από το αλβανικό μέτωπο, να παίρνει τα βουνά αρνούμενος να ψηφίσει υπό την απειλή όπλου. Ηταν Δεκέμβριος του 1946. Η μητέρα του, την οποία καθυστέρησε χρόνια να γνωρίσει, πέρασε τα πάνδεινα. Ακόμα και σήμερα ο ίδιος απορεί πώς κατάφερε μαζί με τα τρία αδέλφια του να μεγαλώσουν μόνα τους. Κάπως βρέθηκαν στη Νέα Πεντέλη, σε θείους. Και από εκεί, ο Αρβανίτης έχοντας τελειώσει μόνο το δημοτικό και μη μπορώντας να πάει στο γυμνάσιο, γράφτηκε στη Διπλάρειο Σχολή για να μάθει την τέχνη του ηλεκτρολόγου (μάλιστα είχε ήδη μάθει και την τέχνη της ραπτικής).
Δουλεύοντας σε οικοδομές για να βγάζει το ψωμί του και έχοντας μαγευτεί από το σινεμά που πρωτοείδε σε θερινό της Πεντέλης όταν ήταν 15 χρόνων, με στόχο να γίνει ηθοποιός, γράφτηκε κάποια στιγμή και σε μια δραματική σχολή. Παρότι εκεί δεν σπούδασε πάνω από έναν χρόνο, η γνωριμία του με έναν ηλεκτρολόγο τον βοήθησε να μπει στον χώρο του κινηματογράφου. «Ετσι λοιπόν στα 18 μου δούλεψα ως παιδί για όλες τις δουλειές στην ταινία “Τσακιτζής, ο προστάτης των φτωχών”, του Κώστα Ανδρίτσου». Αυτή ήταν η ταινία με την οποία ο Γιώργος Αρβανίτης, το μετέπειτα «μάτι του Θόδωρου Αγγελόπουλου», ήρθε για πρώτη φορά ως επαγγελματίας σε επαφή με τον κόσμο του σινεμά. «Η εμπειρία μου σε αυτή την ταινία υπήρξε περισσότερο μια πρώτη τάξη σε ένα φροντιστήριο κινηματογράφου γεμάτο ερωτήματα των οποίων τις απαντήσεις έπαιρνα από τους τεχνικούς που εργάζονταν σε αυτήν» αναφέρει ο ίδιος στο βιβλίο.
«Ηξερα βέβαια με ποιον μιλούσα για όλα αυτά» λέει σήμερα. «Είχα διαβάσει το βιβλίο με τα διηγήματα της Ελισάβετ (“Ο έτερος εχθρός”) – ήξερα την πένα της, ήξερα ότι μπορούσα να της εμπιστευτώ τη ζωή μου». Μάλιστα, ο Αρβανίτης έχοντας συγκινηθεί από ένα διήγημα της Χρονοπούλου, το «Ενα μέτρο απόσταση», ήθελε να το κάνει μικρού μήκους ταινία. «Δυστυχώς μου βγαίνει ακριβό, δεν μπορώ… Είναι μια ιστορία στην Κατοχή, χρειάζεται χώρους τους οποίους δεν μπορώ να βρω. Σε πληροφορώ, στην Ελλάδα δεν μπορείς πλέον να γυρίσεις μια ταινία με φόντο το 1950. Δεν υπάρχουν οι αυθεντικοί χώροι, δεν υπάρχει το φυσικό ντεκόρ. Γιατί αν αποφασίσεις να κάνεις μια τέτοια ταινία, θα πρέπει να έχεις τουλάχιστον έναν δρόμο. Εναν. Ε, δεν τον βρήκα. Σε μια μικρού μήκους δεν έχεις τα περιθώρια να το κάνεις όπως το κάναμε π.χ. στον “Θίασο”, όπου ο ένας δρόμος ήταν στο Λαύριο και ο άλλος ήταν στην Ξάνθη για να διατηρείται η συνέχεια. Και, δεύτερον, θες ένα τραμ. Χαρακτηριστικό της Αθήνας εκείνης της εποχής ήταν το τραμ. Ε, σε πληροφορώ δεν υπάρχει ούτε ένα τραμ στο μουσείο».
Προς τιμήν του ο Γιώργος Αρβανίτης δεν θέλησε να κάνει αίτηση στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, όπως του πρότειναν. «Οχι, δεν έκανα και ούτε πρόκειται να κάνω», είπε, «γιατί δεν μπορώ εγώ, επειδή είμαι ο Αρβανίτης, να πάρω τη σειρά του παιδιού που περιμένει για να κάνει την πρώτη του δουλειά. Δεν μου πάει ηθικά».
Περιμένοντας την ΕΡΤ
Ενα ακόμα παράπονό του είναι ότι έχει δώσει εδώ και δυόμισι χρόνια στην ΕΡΤ το «Οταν ο ήλιος», το βιβλίο της νονάς του γιου του, της Ζωρζ Σαρρή. «Ζήτησα να μην μπει το όνομά μου στην αίτηση αλλά δεν έχουμε πάρει ακόμα απάντηση. Ούτε ναι, ούτε όχι. Εκείνη η ιστορία πιάνει από τότε που κηρύχθηκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέχρι το ’44, την απελευθέρωση. Αλλά και σε εκείνη την περίπτωση έψαξα να βρω χώρους και δεν βρήκα πουθενά. Πιθανόν να υπάρχουν βέβαια, αλλά είναι δύσκολο να βρεθούν».
Την ίδια ώρα, στη Γαλλία, όπου ο Αρβανίτης εδώ και χρόνια ζει, όποτε αναζητεί κάτι ανάλογο στα χωριά και στις πόλεις, «Παναγία μου! Υπάρχουν τα πάντα! Τα πάντα». Προσωπικά δεν μου κάνει εντύπωση και του το λέω. Είναι γνωστό ότι στη Γαλλία γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την προάσπιση της πολιτισμικής ταυτότητας της χώρας και ο κινηματογράφος για τους Γάλλους είναι πολιτισμός. «Εμείς δεν τον υπερασπιζόμαστε, και αυτό είναι το πρόβλημα. Δυστυχώς». Υστερα από μια μικρή παύση, ο Αρβανίτης συνεχίζει με πικρό χαμόγελο. «Θυμάμαι πάντα κάτι που είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις, τότε που ξημεροβραδιαζόμασταν στον Μαγεμένο Αυλό. Ελεγε ο Μάνος “όταν ήμουν μικρός άκουγα ένα τραγουδάκι που έλεγε «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Κι όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι εφόσον ποτέ δεν πεθαίνει δεν πρόκειται και ποτέ να αναστηθεί”».
Φυσικά, ο Γ. Αρβανίτης δεν αρνείται ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια ανάγκη του νέου κόσμου για κάτι καλύτερο. Το είδε άλλωστε ο ίδιος στα Χανιά μιλώντας με νέα παιδιά στα σχολεία και στα masterclasses που παραχώρησε. «Ανάγκη υπάρχει, μέλλον δεν υπάρχει» είπε. «Ωραία λοιπόν, αυτά τα παιδιά θα βγουν έτοιμα. Και; Τις προάλλες βρισκόμουν στο σπίτι μου στην Αθήνα και έκανα μια παραγγελία για φαγητό απ’ έξω. Μου την έφερε μια κοπέλα delivery. Πιάσαμε την κουβέντα. Τη ρώτησα αν εργάζεται επειδή σπουδάζει και ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι έτσι θα ήταν. “Α όχι” μου είπε, “έχω τελειώσει εδώ και τρία χρόνια αλλά δεν βρίσκω δουλειά”. Ηταν διπλωματούχος delivery». Ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει το 1989 για τη Γαλλία, παρότι ήταν και με το παραπάνω καταξιωμένος. «Αποφάσισα να φύγω γιατί όταν πήρα το τέταρτο βραβείο μου στη Θεσσαλονίκη, το τηλέφωνό μου έκανε δύο χρόνια να χτυπήσει» είπε. «Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να ζήσεις από τον κινηματογράφο στην Ελλάδα».
«Πράγματι, εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν υπήρχαν πολλές επιλογές» συμπλήρωσε η Ελισάβετ Χρονοπούλου έχοντας μπει στην παρέα της συζήτησης. «Στη δεκαετία του 1980 ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν μόνο εκείνα τα αυτοσχέδια του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου για τα οποία δεν πληρωνόσουν καθόλου. Εκτός από το ότι υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, οι άλλες επιλογές ήταν η διαφήμιση και η τηλεόραση». Ο Αρβανίτης δεν μπορούσε να ταιριάξει ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. «Γι’ αυτό έφυγα. Με τον φόβο μου φυσικά. Γιατί έτσι και φύγεις για το εξωτερικό και δεν πετύχεις εκεί, αν μετά επιστρέψεις αποτυχημένος στην Ελλάδα, σε έχουν ξεσκίσει». Μάλιστα, σε αυτό το σημείο εκμυστηρεύτηκε μια ιστορία που δεν είχε ποτέ πει στο παρελθόν. Φεύγοντας από την Ελλάδα, κάλεσε τον αδελφό του να μείνει στο σπίτι του στη Φιλοθέη διότι είχε προπληρώσει το νοίκι για όλο τον χρόνο. Και αργότερα έμαθε από αυτόν ότι δεχόταν μηνύματα στον τηλεφωνητή του από ανθρώπους που του έλεγαν «”να μην ξαναγυρίσεις, να ανασάνει ο ελληνικός κινηματογράφος”».
«Απόδραση» στη Γαλλία
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα δύο χρόνια που δεν είχε δουλειά, πριν φύγει για τη Γαλλία, είχε αναγκαστεί να δουλέψει οδηγός, όπως και σε σιδεράδικο. «Τι να κάνω; Να δουλέψω στη βιντεοκασέτα ή στο πορνό; Παναγία μου!». Η ιδέα της Γαλλίας είχε προκύψει μετά την προσέγγισή που του είχε γίνει από έναν γάλλο παραγωγό ο οποίος είχε δει της «Μέρες του ’36» και του είχε προτείνει να δουλέψει μαζί του. «Με αυτόν έκανα μια ταινία με τον Πιερ Κλεμεντί και αργότερα προέκυψε μια ακόμα με τον Τζέρεμι Αϊρονς και τη Φανί Αρντάν (“Australia”). Οταν πήγα στη Γαλλία για το post production αυτής της ταινίας, είδα ότι το όνομά μου συζητιόταν αρκετά – λόγω του Αγγελόπουλου βέβαια. Ετσι σκέφτηκα να μεταναστεύσω εκεί. Στη Γαλλία όμως δεν ήξερα άνθρωπο. Και είχα μαζί μου τρία παιδιά και τη γυναίκα μου».
Ακόμα χειρότερα, δεν ήξερε καν τι θα έπρεπε να πληρώσει εκεί όπου θα πήγαινε γιατί είχε κάνει τον υπολογισμό και το ποσόν που χρειαζόταν για να τα βγάλει πέρα ήταν τεράστιο. «Ε στη Γαλλία, δεν πλήρωσα μία!» είπε χαμογελώντας. «Τα παιδιά τελείωσαν δημοτικό, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο και δεν πλήρωσα παρά κάποια ποσά για μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο. Στη Γαλλία αγόρασα σπίτι με δάνειο. Οταν ρώτησα την τράπεζα γιατί με βοηθάτε, η απάντηση που πήρα ήταν “διότι αυτή είναι η πολιτική μας”. Διότι με την αγορά του σπιτιού βοηθάω να κινηθεί η αγορά. Και το ξόφλησα χωρίς να το καταλάβω!».